— Κάθισε λίγο και, μόνο αυτό. Εδώ δίπλα.
Μην κοιτάς εμένα· απλώς άφησε να δεις. Γίνε χώρος στη θέση σου και θα καταλάβεις ότι δεν σε βρίσκουν όρια, παρά εικόνες. Όταν σου είπα για φως δεν ήταν άλλο από αυτό που σε κοιτά τώρα, με ένα χρώμα διάφανο και γεμάτο ζωή. Σαν τις ανάσες που δεν σκέφτεσαι. Φως για το ανάμεσα και το δίπλα.
Άσε τη ματιά σου κι όσο πάει. Σε κάθε ξύπνημα, πέτα τη σαν τις πετονιές που στροβιλίζαμε μικροί στις προβλήτες και ξεσπούσαμε σε χάχανα ποιανού θα φτάσει πιο μακριά. Ένα αγκίστρι κι ένα βαρίδι αρκούσαν. Μετά η ζωή ήταν όλο βουτιές απ’ τα βράχια –στη γύμνια μας– μέχρι το νερό να ζαρώσει τα δάχτυλα. Δεν τις μαζέψαμε ποτέ. Αφήσαμε κάτι αφρόψαρα να τις τραβήξουν μακριά όσο εμείς δολώναμε φως.
Εκεί να την πετάξεις, σου είπα, κι ας μη γυρίσει. Να μη γυρίσει πίσω, παρά μόνο κάποιος να πιαστεί και να τη σύρει.
Μα όταν με ρώτησες, βρήκες ένα χαμόγελο γεμάτο σχήμα κι ένα νόημα: απόλαυσε σιωπή. Γύρισα μόνο να σου δείξω ότι ακούω· ότι κι εσύ μπορείς με δίχως εξηγήσεις.
Κι αυτοί οι ήχοι είναι σαν το μουρμουρητό των μεγάλων ανθρώπων κάθε που σκύβουν το κεφάλι και ξαναλένε τη ζωή τους. Δεν το επιλέγουν, να ξέρεις, μα οι λέξεις έρχονται στην επιφάνεια και σαν παραμιλητό ξεπηδούν απ’ τα μέσα τους· να μην τους πνίγουν άλλο. Μοιάζει σαν την τελευταία τους ευκαιρία να κάνουν χώρο για ανάσες· αν-όσες τους απομένουν.
Αυτό να ακούσεις όμως. Το παραμιλητό που σου χαρίζει η σιωπή και έναν διάλογο με το μέσα σου. Λες και γινόμαστε πάλι παιδιά σε τιμωρία. Να ετοιμάζουμε, στον σκάρτο χρόνο μας, πετονιές για πέταγμα σαν ξεχυθούμε και πάλι ελεύθεροι, γυμνοί.
Μα αν θες να κλείσεις τα μάτια, τι πειράζει. Γίνε πνοή κι άσ’ τα όλα να σε πνίξουν δίχως εξηγήσεις. Τέντωσε πίσω τους ώμους, κατέβασέ τους, άνοιξε το στήθος και χάρισέ τους την καρδιά σου. Ναι, αυτό να τους προσφέρεις· έναν δυνατό μυ.
Κι όσα έρθουν πίσω απ’ τα μάτια σου μην τους μιλήσεις, μην τα διώξεις. Δες τα και φτιάξε σχήματα. Σαν τα χέρια που κάνουν σκιές στους τοίχους, σαν τις σκιές που σε ακολουθούν χρόνια τώρα, σαν τα χρόνια που πέρασαν στα ερωτηματικά σου. Μη φοβηθείς· μουρμουρητό θα γίνουν κάποτε, δικό σου.
Όσα δεν σε πονούν να κάνεις. Για αυτό σου λέω, μην επιμένεις. Μόνο κάτσε εδώ και ζήσε. Είναι και το τώρα που έρχεται να μας ανταλλάξει κάτι. Πόσο ακόμα να τρέξεις με λέξεις και προσδοκίες και πόσο ακόμα να γυρίσεις την πλάτη γιατί απλώς σε βολεύει να ξέρεις.
Κάτσε δίπλα μου σαν παιδί· λες και υπάρχει λόγος για αυτό. Μερικές φορές αρκεί. Ξεκίνα να δολώνεις, τρυπάς τις άκρες των δαχτύλων σου και να γελάς στο ξάφνιασμα.
Άσε μόνο να στροβιλίζω την πετονιά με μανία –ν’ ακούς το σβουριχτό της πέρασμα σαν απειλή– και μετά να την πετάω μακριά. Να γίνομαι μουρμουρητό δίχως αιτία και ν’ ακούω όσα δεν βλέπω. Έτσι με βρήκες, να κάθομαι εδώ και να περιμένω όση ζωή έρθει. Και κάτι σου είπα τότε: Κάθισε και περίμενε φως να πιαστεί στ’ αγκίστρι κι ας μου κόψει τις παλάμες στο τράβηγμα.
Δίπλα μου, κάτσε· αν το θες.