Η πρωινή δροσοσταλίδα, κινήθηκε αργά και βαριεστημένα, πάνω στο γυμνό κλαδί.
Δεν βρέθηκε στην πορεία του, ούτε ένα μικρό φυλλαράκι.
Αφού λοιπόν ακολούθησε την πορεία της πάνω στο κλαδί, κοντοστάθηκε στην άκρη του. Αιωρήθηκε για λίγο αναποφάσιστη , για τον δρόμο που θα πρέπει να πάρει.
Λικνίστηκε για δευτερόλεπτα πάνω στο κλαδί και αφέθηκε στο κενό.
Δεν έφτασε, όμως, ποτέ στη γη.
Εκείνη την ώρα, περνούσε ο Γιαννάκης κάτω από το δέντρο, πηγαίνοντας για το σχολείο.
Και αυτή, πήγε και έπεσε ακριβώς επάνω στο μέτωπό του.
Ενοχλήθηκε λίγο. μα την σκούπισε στα γρήγορα, χωρίς να χάσει το βήμα του , ούτε για μια στιγμή.
Είχε ήδη αργήσει και έπρεπε να προλάβει να φτάσει στην αυλόπορτα, πριν χτυπήσει το κουδούνι.
Μόλις την πέρασε, εκείνο χτύπησε και οι μαθητές του σχολείου, μαζεύτηκαν για την πρωινή προσευχή.
Λίγα μέτρα πιο κάτω είναι η εκκλησία και δύο σπίτια παραδίπλα το σπίτι του Μπάρμπα Γιώργου του ξυλουργού.
Από μικρός ήταν μεγάλος και τρανός τεχνίτης στο σκάλισμα του ξύλου.
Ότι σκαλιστό υπάρχει στην εκκλησία, όπως και σε όλη την πόλη, έχει την δική του υπογραφή.
Δεν είχε κάποιο τεράστιο και υπερσύγχρονο εργαστήρι, όμως το μεράκι και το ταλέντο του ήταν πάντα ο καλύτεροι σύμμαχοί του.
Ένα ταλέντο που κληρονόμησε ο ένας από τους δύο του γιούς.
Ο Σπύρος , ήταν εκείνος, που δημιουργούσε μικρά θαύματα κάθε φορά που άγγιζε ξύλινη επιφάνεια.
Ο πρωτότοκος γιός του, ο Τάσος, δεν είχε την υπομονή, ούτε την φαντασία που χρειάζονται γι αυτές τις δουλειές.
Οπότε, εκείνος, έκανε όλες τις βαριές δουλειές, αφήνοντας στα μαγικά χέρια του αδερφού του την τέχνη του σκαλίσματος.
Δεν ήταν και τόσο ευχαριστημένος με την εξέλιξη αυτή. Ήταν όμως μία αγαπημένη οικογένεια που κατάφερνε να τα «φέρνει βόλτα» με τις υποχρεώσεις.
Δεν μπορούσες να τους χαρακτηρίσεις , ούτε φτωχούς μα ούτε και πλούσιους.
Αυτή την εποχή , στην πόλη, είναι όλοι χαρούμενοι.
Πάντα συμβαίνει αυτό όταν πλησιάζουν τα Χριστούγεννα.
Όλοι γίνονται, για λίγες ημέρες , σαν τα μικρά παιδιά και ξεχνούν για λίγο την καθημερινότητα και τα προβλήματα.
Ο Δήμαρχος κάλεσε στο Δημαρχείο, όσους ήθελαν να βοηθήσουν, στην διοργάνωση των εκδηλώσεων. Πολλοί ήταν εκείνοι που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα.
Ο κάθε ένας βέβαια, θα βοηθήσει , ανάλογα με το επάγγελμα που εξασκεί για να ζήσει.
Ο φούρναρης, θα ετοιμάσει κουλουράκια και γλυκά.
Τα καφενεία, θα προσφέρουν καρέκλες και τραπεζάκια , για να στηθούν στην πλατεία της πόλης.
Οι δάσκαλοι με τους μαθητές τους, θα πουν τραγούδια και ποιήματα , σχετικά με τις άγιες ημέρες που έρχονται.
Όλοι τους, θα έχουν τον δικό τους σημαντικό ρόλο στις εκδηλώσεις αυτές.
Τα παιδιά του Μπάρμπα Γιώργου, ήθελαν κι εκείνα να βοηθήσουν, μα δύσκολα τους ερχόταν κάτι χρήσιμο στο μυαλό.
Ο Τάσος το είδε σαν μία ευκαιρία για να αποδείξει, μπροστά σε όλους τους κατοίκους, ότι ήταν φτιαγμένος για σπουδαία πράγματα. Το είχε ανάγκη.
Έβλεπε που όλοι θαύμαζαν την τέχνη του αδερφού του και κάπου βαθειά μέσα στην ψυχή του ζήλευε.
Ένοιωθε να είναι στο περιθώριο και ότι ζει κάτω από την σκιά του μικρού καλλιτέχνη της οικογένειας.
Δεν το είχε αναφέρει πουθενά αυτό, μα ούτε και θα το έκανε ποτέ.
Όταν ο πατέρας, τους έδωσε το εργαστήρι, πήραν και εκατό χρυσές λίρες, για να τις χρησιμοποιήσουν όπως εκείνοι νομίζουν καλύτερα.
«Αυτά έχω και δεν υπάρχουν άλλα παιδιά μου. Ο θεός να σας φωτίσει για να τα χρησιμοποιήσετε με σύνεση.»
Αυτά ήταν τα λόγια του και μετά τους έδωσε το κλειδί από το μαγαζί.
Πήραν την απόφαση λοιπόν να τα μοιραστούν στη μέση.
Ο Τάσος , πήρε το ποσό που του αναλογούσε και άρχισε να προγραμματίζει τις επόμενες κινήσεις του.
Είχε σκεφτεί πολύ καλά, τι ήθελε να κάνει.
Θα έκοβε ένα τεράστιο δέντρο και θα το έστηνε στο κέντρο της πλατείας.
Θα αγόραζε πολλά στολίδια για να εντυπωσιάσει τα παιδιά, όπως και ολόκληρη την πόλη.
Την επομένη λοιπόν, έφυγε για το βουνό. Μετά από πολύ ψάξιμο, βρήκε το έλατο που έψαχνε. Ήταν πολύ ψηλό, με πλούσια και πυκνά κλαδιά.
Επιβλητικό δέντρο σε όγκο, όπως και σε ομορφιά.
Αφού το σημάδεψε, με λίγο μπογιά, έφυγε για την πόλη.
Θα ξαναγυρνούσε όταν θα πλησίαζαν οι ημέρες.
Ο Σπύρος , με την σειρά του, σκέφτηκε να φτιάξει μία φάτνη σε φυσικό μέγεθος.
Θα μπορούσε να αγοράσει ξύλα για να την φτιάξει γρήγορα και εύκολα.
Σκέφτηκε όμως, να μην χαλάσει πολλά χρήματα γι αυτόν τον σκοπό. Θα προτιμούσε να τα σπαταλήσει κάπου αλλού. Κάπου που θα «έπιαναν και τόπο» … όπως λέει και ο λαός.
Μάζεψε λοιπόν, ότι ξύλα του είχαν ξεμείνει στο εργαστήρι.
Έψαξε στις γειτονιές, για σκόρπια υλικά και μάζεψε ότι σανίδες και μαδέρια δεν χρειάζονταν σε κανέναν.
Τα μόνα έξοδα που θα έκανε, θα ήταν , για να αγοράσει χοντρά και πολύ καλής ποιότητας δοκάρια.
Τα χρειάζονταν για να φτιάξει τον σκελετό της φάτνης.
Ήταν σημαντικό για εκείνον, να είναι ανθεκτική και στέρεα κατασκευή.
Κάποιοι , στο παρελθόν, είχαν φτιάξει μια παρόμοια κατασκευή και κόντεψε να πέσει η σκεπή στα κεφάλια τους. Δεν θα έκανε το ίδιο λάθος.
Άλλωστε , ότι αναλαμβάνει ο Σπύρος , το κάνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Αλλιώς δεν το ξεκινά καθόλου.
Μάζεψε λοιπόν , όσα υλικά χρειάζονταν και άρχισε να δουλεύει την ιδέα του..
Το είχε φανταστεί να έχει έναν μικρό χώρο για τα ζώα. Το σημείο , που θα ήταν τοποθετημένο το θείο βρέφος . Έναν χώρο που θα κοιμόταν τα βράδια η Παναγία και κάποια άλλα πράγματα που είχε κατά νου.
Μέρες και νύχτες δούλευε , για να κάνει την φάτνη , όπως ακριβώς την είχε φανταστεί.
Οι ημέρες πλησίαζαν και ετοίμαζε κάθε κομμάτι τις κατασκευής ξεχωριστά. Όταν θα έρχονταν η κατάλληλη στιγμή , απλά θα την συναρμολογούσε στην πλατεία της πόλης.
Τα δύο αδέρφια ενημέρωσαν τον Δήμαρχο για την πρόθεσή τους και εκείνος δέχτηκε με ενθουσιασμό την προσφορά τους.
Ο Σπύρος όμως , ακόμα δεν ήταν ευχαριστημένος από τον εαυτό του.
Ήξερε , ότι όλα αυτά , ήταν μόνο για να ετοιμάσουν το γιορτινό κλίμα στο κέντρο της πόλης.
Γνώριζε ότι υπήρχαν οικογένειες που περνούσαν δύσκολα οικονομικά , αυτή την εποχή.
Το τραπέζι των Χριστουγέννων θα ήταν φτωχικό έως ανύπαρκτο για μερικούς.
Είχε τις λίρες του πατέρα του αλλά κανένας δεν θα δεχόταν εύκολα βοήθεια.
Θα το έβλεπαν ως ελεημοσύνη.
Η περηφάνια πληγώνεται πολύ εύκολα στο άνθρωπο , ακόμα και όταν παραδέχεται τις δύσκολες στιγμές που περνάει.
Θα έψαχνε λοιπόν , κάποιον τρόπο για να τους βοηθήσει , χωρίς να φανεί ο ίδιος..
Άρχισε να κατεβαίνει κάθε ημέρα στα μαγαζιά και να αγοράζει διάφορα τρόφιμα που δεν χρειάζονταν συντήρηση.
Τα προϊόντα , που χρειάζονται ψυγείο , θα τα αγόραζε δύο ημέρες πριν τα Χριστούγεννα.
Όλα αυτά όμως θα τα έκανε σταδιακά.
Και αυτό , για να μη δώσει στόχο και αναρωτηθούν οι γείτονες , τι τα θέλει τόσα τρόφιμα. Τα μάζευε στην μικρή αποθήκη , που είχε στο εργαστήρι του και τα τοποθετούσε ξεχωριστά , ανά οικογένεια.
Όταν πλησίαζαν οι γιορτές , ο Τάσος , πλήρωσε μερικούς εργάτες για να πάνε όλοι μαζί , να κόψουν και να μεταφέρουν το δέντρο στο κέντρο της πλατείας.
Αφού εκείνο, έφτασε στον προορισμό του , άρχισαν να κατασκευάζουν την βάση που θα το κρατήσει όρθιο.
Η βάση , θα έπρεπε να είναι πολύ μεγάλη , ώστε να μπορέσει να συγκρατήσει το τεράστιο μέγεθός του.
Υποχρεωτικά , έβαλαν κάποια επιπλέον υποστηρίγματα , για να είναι περισσότερο ασφαλές.
Την ίδια ημέρα , βγήκε για να αγοράσει τον απαραίτητο φωτισμό για το δέντρο , στολίδια και δώρα που θα κρέμονταν από τα κλαδιά του.
Ήθελε να είναι τα καλύτερα και τα ακριβότερα , για να εντυπωσιάσει ολόκληρη την πόλη.
Όμως τα χρήματα λιγόστευαν και έτσι ζήτησε βοήθεια από τον αδερφό του. Εκείνος του έδωσε τις δέκα , από της πενήντα χρυσές λίρες που είχε στην άκρη.
Μπορεί να μη συμφωνούσε με τις σπατάλες του αλλά ήθελε να τον δει χαρούμενο και αυτό θα του ήταν αρκετό.
Ο κόσμος περνούσε και κοιτούσε με δέος το τεράστιο δέντρο , το οποίο έφτανε περίπου τα δέκα μέτρα , μαζί με την βάση του. Εκείνος το καμάρωνε , απολαμβάνοντας τον καφέ του στο καφενείο , ακούγοντας τα όμορφα σχόλια των θαμώνων.
Ο μικρός αδερφός , είχε συμπληρώσει όλα τα ψώνια που έπρεπε να κάνει.
Το βράδυ θα έβγαινε , κρυφά σαν τον κλέφτη , για να τα μοιράσει. Δεν θα του έφτανε μόνο μία νύχτα και έτσι θα έβγαινε και την παραμονή των Χριστουγέννων.
Τοποθέτησε τα τρόφιμα σε καλαθάκια , για μεγαλύτερη ευκολία στο μοίρασμα. Στην κάθε οικογένεια αναλογούσε από ένα.
Φορτώθηκε έναν μεγάλο σάκο , γεμάτο με καλαθάκια και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι. Σήμερα θα έκανε καμία δεκαριά διαδρομές , από την αποθήκη μέχρι τα σπίτια , στα οποία θα έπρεπε να παραδώσει τα τρόφιμα.
Για να μην τον δει κανένας , περνούσε μόνο μέσα από σκοτεινά σοκάκια.
Άφηνε το καλάθι στην εξώπορτα και αφού την χτυπούσε , κρυβόταν σε κάποια σκοτεινή γωνία.
Όταν άνοιγαν τη πόρτα τους και έβλεπαν τα τρόφιμα , έβγαιναν στον δρόμο , ψάχνοντας να βρουν εκείνον που τα άφησε. Εφόσον δεν έβλεπαν κανέναν , τα μάζευαν μέσα στο σπίτι.
Ακολουθούσαν χαρούμενες φωνές , μέσα από τα σπίτια και αυτή ήταν η ικανοποίησή του.
Αυτή ήταν και η ανταμοιβή του.
Ο Τάσος , ήξερε όλους τους οικονομικά αδύναμους της πόλης και έτσι δεν θα έμενε κανένας παραπονεμένος.
Το ίδιο ακριβώς , έκανε και το επόμενο βράδυ , γιατί την επομένη ήταν παραμονή Χριστουγέννων και το τραπέζι θα έπρεπε να είναι έτοιμο.
Δίνοντας και το τελευταίο καλάθι , ένιωσε πολύ κουρασμένος. Είχε έρθει η ώρα να επιστρέψει στο σπίτι του. Αυτή ήταν η στιγμή που είδε τις πρώτες νιφάδες του χιονιού να πέφτουν.
Δεν είχε χιονίσει καθόλου φέτος. Και γιορτές χωρίς χιόνι , δεν είναι καθόλου όμορφες γιορτές.
Χαμογέλασε λοιπόν χαρούμενος και συνέχισε τον δρόμο του.
Σε μια γωνιά όμως του δρόμου , σε κάποιο στενό , παρατήρησε μια σιλουέτα να κινείται κοντά στο έδαφος. Πλησίασε με πολύ προσοχή , φοβούμενος μήπως είναι κάποιο σκυλί και ορμήσει για να τον δαγκώσει.
Όμως αυτό που αντίκρισε , τον άφησε άφωνο.
«Μα τι κάνετε εδώ;» είπε και ανατρίχιασε.
Ένα ζευγάρι ήταν τυλιγμένο με μία κουβέρτα , στην άκρη του δρόμου , προσπαθώντας να κοιμηθούν.
Από την τρομάρα τους , τινάχτηκαν όρθιοι και σαστισμένοι.
«Τίποτε καλέ μου κύριε. Απλά γείραμε λίγο για να ξεκουραστούμε και να συνεχίσουμε αύριο το ταξίδι μας. Ελπίζω να μην ενοχλούμε.»
Παρατήρησε ότι ήταν ένας άντρας και μία γυναίκα. Περισσότερα δεν μπορούσε να δει στο μισοσκόταδο.
«Μα γιατί δεν πήγατε στο ξενοδοχείο;»
Ήταν σειρά της γυναίκας να του απαντήσει , με μία πολύ γλυκιά , μα τρεμάμενη φωνή από το κρύο.
«Ρωτήσαμε Κύριε. Μα τα φτηνότερα δωμάτια ήταν όλα γεμάτα , λόγο των γιορτών. Όσο για τα ακριβά … είναι απλησίαστα για εμάς..»
Σκέφτηκε για λίγο ο Σπύρος και δεν άργησε να πάρει την απόφαση.
Στο εργαστήρι του , έχει μια αποθήκη. Εκεί είχε τοποθετήσει ένα κρεβάτι , για να ξεκουράζεται όταν είχε πολύ δουλειά. Δεν θα τους έβαζε στο σπίτι τους , γιατί ούτε κρεβάτι είχε περίσσιο μα ούτε γνώριζε τι άνθρωποι ήταν.
Δύσκολες εποχές και δεν υπάρχει εμπιστοσύνη. Άλλαξε ο κόσμος τα τελευταία χρόνια.
«Ελάτε μαζί μου. Αυτό το βράδυ θα μείνετε σε λίγο πιο ζεστό μέρος από τον δρόμο.»
«Μα κύριε.» είπε ο άγνωστος.
«Σουτ! Κουβέντα δεν σηκώνω. Ακολουθήστε.»
Άπλωσε το χέρι του και τους παρότρυνε να τον ακολουθήσουν.
Αφού κοιτάχτηκαν για λίγο μεταξύ τους , συμφώνησαν να τον ακολουθήσουν.
Πήραν λοιπόν τον δρόμο για το εργαστήρι. Όσο περνούσε η ώρα , το χιόνι που έπεφτε , γίνονταν πυκνότερο.
Τι στιγμή που πέρασαν την πόρτα , ούτε στα δύο μέτρα δεν έβλεπες από τις νιφάδες.
Μόλις άνοιξε το φώς , τους παρατήρησε λίγο καλύτερα.
Εκείνος ήταν αρκετά μεγαλύτερος από εκείνη , αλλά φαινόταν να την προσέχει σαν τα μάτια του. Τίναξε προσεκτικά το χιόνι από πάνω της και απομάκρυνε το πλούσιο μαύρο μαλλί , από το πρόσωπο της.
Ο Σπύρος αντίκρισε ένα πρόσωπο σαν ζωγραφιά , χαμογελαστό και γεμάτο καλοσύνη.
Ναι. Την πρόσεχε σαν τα μάτια του.
Τους οδήγησε στην αποθήκη και τους έδειξε το κρεβάτι στο οποίο θα κοιμηθούν. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλο , αλλά σίγουρα θα τους βόλευε για να βγάλουν την νύχτα.
«Επιστρέφω σε λίγο. Εσείς βολευτείτε όπως μπορείτε.» … είπε ο Σπύρος και πήγε στο σπίτι του , για να φέρει μερικά ακόμα σκεπάσματα.
Επέστρεψε , μετά από λίγο , φέρνοντας μαζί του και μία μικρή σόμπα για να ζεσταθούν. Τους άφησε και ένα καλαθάκι με τρόφιμα , που είχε περισσέψει. Παρατήρησε ότι ο άντρας είχε στρώσει την κουβέρτα του για να κοιμηθεί στο πάτωμα , όμως δεν είπε κουβέντα.
Εκείνοι τον ευχαρίστησαν για την καλοσύνη του και τον καληνύχτισαν καθώς έφευγε. Πήρε το ρίσκο και άφησε το κλειδί , από την μέσα πλευρά της εξώπορτας και πήγε να κοιμηθεί.
Τον περιμένει δύσκολη ημέρα αύριο.
Πρέπει να στήσει την φάτνη στην πλατεία και θα πρέπει να είναι ξεκούραστος.
Ξημέρωσε η παραμονή και ο Σπύρος έχει ξεκινήσει από νωρίς να φορτώνει τα υλικά.
Ήταν πολλοί εκείνοι που βοήθησαν στην μεταφορά τους , όπως και στο στόλισμα του τεράστιου δέντρου που ετοίμαζε ο Τάσος.
Το χιόνι , έχει ντύσει όλη την φύση , με το λευκό του πέπλο και η εικόνα είναι μαγευτική.
Κοντεύοντας το απόγευμα , είχαν τελειώσει με τις προετοιμασίες. Σκέπασαν τη φάτνη με ένα τεράστιο πανί , μέχρι να αποφασίσουν εάν θα μπουν κούκλες στην αναπαράσταση ή κανονικοί άνθρωποι.
Ο Σπύρος είχε μιλήσει πριν από ημέρες με την δασκάλα του σχολείου και του υποσχέθηκε ότι θα έκανε ότι μπορεί , για να βρει τα κατάλληλα άτομα.
Το ευτυχές γεγονός είναι ότι υπήρχαν ήδη οι κούκλες για την αναπαράσταση κι έτσι σε καμία περίπτωση δεν θα είναι άδεια η φάτνη.
Τις τοποθέτησαν στην θέση τους , για να γίνουν τα αποκαλυπτήρια το βράδυ.
Επιστρέφοντας στο σπίτι ο Σπύρος , πέρασε πρώτα από το εργαστήρι , μα δεν βρήκε κανέναν εκεί. Όλα ήταν τακτοποιημένα και διπλωμένα αλλά το ζευγάρι άφαντο και το κλειδί πίσω από την πόρτα.
«Έφυγαν.» σκέφτηκε.
Ήταν όμως χαρούμενος. Και αυτό γιατί μπόρεσε να τους προσφέρει μια ζεστή γωνιά και λίγο φαγητό , μια τέτοια παγωμένη νύχτα , όπως η χτεσινή.
Όλη η πόλη μιλούσε για τα τρόφιμα που μοιράστηκαν , τις δύο προηγούμενες νύχτες , στους φτωχούς. Το νέο έφτασε και στα αυτιά του Τάσου.
«Ποιος να το έκανε άραγε αυτό; Τράβηξε όλη την προσοχή πάνω του. Εγώ έπρεπε να είμαι το πρόσωπο της ημέρας και όχι κάποιος άγνωστος» μονολόγησε.
Άρχισε λοιπόν να κάνει βόλτες στα μαγαζιά και να μαζεύει πληροφορίες. Έπρεπε να μάθει ποιος έκανε τον τελευταίο καιρό πολλές αγορές.
Όλα έδειχναν τον αδερφό του αλλά αποφάσισε να μην το αναφέρει καθόλου. Όσο ήταν ο «άγνωστος ευεργέτης» , δεν τον ενοχλούσε και ιδιαίτερα. Άλλωστε , δεν μπορούσε να είναι απόλυτα σίγουρος γι αυτό.
Τα δύο αδέρφια , κάθισαν το μεσημέρι στο τραπέζι με τον πατέρα τους και του εξιστόρησαν πως πήγαν οι προετοιμασίες.
Ο Μπάρμπα Γιώργος ρώτησε για τον μυστήριο ευεργέτη , αλλά τα αδέρφια απέφυγαν διπλωματικά να αναφέρουν στο συγκεκριμένο γεγονός.
Δήλωσαν πλήρη άγνοια για το συγκεκριμένο θέμα.
Ήρθε το πολυπόθητο βράδυ και η πλατεία γέμισε από κόσμο.
Η μπάντα τις πόλης έπαιζε μουσική ενώ η χορωδία , από τα παιδιά του σχολείου , έψελναν τα κάλαντα.
Χαρούμενα πρόσωπα. Παντού.
Οι πάγκοι είχαν στηθεί γύρω από την πλατεία και προσέφεραν ζεστά ροφήματα και λιχουδιές. Όλα ήταν δωρεάν , από τους επιχειρηματίες της πόλης.
Η Φάτνη ήταν σκεπασμένη με το άσπρο πανί και το δέντρο δεν είχε φωτιστεί ακόμα. Σε λίγο θα γεμίσει με φώς το κέντρο της πόλης και όλοι περιμένουν με αγωνία να αντικρίσουν το θέαμα.
Ο μόνος φωτισμός που υπάρχει , είναι από τις γύρω κολώνες και τα μικρά φώτα στους πάγκους.
Ο Σπύρος είχε τοποθετήσει , από το πρωί κρυφό φωτισμό μέσα στη φάτνη , για να δημιουργηθεί μία μαγευτική ατμόσφαιρα. Το έκανε αυτό , για να ταξιδέψει τον κόσμο στην ιερή εκείνη στιγμή της γέννησης του θείου βρέφους.
Ο φωτισμός αυτός , ήταν προγραμματισμένος να ανάψει , μαζί με τα φώτα του δέντρου.
Έψαξε μέσα στο πλήθος να βρει την δασκάλα. Ήθελε να την ρωτήσει εάν βρήκε τα κατάλληλα άτομα για την αναπαράσταση , αλλά … άδικος κόπος.
Στάθηκε λοιπόν , μαζί με τον πατέρα του , μπροστά στο δέντρο και την φάτνη , περιμένοντας την μεγάλη στιγμή.
Ο Τάσος είχε σταθεί δίπλα στο δέντρο. Εκεί ακριβώς που έπρεπε να είναι , για να το καμαρώσει , όταν θα άναβαν τα φώτα. Είχε ανάγκη από λίγη προσοχή και δημοσιότητα.
Είχε φτάσει η δική του η στιγμή.
Ο ηλεκτρολόγος του Δήμου , πήρε θέση , έτοιμος να πατήσει το μαγικό κουμπί. Ο Δήμαρχος στάθηκε στο μοναδικό φωτεινό σημείο στην πλατεία , για να πει δύο κουβέντες.
Αρχικά , ευχαρίστησε όσους συνεργάστηκαν εθελοντικά , για την ημέρα αυτή.
Αφού ευχήθηκε τα «χρόνια πολλά» , τράβηξε το πανί που κάλυπτε την φάτνη.
Όταν το κουμπί πατήθηκε , όλη η πλατεία φεγγοβόλησε και γέμισε από χαρούμενες φωνές ενθουσιασμού.
Το δέντρο ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακό.
Εκατοντάδες , ίσως και χιλιάδες λαμπιόνια άναψαν με μιας. Τα στολίδια άστραφταν σαν κοσμήματα κρεμασμένα από τα κλαδιά. Ένας μεγάλος αριθμός από δώρα , ήταν επίσης κρεμασμένα εκεί. Τα περισσότερα όμως , ήταν τοποθετημένα στη βάση του δέντρου.
Ο Τάσος , ήταν πολύ κοντά στο δέντρο και του φαίνονταν τεράστιο. Μα ήταν τεράστιο. Ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπό του , ακούγοντας τις επευφημίες του κόσμου.
Έστρεψε το βλέμμα του για να αντικρίσει τον πατέρα και τον αδερφό του.
Ήθελε και την δική τους επιβράβευση. Το χαμόγελό και το χειροκρότημα τους ήταν αρκετά για να του την επιβεβαιώσουν.
Όμως και η φάτνη είχε κερδίσει τις εντυπώσεις. Ο φωτισμός ήταν σχετικά αχνός και οι φιγούρες , έμοιαζαν , να είναι φερμένες από άλλον κόσμο και άλλη εποχή.
Δεν φαίνονταν πολύ καθαρά και δεν μπορούσες να καταλάβεις , εάν είναι κούκλες ή πραγματικά πρόσωπα . Το ντύσιμό τους ήταν τέλειο και συμβάδιζε άψογα με την εποχή της γέννησης.
Ό κρυφός φωτισμός είχε κάνει άψογα την δουλειά του. Επόμενο ήταν να μην φαίνονται καθαρά τα χαρακτηριστικά τους.
Εκείνη την ώρα , ακούστηκαν κάποιες χαρούμενες φωνές, στο πίσω μέρος της πλατείας.
Όλοι σήκωσαν τα κεφάλια τους, για να δουν τι γίνεται. Κάποιος ερχόταν από εκείνο το σημείο και όλοι άνοιγαν δρόμο στο πέρασμά του.
Τρία άτομα με πολύχρωμα, πλουμιστά ρούχα και αστραφτερά σαρίκια στο κεφάλι , πλησίαζαν την φάτνη.
Κάτι παιδάκια φώναξαν …
«Έρχονται οι τρείς μάγοι με τα δώρα.»
Η ενδυμασία τους, ήταν εξαιρετικά πειστική. Έκανε τον κόσμο να αναρωτηθεί , ποιος μπορεί να μπήκε σε τόσο κόπο , να ράψει τέτοιες υπέροχες στολές.
Και σίγουρα , ήταν πολύ ακριβές.
Ο Σπύρος έψαχνε να βρει στο πλήθος την δασκάλα.
«Πάλι έκανε τα μαγικά της η κυρά δασκάλα μας.» … σκέφτηκε.
Οι μάγοι πλησίασαν και μπήκαν μέσα στον χώρο της φάτνης. Ευτυχώς, ήταν αρκετά ευρύχωρη.
Ο κόσμος μαζεύτηκε για να δει καλύτερα την αναπαράσταση ενώ ο Σπύρος προσπαθούσε να πλησιάσει όσο μπορούσε πιο κοντά.
Βρέθηκε πρώτος στη σειρά και φυσικά … όλοι του το επέτρεψαν. Ήταν άλλωστε ένας από τους σημαντικούς συντελεστές αυτής της όμορφης βραδιάς και το δικαιούνταν.
Οι μάγοι άρχισαν να προσφέρουν τα δώρα τους στο μικρό βρέφος, που βρίσκονταν στην αγκαλιά της Παναγίας.
Εκείνη, τους έκανε νόημα με το χέρι της, να πλησιάσουν πιο κοντά.
Αυτοί, ανταποκρίθηκαν με μεγάλη χαρά.
«Δεν είναι κούκλες. Έβαλε αληθινούς ανθρώπους να υποδυθούν τους ρόλους. Υπερπαραγωγή ετοίμασε η κυρά δασκάλα μας.» … ψιθύρισε ο Σπύρος και ήταν σειρά του , για να κυλήσει δάκρυ χαράς, στο πρόσωπό του.
Εκείνη παραμέρισε λίγο τα πανιά, που ήταν τυλιγμένο το μωρό, για να το δουν οι μάγοι καλύτερα.
Ένα επιφώνημα θαυμασμού, ανάμεικτο με έκπληξης, ακούστηκε από το πλήθος.
«Ωωωωωωω !!!!!!»
Ένα φώς ξεπρόβαλε από την αγκαλιά της Παναγίας και πιο συγκεκριμένα , από το βρέφος που κρατούσε στα χέρια της.
Το θέαμα ήταν φαντασμαγορικό και κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει πώς το κατάφεραν αυτό.
Μέσα στην έκπληξή του, ο Σπύρος πρόσεξε κάτι που οι άλλοι αγνοούσαν. Εκείνο το φώς, φανέρωσε καθαρά, τα χαρακτηριστικά της μητέρας του θείου βρέφους.
«Το ξέρω αυτό το χαμόγελο. Δεν θα το μπέρδευα ποτέ με κάποιο άλλο.»
Σήκωσε το βλέμμα της και του χάρισε ένα πλατύ και ζεστό χαμόγελο, που τον έκανε να νιώθει μοναδική αγαλλίαση και ευτυχία.
Ο Ιωσήφ , δίπλα της, έστρεψε το κεφάλι του και τον κοίταξε στα μάτια.
Ήταν εκείνοι. Το ζευγάρι που είχε φιλοξενήσει το προηγούμενο βράδυ. Δεν είχαν φύγει τελικά.
«Μα που τους βρήκε η δασκάλα και τους έφερε εδώ.»
Τον κοιτούσαν στα μάτια , λες και υπήρχαν εκεί , μόνο για εκείνον.
Ξαφνικά, ανάμεσα από τα πανιά , ένα … τόσο δα … μικρούλικο χεράκι ξεπρόβαλε και έψαχνε να βρει το πρόσωπο της μητέρας του.
Η έκπληξη όλων ήταν ιδιαίτερα φανερή πια.
Μία φωνή ακούστηκε, να φωνάζει το όνομά του και ο Σπύρος έστρεψε το πρόσωπό του προς το μέρος εκείνο.
«Μπράβο Σπύρο. Δεν ξέρω πως το έκανες, αλλά μπράβο σου παλικάρι μου.»
Ήταν η κυρά δασκάλα, που φώναζε ενθουσιασμένη , λίγα μέτρα πιο πέρα.
Εκείνος , γούρλωσε τα μάτια του.
«Μα τότε … ποιος. Και ποιοι είναι …»
Πριν προλάβει να σκεφτεί κάτι άλλο , ακούστηκε ένας πολύ δυνατός θόρυβος.
Όλοι έστρεψαν με μια κίνηση, τα βλέμματα, προς το δέντρο.
Ξανά ακούστηκε ο θόρυβος και μια φωνή έσκισε την νύχτα.
«Σπάνε οι βάσεις …. Τρέξτεεεεεεε.!!!!!!»
Πραγματικά. Οι βάσεις , ξεκολλούσαν και το δέντρο άρχισε να γέρνει σταδιακά προς την φάτνη.
Δεν μπόρεσε να αντέξει το βάρος από τα πολλά στολίδια , τα δώρα και το χιόνι στα κλαδιά.
Ο Σπύρος κοίταξε προς τα άτομα που βρίσκονταν εκεί μέσα.
Ακόμα του χαμογελούσαν, λες και δεν καταλάβαιναν τον κίνδυνο που διέτρεχαν.
Όλοι έκαναν βήματα προς τα πίσω και μόνο εκείνος έκανε κίνηση για να μπει μέσα και να τους προστατέψει.
Δεν πρόλαβε όμως.
Το δέντρο έπεσε πάνω στην κατασκευή και την σκέπασε με τα κλαριά της.
Τις χαρούμενες φωνές, διαδέχτηκε ο πανικός. Όμως , δεν ακούστηκαν ξύλα να σπάνε .
Έτρεχαν όλοι μαζί τώρα, για να βοηθήσουν.
Πρώτα έκλεισαν το ρεύμα.
Έδεσαν το δέντρο με σχοινιά, για να το τραβήξουν και να το στήσουν πάλι όρθιο. Μόνο έτσι θα μπορούσαν να ελευθερώσουν τον κόσμο που παγιδεύτηκε μέσα στη φάτνη.
Με πολύ κόπο κατάφεραν να το κρατήσουν και πάλι όρθιο. Ενίσχυσαν με επιπρόσθετα δοκάρια τα υποστυλώματα της βάσης για περισσότερη σιγουριά.
Οι υπόλοιποι όρμησαν στην κατασκευή , για να βγάλουν έξω, όσους είχαν παγιδευτεί.
Καμία ζημιά δεν είχε γίνει και όλα έδειχναν να έχουν μείνει, παραδόξως … ανέπαφα.
Όμως , όσοι μπήκαν μέσα, βγήκαν χωρίς να κουβαλούν κανέναν.
Ο Σπύρος αγανάκτησε και έσπρωξε αρκετούς , για να μπορέσει να πλησιάσει
Τα κατάφερε, μα τελικά … μόνο οι κούκλες τις αναπαράστασης , υπήρχαν εκεί.
Σίγουρα κάτι δεν πήγαινε καλά.
Το παράξενο γεγονός έκανε το πλήθος να αναρωτηθεί πολλά.
Δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι είχε συμβεί μπροστά στα μάτια τους.
Κάποιες γιαγιάδες αναφώνησαν … «Θαύμα» και σταυροκοπήθηκαν.
Μα είναι δυνατόν να γίνονται θαύματα στην εποχή μας;
Πως αλλιώς όμως θα μπορούσαν το εξηγήσουν, χωρίς να επικαλεστούν «κάτι» το «Θείο» ή το υπερφυσικό;
Μια περίεργη ησυχία κάλυψε την νύχτα και ένα ελαφρύ αεράκι χάιδεψε τα πρόσωπά τους.
Αυτό όμως, δεν θα κρατούσε για πολύ.
Κάτω από την προτροπή του Δημάρχου, έκριναν, ότι το σημαντικό ήταν να ξαναστήσουν το δέντρο. Άλλωστε δεν είχε πάθει κανένας τίποτα.
Αφού ξεφόρτωσαν αρκετά από τα στολίδια και τα δώρα που ήταν κρεμασμένα πάνω του , το δέντρο στάθηκε πάλι όρθιο. Πιο ξεκούραστο όμως , από τα βάρη , που κουβαλούσε όλη την ημέρα.
Μόνο ο Σπύρος, ο Τάσος και ο πατέρας τους είχαν μείνει να κοιτάζουν γεμάτοι με απορία τις πλαστικές κούκλες.
Ο μεγάλος αδερφός, έμοιαζε να μην ενδιαφέρεται πλέον για το δέντρο του.
Είχε αγχωθεί, πιστεύοντας ότι θα έβγαζαν τραυματισμένα άτομα από την σκηνή του ατυχήματος.
Μετά από το απρόσμενο συμβάν και λίγη ώρα αργότερα , όλα ξανά μπήκαν σε ρυθμούς γιορτινούς. Η προσπάθεια του δημάρχου, τις χορωδίας και της φιλαρμονικής , έφερε κάποιο αποτέλεσμα στο κέφι του πλήθους.
Μετά από κάμποσα ροφήματα και γλυκίσματα , όλα κύλησαν όμορφα.
Όχι όμως και για τα δύο αδέρφια.
Έδειχναν να χαμογελούν, μα μέσα τους βαθειά ήταν ακόμα ανήσυχοι και προβληματισμένοι.
Ο μικρός αδερφός, ακόμα προσπαθούσε να καταλάβει τι συνέβη , αυτή την περίεργη και κρύα νύχτα του χειμώνα.
Ενώ ο μεγάλος , αναρωτιόνταν, σε πόσο επικίνδυνα δρομάκια τον είχε σπρώξει η δίψα του για αναγνώριση και αυτοπροβολή.
Θέλοντας να αναδειχτεί ο ίδιος, δεν υπολόγισε την σταθερότητα του δέντρου και πόσα βάρη μπορούσε να σηκώσει. Θα μπορούσαν να είχαν τραυματίσει πολλοί.
Κάτι τέτοιο , δεν θα μπορούσε να το συγχωρέσει ποτέ στον εαυτό του.
Όμως , τέλος καλό … όλα καλά. Και ο κόσμος διασκέδασε μέχρι αργά την νύχτα.
Αυτό το βράδυ, όλοι στην πόλη θα είχαν γιορτινό τραπέζι για να δειπνήσουν . Όπως και πολλά για να συζητήσουν και να διηγηθούν ο ένας στον άλλον.
Η βασικότερη αιτία, φυσικά, ήταν οι πράξεις του Τάσου και του Σπύρου.
Χωρίς να το θέλουν, οι πράξεις τους αυτές , όπως και όλα τα γεγονότα που συνέβησαν εκείνο το μαγικό βράδυ στην πλατεία, θα επηρέαζαν τις καρδιές μα και τις συμπεριφορές μια ολόκληρης πόλης.
Κάθε φορά που έρχονταν παραμονές γιορτής … αν παρακολουθούσες προσεκτικά, θα παρατηρούσες … αμέτρητες σκιές να κινούνται στο σκοτάδι.
Σκιές, με καλαθάκια στα χέρια.
Όταν κάποιος χρειάζονταν βοήθεια, πήγαιναν όλοι μαζί για να τον βοηθήσουν. Και εκείνοι … δεν θα το ξεχνούσαν , όταν έρθει η δική τους σειρά.
Από εκείνο το βράδυ, άρχισαν να απλώσουν χέρι βοηθείας , σε όποιον το είχε ανάγκη.
Λες και κάποιο μυστήριο χέρι έβαλε μέσα στην καρδιά τους συμπόνια , αγάπη , ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπό τους και το βασικότερο … Ελπίδα.
Ελπίδα … ότι ο άνθρωπος … μπορεί να γίνει αυτό που γεννήθηκε να είναι.
Αγνός , αληθινός, γεμάτος συμπόνια και αλληλεγγύη , γεμάτος καλοσύνη και ευγνωμοσύνη για όσα του δόθηκαν.
Για όσα του δόθηκαν, ως δώρο … μα τα είχε ξεχάσει.
Που όμως … ευτυχώς … και πάλι τα θυμήθηκε.
Δημιουργός:
Δημήτρης Θωμάζος
Ευχαριστούμε τη ζωγράφο κυρία Δήμητρα Γκαλντέμη για την όμορφη ζωγραφιά που δημιούργησε ειδικά για το συγκεκριμένο διήγημα.