Η «Κόψη του ξυραφιού» ( The Razor’s Edge) δεν είναι ένα βιβλίο από αυτά που θα συναινούσαμε πως είναι ενδεικτικά της εποχής του covid-19, του πανδημικού ανεμοστρόβιλου που συμπαρασύρει τη διάθεση μας να συντονίζεται στους ρυθμούς της Πανούκλας, του Έρωτα στα χρόνια της χολέρας, της Περί τυφλότητος και πολλών άλλων παρηγορητικών για την περίοδο που διανύουμε αναγνωσμάτων. Είναι από αυτά τα βιβλία που νοηματοδοτούνται εκ νέου, σε κάθε κρίσιμη καμπή της ζωής μας και που μας συνεπαίρνει με τη βρετανική, δηκτική του κομψότητα. Φαντάζομαι θα συμφωνήσουμε όλοι πως η εποχή αυτή ευνοεί μια ολική αναθεώρηση της μέχρι τώρα πορείας μας προς την βελτίωση της. Απομονωμένοι, κλειδαμπαρωμένοι στο ζεστό τσαρδάκι μας, μόνοι παρέα με τον εαυτό μας, βρίσκουμε άπλετο χρόνο για αξιολόγηση και ενδοσκόπηση. Σ’ αυτή την πολύτιμη ανάγκη του ανθρώπου να καταφέρει να ξετυλίξει το κουβάρι της ύπαρξης του δίνει δύο κατευθύνσεις ο Βρετανός συγγραφέας Σόμερσετ Μομ ( William Somerset Maugham) που αποκαλύπτονται στο βιβλίο αυτό.
Το παράδοξο στην «Κόψη του ξυραφιού» είναι ότι η πλοκή χτίζεται από τους χαρακτήρες και όχι τόσο από τα συμβάντα, δεδομένου ότι ο συγγραφέας προλέγει πως είναι υπαρκτά πρόσωπα, δηλαδή τα περισσότερα που γράφει βασίζονται στις συζητήσεις που διεξήγαγε μαζί τους. Περιληπτικά, αποφασίζει να γράψει για τον έρωτα δύο Βρετανών που ζούνε στην Αμερική, της Ισαβέλλας και του Λάρυ την εποχή της πίστης στο αμερικάνικο όνειρο και της μεγάλης βιομηχανικής ανάπτυξης. Όμως, ο συγγραφέας δεν έπλασε αυτό το βιβλίο για ένα ερωτικό ειδύλλιο μεταξύ δύο μεγαλοαστών. Αυτό δεν είναι παρά το πρόσχημα. Η ουσία απαντάται στους δύο αντιθετικούς τρόπους ζωής που παραβάλει ο Μομ και που αποτελεί την κορωνίδα του μυθιστορήματος του.

Βεβαίως και το θέμα είναι ταξικό και απαράλλαχτα διαχρονικό. Στη ζωή οι επιλογές των ανθρώπων καθορίζουν τον τρόπο ζωής τους, οι αξίες και τα ιδανικά τους που υιοθετούν από την εκάστοτε νοοτροπία του περιβάλλοντος τους μπορούν να ανατραπούν από τους ίδιους μόνο αν το θελήσουν και αν είναι φυσικά δυνατοί. Οι δύο αντιθετικές πορείες στις οποίες κινούνται οι ήρωες του είναι, από την μια μεριά η υλική και από την άλλη η πνευματική. Κοινώς, χρήμα έναντι της ελευθερίας. Επιφάνεια αντίκρυ της ουσίας. Θέλουμε να κυνηγάμε το χειροπιαστό, εφήμερο της στιγμής, το όσα φάμε όσα πιούμε κι όσα αρπάξει ο …..; Επιθυμούμε να ζήσουμε στη πλάνη της νεανικής νιότης που έχουμε τη πεποίθηση πως ποτέ δεν θα ξημερώσουν και σε εμάς τα γηρατειά; Έχουμε ανάγκη την ασφάλεια της χάρτινης υφής των πενηντάρικων στο πορτοφόλι μας (ναι, αυτή την έχουμε για λόγους επιβίωσης αλλά μόλις την αποκτήσουμε γινόμαστε άπληστοι) ή στα αναλώσιμα-των μεγάλων αλυσίδων- «πλαστικά» έπιπλα και ρούχα του σπιτιού μας; Ή προτιμούμε να λοξοδρομήσουμε από το κοπάδι και να ταξιδέψουμε από άκρη σε άκρη, να ερωτευθούμε εντόνως την αναζήτηση του αυτοσκοπού, να απαλλαγούμε από τον φόβο του να ζήσουμε, να ξεφύγουμε από τα «έστιν ειμαρμένα πάντα;»
Ο Λάρυ και η Ισαβέλλα αντιστοιχούν στα δύο δίπολα. Εκείνος, ελεύθερος από κάθε εξωτερικό περιορισμό, χωρίς ιδιοκτησία στο όνομα του παρά μόνο το ίδιο το όνομα του, ρακένδυτα ντυμένος, έμπειρος και πολυταξιδεμένος. Αλλά με χαμόγελο και με μια αγαλλίαση στο πρόσωπο του που μοιάζει με αυτό που οι θρήσκοι θαρρούν πως είναι η αγιότητα. Εκείνη, γυναίκα που δεν ξέφυγε ποτέ από τον πατριαρχικό κλοιό της και για αυτό γυναίκα λειψή, αφελής αλλά συνάμα όμορφη, κομψή και ματαιόδοξη. Μεγαλωμένη στις ανέσεις και πνευματικά περιορισμένη στα απτά, καθημερινά πράγματα. Η εξασφάλιση της καλοπέρασης της είναι το πάν. Η φύση της λέει πως δεν είναι για παραπέρα. Το θέμα είναι εμείς ποιον επιλέγουμε να ταυτιστούμε και να εκπροσωπήσουμε στον δικό μας καθημερινό βίο.
Και ξαναρωτώ. Όταν με το καλό βγούμε από αυτήν την παράξενη, αποστομωτική, δυστοπία, θα πιάσουμε το νήμα από εκεί που το αφήσαμε ή θα ξεστρατίσουμε επιτέλους, άραγε επιλέγοντας ποιον δρόμο; Δυο πόρτες έχει η ζωή, που λέει και το λαϊκό άσμα, όμως πριν να διαβούμε την τελευταία πόρτα, εμείς καθορίζουμε το τι θα γυρέψουμε να γίνουμε και πως θα δώσουμε αξία στη σύντομη ζωή μας γιατί το ευ ζην δεν έχει σχέση με την καλοπέραση. Κάτι άλλο εννοεί ο ποιητής. Τελικά, είναι όλα θέμα επιλογής, τουλάχιστον για εμάς τους προνομιούχους «δυτικούς».