Το 1816 ήταν μια παράξενη χρονιά, με την έκρηξη του ηφαιστείου του βουνού Ταμπόρα το 1815 να έχει προκαλέσει έντονες κλιματικές αλλαγές παγκοσμίως, και να έχει αναγκάσει τους κατοίκους πολλών χωρών να κλειστούν στα σπίτια τους για να προστατευτούν από τις εξαιρετικά χαμηλές θερμοκρασίες που είχαν προκληθεί.
Μέσα στο πλήθος που επηρεάστηκε ανήκε και μια ομάδα νέων ανθρώπων, κατά κύριο λόγο ποιητών και εκπροσώπων του ρεύματος του Ρομαντισμού, με τα γνωστότερα μέλη της να είναι ο Λόρδος Μπάιρον, ο ποιητής και μετέπειτα σύζυγος της Μαίρης Σέλλεϋ, Πέρσι Σέλλεϋ, και φυσικά η ίδια η Μαίρη Σέλλεϋ, που τότε ονομαζόταν ακόμα Μαίρη Γουόλστονκραφτ. Η παρέα είχε βρεθεί στην Ελβετία για διακοπές, αλλά και για προσωπικούς λόγους, καθώς η αγγλικής καταγωγής Μαίρη αναγκάστηκε να φύγει από τη Βρετανία επειδή ο πατέρας της δεν ενέκρινε τη σχέση της με τον μεγαλύτερο της, και ήδη παντρεμένο Σέλλεϋ.
Για να περάσει ευχάριστα η ώρα αφού ήταν αναγκασμένοι να εγκλειστούν για μεγάλο χρονικό διάστημα, έκαναν διάφορες συζητήσεις φιλοσοφικού και επιστημονικού περιεχομένου. Μεγάλο ενδιαφέρον, όπως ανέφερε χρόνια αργότερα η Σέλλεϋ, τους είχαν προκαλέσει τα διάφορα επιστημονικά πειράματα στον τομέα του ηλεκτρισμού, καθώς και οι θεωρίες σχετικά με τις δυνατότητες του να ξαναζωντανέψει τη νεκρή ύλη.
Ακόμα κι αυτές οι συζητήσεις όμως κάποτε έφτασαν σε ένα τέλος, και τότε ο Λόρδος Μπάιρον πρότεινε ένα παιχνίδι: όλοι οι παρευρισκόμενοι θα έγραφαν μια ιστορία τρόμου, και αργότερα θα ψήφιζαν την καλύτερη.
Η Μαίρη ήταν τότε 18 ετών και δεν είχε μεγάλη συγγραφική εμπειρία, αν και είχε σχετικές γνώσεις καθώς και οι δύο της γονείς ήταν συγγραφείς. Παρόλα αυτά, το παιχνίδι αυτό της προκάλεσε μεγάλο άγχος , γιατί όπως η ίδια ανέφερε αργότερα, ήθελε να γράψει κάτι το οποίο να είναι τρομακτικό, αλλά ταυτόχρονα και συναρπαστικό. Το άγχος της αυτό την οδήγησε στο να βλέπει εφιάλτες, ώσπου ένα βράδυ θυμάται να βλέπει στον ύπνο της ένα χλωμό επιστήμονα και το δημιούργημά του, ένα πλάσμα σχεδόν ζωντανό, που αυτή η σχεδόν ζωντανή του φύση της προκάλεσε τρόμο.
Έτσι, μέσα από επιστημονικές και μεταφυσικές συζητήσεις σε συνδυασμό με την ευαίσθητη κατάσταση στην οποία βρισκόταν η Σέλλεϋ αλλά και όλος ο τότε κόσμος, προκύπτει υπό τη μορφή σύντομης ιστορίας, το πρώτο έργο επιστημονικής φαντασίας στα χρονικά: o Φρανκενστάιν ή ο Σύγχρονος Προμηθέας, όπως το εκδίδει αρχικά ανώνυμα, το 1918, σε μορφή μυθιστορήματος.
Ο Φρανκεστάιν διηγείται την ιστορία ενός Ελβετού επιστήμονα με το όνομα Βίκτορ Φράνκεσταιν, ο οποίος είναι παθιασμένος με την ιδέα να ανακαλύψει το μυστήριο της δημιουργίας και να βρει την πρόσβαση σε δυνάμεις που κανένας άνθρωπος δεν είχε πριν απ’ αυτόν. Σε έναν παροξυσμό δημιουργικότητας, συνθέτει ένα πλάσμα και του δίνει ζωή, νομίζοντας ότι έχει ανακαλύψει τον τρόπο να αναγεννά τη νεκρή ύλη. Αυτό που προκύπτει, όμως, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, το οποίο προκαλεί στον Φρανκεστάιν τρόμο, και προτού καταλάβει ολοκληρωτικά τι έχει κάνει, μέσα από μια τραγική σειρά γεγονότων, η δημιουργία του καταστρέφει οτιδήποτε αγαπούσε.
Το έργο είναι σαφώς επηρεασμένο από τη διαμάχη μεταξύ επιστήμης και λογοτεχνίας εκείνης την εποχής και εξερευνά τα όρια μεταξύ ζωής και θανάτου, ανθρώπινης δημιουργικότητας και υπεροψίας, αλλά και της ακατανίκητης επιθυμίας ορισμένων θνητών να παριστάνουν τους θεούς, με έως τώρα καταστροφικές συνέπειες.
Ο Φράνκεσταιν επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την ποπ κουλτούρα, καθώς πέρα από τις επανεκδόσεις που προέκυψαν τα επόμενα χρόνια, το έργο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, αλλά και στην τηλεόραση αρκετές φορές, κι εξακολουθεί να είναι ένα πολύ δημοφιλές έργο, αν και μάλλον η σημασία που του δίνεται αφορά περισσότερο τις ποπ προεκτάσεις του, και όχι τόσο το διαχρονικό μήνυμα που προσπάθησε να περάσει τόσα χρόνια πριν η Σέλλεϋ , η οποία συνέχισε τη συγγραφή με το Φρανκεστάιν να παραμένει το ορόσημο της συγγραφικής της καριέρας, και άνοιξε το δρόμο στους επόμενους συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας όπως ο Ισαάκ Ασίμοφ και ο Ιούλιος Βερν.