Χιλιάδες ειναι οι ορισμοί, που κατά καιρούς έχουν δοθεί, στο ερώτημα τι είναι η Ποίηση και τόσες περίπου ειναι και οι απαντήσεις· απαντήσεις φιλολογικής προσέγγισης, ορισμοί απο τους ίδιους τους ποιητές , ακόμη και η προσωπική-ασαφής αντίληψη που έχει ο καθένας μας απέναντι σε αυτό που λέμε Ποίηση. Σίγουρα, όμως, η Ποίηση δεν μπορεί να ειναι μόνο ένα πράγμα και δεν μπορεί ένας μόνο ορισμός να συμπεριλάβει το μεγαλείο και την έκταση της. Η αλήθεια ειναι πως αν κάποιος αρχίσει και ερευνά τους ορισμούς που έχουν δοθεί, στην ουσία θα βρεθεί εκ νέου σε απορία και όχι σε κάποιο ξεκάθαρο συμπέρασμα κι αυτό συμβαίνει καθώς ακόμα και ο ίδιος ο ποιητής αλλιώς ζει την ποίηση και κατ’ επέκταση εκφράζεται μέσω αυτής. Το ‘καλύτερο’ που μπορεί να κάνει κάποιος ειναι να αφεθεί στο σύμπαν, που οι ποιητές έχουν δημιουργήσει, και ίσως μπορέσει να οικειοποιηθεί λίγο φως, απο εκείνο που ακτινοβολεί αυτή η τέχνη· ίσως μπορέσει να δει στο βάθος αυτό που είδανε όσοι «το μάτι τους αρπάζει κάτι και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν..»
Κώστας Καρυωτάκης – Είμαστε κάτι
Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
Μέσω του Ποιήματος του, ο Καρυωτάκης, προσπαθεί να αναδείξει καθαρά το συναίσθημα της διάλυσης, τόσο σε στα γενικά πλαίσια της εποχής του όσο και αναφορικά με τους Ποιητές, χωρίς, ωστόσο, να προσδιορίζει τι ακριβώς ειναι (κάτι) εκείνος και οι υπόλοιποι (Είμαστε..) που έχουν εισέλθει σε αυτήν την κατάσταση. Μια γενιά Ποιητών που -αν και “υψώνονται σα χάη” στο τέλος πέφτουν σπασμένοι- μοιάζουν με εικόνα ξεχαρβαλωμένης κιθάρας σε πλήρη διάλυση και αδυνατώντας να ανταποκριθεί στο καθήκον της (στην Τέχνη). Ουσιαστικά μέσω του Ποιήματος, όπως αναφέρθηκε, επιτυγχάνεται η παρουσίαση των Ποιητών της εποχής εκείνης που δεν είναι σε θέση να λειτουργήσουν και κατ’ επέκταση δημιουργήσουν. Όμως, ο Ποιητής στο τέλος, αφού κάνει μια ‘πικρή’ αναφορά στην ωραιότητα του παρελθόντος και των χρόνων που έχουν παρέλθει οριστικά, ξεκαθαρίζει πως η Ποίηση ίσως δεν ειναι για αυτούς, οι οποίοι τόσο πολύ την αποζητούν· ως και την φθονούν κάποτε. Ο φθόνος απέναντι στην Ποίηση φανερώνει την αδυναμία στο να εξερευνήσει και να μπει καποιος στον κόσμο της, εφόσον τελικά ειναι η μοναδική έξοδος. Πάντα παρούσα και πάντα δυσπρόσιτη η Ποίηση, σύμφωνα με τον Κ. Καρυωτάκη, η οποία παραμένει ως ενθύμηση του ιδανικού και ανεκπλήρωτος πόθος σκοπός των Ποιητών.
Άγγελος Σικελιανός – Ιερά Οδός
«Απο τη νέα πληγή που μ’ άνοιξεν η μοίρα
έμπαιν’ ο ήλιος, θαρρούσα, στην καρδιά μου
με τόση ορμή, καθώς βασίλευε, όπως
από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει
το κύμα σε καράβι π’ ολοένα
βουλιάζει.
Γιατί εκείνο πια το δείλι,
σαν άρρωστος, καιρό, που πρωτοβγαίνει
ν’ αρμέξει ζωή απ’ τον έξω κόσμον, ήμουν
περπατητής μοναχικός στο δρόμο
που ξεκινά από την Aθήνα κ’ έχει
σημάδι του ιερό την Eλευσίνα.
Tι ήταν για μένα αυτός ο δρόμος πάντα
σα δρόμος της Ψυχής.
Φανερωμένος
μεγάλος ποταμός, κυλούσε εδώθε
αργά συρμένα από τα βόδια αμάξια
γεμάτα αθεμωνιές ή ξύλα, κι άλλα
αμάξια, γοργά που προσπερνούσαν,
με τους ανθρώπους μέσα τους σαν ίσκιους.
Mα παραπέρα, σα να χάθη ο κόσμος
κ’ έμειν’ η φύση μόνη, ώρα κι ώρα
μιαν ησυχία βασίλεψε.»
Ένα απο τα σημαντικότερα έργα του Ποιητή η “Ιερά Οδός”· ο δρόμος που οδηγούσε απο την Αθήνα στην Ελευσίνα. Η ορμή του ήλιου παρομοιάζεται με εκείνη την θάλασσας που εισέρχεται σε πλοίο κατά τη διάρκεια της βύθισης του. Έτσι αντιμετωπίζει ο Ποιητής εκείνο το φως απο την ραγισματιά, που του προσφέρει μια αναπάντεχη΄διαύγεια΄. Το σκηνικό που περιγράφεται δεν συμβαίνει τυχαία κατά τη διάρκεια της δύσης του ήλιου. Είθισται τη νύχτα να μπαίνουν στον άνθρωπο συλλογισμοί που αφορούν την επεξεργασία προβληματισμών και την αναψηλάφηση των πεπραγμένων του. Καθώς, λοιπόν, ο Ποιητής βρίσκεται μόνος στην Ιερά Οδό -η οποία είναι ένας δρόμος ιδιαίτερης σημασίας για την επιλογή του ποιητή και χαρακτηρίζεται απο την παρουσία ανθρώπων και αμαξιών-, προσπαθεί εκ νέου να προσεγγίσει τη ζωή του και να την αντιμετωπίσει καλύτερα. Η ησυχία που παρουσιάζεται να επικρατεί στη συνέχεια, προς στιγμήν, θεωρείται απο την ίδιο ως θετική εξέλιξη, αφού θα τον βοηθήσει στην διαδικασία σκέψης και αυτογνωσίας που υποβάλει τον εαυτό του. Το Ποίημα “Ιερά Οδός” είναι ένα ταξίδι προς τη λύτρωση του ανθρώπου, ο οποίος φαίνεται οτι ταλανίζεται απο τις επιλογές του στη ζωή και φτάνει στην παρακμή.
Γιώργης Παυλόπουλος – Τα Αντικλείδια
Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.
Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Στα “Αντικλείδια” περιγράφεται η προσπάθεια των Ποιητών στο πέρασμα των αιώνων -απο τότε που υπάρχει ο κόσμος- να καταφέρουν να μπουν στην πόρτα της Ποίησης. Όπως ειναι φανερό, επιχειρείται απο την αρχή ο ορισμός στο ερώτημα: “τι είναι Ποίηση;” και ο ίδιος ο ποιητής δίνει την απάντηση· η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή. Μπορεί ο καθένας να πλησιάσει και να γίνει μέρος, τρόπον τινά, αυτού του αντικειμένου. Αμέσως μετά, όμως, ξεχωρίζει δύο περιπτώσεις : εκείνους που απλά κοιτούν χωρίς να βλέπουν και εκείνους που “το μάτι τους αρπάζει κάτι”. Σύμφωνα με τον Γ. Παυλόπουλο, η Ποίηση δεν είναι εύκολο να προσεγγιστεί απο τους πολλούς ανθρώπους, υπό την έννοια οτι δεν έχουν όλοι την ίδια σχέση με την ποίηση και δεν μπορούν, λοιπόν, όλοι να αισθανθούν, να κατανοήσουν και να εκτιμήσουν το μεγαλείο της με τον ίδιο τρόπο -μερικοί είναι εκείνοι που βλέπουν πραγματικά. Καθώς πάνε, λοιπόν, να μπουν η πόρτα αιφνιδιαστικά κλείνει. Τα μυστικά της τέχνης αυτής τελικά δεν ειναι εύκολο να προσεγγιστούν απο κανέναν. Ίσως η Ποίηση να μην μπορεί να γίνει καθολικά ‘κτήμα’ του ανθρώπου (η πόρτα δηλαδή να μην ανοίγει), όσα “αντικλείδια” – δηλαδή Ποιήματα- κι αν δημιουργήσει και όσο απο το χρόνο του κι αν σπαταλήσει προσπαθώντας. Στο τέλος όμως, κυκλικά, ο Ποιητής επαναλαμβάνει την αρχική του φράση : Η Ποίηση ειναι μια πόρτα ανοιχτή. Έτσι, μπορεί η ανταπόκριση -στο κάλεσμα για ενασχόληση με την ποίηση- να ειναι δύσκολη, όμως το κάλεσμα είναι πανανθρώπινο.
Νίκος Α. Ασλάνογλου – Ars Poetica
Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση
σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες
όπου η ζωή χορεύει. Θέλω να είναι
αγώνας, όχι μουσική που λύνεται
μα πάθος για την μέσα έκφραση μιας ασυναρτησίας
μιας αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα
αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα.
Όταν οι άλλοι, αδιάφοροι, με σιγουριά
ξοδεύονται άσκοπα ή ετοιμάζονται το βράδυ
να πεθάνουν, όλη τη νύχτα ψάχνω για ψηφίδες
αδιάφθορες μες στον μονόλογο τον καθημερινό
κι ας είναι οι πιο φθαρμένες. Να φεγγρίζουν
μες στο πυκνό σκοτάδι τους σαν τ’ αχαμνά ζωύφια
τυχαίες, σκοτωμένες απ’ το νόημα
με αίσθημα ποτισμένες.
Ο Νίκος Ασλάνογλου στο παραπάνω ποίημα του κάνει αναφορά στο πώς ο δημιουργός θα πρέπει να στέκεται απέναντι τόσο στην Ποιητική τέχνη αλλά και στην ίδια τη σύνθεση ενός Ποιήματος. Πολύ προσωπικά προσεγγίζει το νόημα με το ρήμα : θέλω. Τα Ποιήματα θέλει να είναι και περίπατος σε δρόμους μοναχικούς και έρημους, αλλά και σε δρόμους που σφύζουν απο ζωή και ανθρώπινη παρουσία. Για τον Ασλάνογλου η Ποίηση ειναι ένας αέναος αγώνας και πάλη βιωμάτων και συναισθημάτων, και ταυτόχρονα ο ποιητής έχει καθήκον να αντεπεξέρχεται όπως πρέπει· δηλαδή να ‘τα παίζει όλα για όλα‘. Επιπλέον, ο Ποιητής πρέπει να διαφοροποιείται απο τους άλλους ανθρώπου. Να μην αναλώνεται σε άσκοπες συναναστροφές τις νύχτας και σε ρηχές συνήθειες διασκέδασης, αλλά να αναζητά συνεχώς το μέρη εκείνα – δηλαδή τις λέξεις που πρέπει να ειναι καθαρές και μακριά απο οποιαδήποτε φθορά, αλλά κι αν έχουν φθαρεί να μπορούν να δώσουν κάποιο συναίσθημα ιδανικό- που θα συνθέσουν το παζλ ,το οποίο ονομάζεται Ποίημα. Ο Ποιητής αναζητά λοιπόν λέξεις με βαθύ νόημα, που να εκπέμπουν φως κι ας έχουν χρησιμοποιηθεί πολλές φορές, λέξεις που να μπορούν να κουβαλήσουν τα αισθήματα· έτσι πρέπει να στέκεται ο Ποιητής απέναντι στην Τέχνη του.
Μίλτος Σαχτούρης – Ο στρατιώτης ποιητής
Δεν έχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε η ζωή μου
Τη μιαν ημέρα έτρεμα
την άλλην ανατρίχιαζα
μέσα στο φόβο
μέσα στο φόβο
πέρασε η ζωή μου
Δεν έχω γράψει ποιήματα
δεν έχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυρούς
σε μνήματα
καρφώνω
Η Ποίηση ως καταγραφή στην περίπτωση του Σαχτούρη. Ο Ποιητής δηλώνει καθαρά πως Ποιήματα δεν έχει γράψει. Προσπαθεί να δείξει οτι η φρίκη και ο πόνος ειναι πιο σημαντικά, αφού η Ποίηση δεν είναι τίποτα άλλο παρα μόνο καταγραφή αυτών των βιωμάτων. Έτσι, λοιπόν, έχουμε ακόμα μια προσέγγιση απο τον Ποιητή, ο οποίος πέρασε τους δύσκολους καιρούς των πολεμικών αναμετρήσεων και των θρήνων. Ο Ποιητής μιλά για τις κακουχίες και το θάνατο, ο οποίος παραμονεύει σε κάθε βήμα του ανθρώπου. Γίνεται αντιληπτό οτι ο Σαχτούρης εκφράζει το αίσθημα του φόβου απέναντι στην ίδια τη ζωή που κινδυνεύει να χαθεί ολοκληρωτικά. Πράγματι, λοιπόν, όπως λέει και ο ίδιος, δεν έχει γράψει Ποιήματα· κάρφωσε τις λέξεις στους σταυρούς και στα μνήματα για όλους εκείνους που σκοτώθηκαν. Δεν γράφουμε Ποίηση για να δοξαστούμε, ούτε για να απολαύσουμε την αναγνώριση κάποιας επιτυχίας. Σύμφωνα με τον Μ. Σαχτούρη ο Ποιητής πρέπει να είναι στρατιώτης. Πρέπει να γνωρίζει το χρέος του – να καταγγέλλει την φρίκη και το έγκλημα- απέναντι στην ανθρωπότητα και να στέκεται αντάξιος. Μέσα στον κυκεώνα των εξελίξεων της κοινωνίας – ειδικότερα σε καιρούς αταξίας-, μέσα στην γρήγορα εναλλαγή της καθημερινότητας και της αβεβαιότητας, ο μόνος τρόπος να σταθεί κάποιος όρθιος και να αντέξει η ψυχή του ‘τις βολές’ ειναι η Ποίηση.