Ο κύριος Μάξγουελ Γκάρλαντ γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1964. Οι παππούδες του ήρθαν από τη Τζαμάικα. Οι γονείς του αισθάνονταν Βρετανοί, έτσι έμαθαν και σε αυτόν. Αισθανόταν Βρετανός, ήταν Βρετανός.
Ο κύριος Γκάρλαντ ήταν ένα ήσυχο παιδί, που οι φίλοι το φώναζαν “Μαξ”. Ποτέ δε πείραξε κανέναν, ποτέ δε μάλωσε με κανέναν. Στο σχολείο βέβαια, κάποιες φορές τον είχαν κοροϊδέψει για το χρώμα του. Όμως δεν έδινε σημασία, γιατί οι θύτες ήταν μια μειοψηφία.
Ο κύριος Γκάρλαντ μεγάλωσε, σπούδασε, έγινε ένας καλός βιβλιοθηκάριος. Του άρεσε πολύ η δουλειά του, και πάντα ήταν συνεπής σε αυτήν.
Ο κύριος Γκάρλαντ πλήρωνε στην ώρα του το λογαριασμό του Ηλεκτρικού και τους φόρους του. Ήταν ένας νομοταγής πολίτης.
Ο κύριος Γκάρλαντ ποτέ του δεν ασχολήθηκε με κανένα κόμμα. Ως φοιτητής, αλλά και αργότερα, δε συμμετείχε σε κινητοποιήσεις. Δε πίστευε σε κανένα κόμμα, καμία ιδεολογία. Ακόμα και για τις μεταρρυθμίσεις της Μάργκαρετ Θάτσερ δεν είπε τίποτε, διότι βαθιά μέσα του πίστευε πως για να γίνονται κάποιος λόγος θα υπάρχει, μπορεί και να είναι καλές για την πατρίδα…
Ο κύριος Γκάρλαντ αγαπούσε τη Βρετανία. Δάκρυζε κάθε φορά που άκουγε τον εθνικό ύμνο, χαμογελούσε μέσα του όταν περνούσε μπροστά από τα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ. Λυπήθηκε πολύ όταν πέθανε η Βασιλομήτωρ, της οποίας τη φωτογραφία μαζί με αυτήν του βασιλέως Γεωργίου και της Ελισάβετ, είχε κορνιζαρισμένες στο σαλόνι του. Ο ίδιος ένιωθε πατριώτης.
Ο κύριος Γκάρλαντ, εκτός από πατριώτης, ήταν και καλός χριστιανός. Πήγαινε στην εκκλησία πολύ τακτικά, προσευχόταν κάθε βράδυ. Έλεγε πως όλοι οι άνθρωποι είναι του θεού, και πως δεν πρέπει να υπάρχουν διακρίσεις σχετικά με τη θρησκεία και το χρώμα. Ήταν ένας απολίτικος αντιρατσιστής.
Ο κύριος Γκάρλαντ ήταν και φίλαθλος. Αγαπούσε το ποδόσφαιρο, ήταν οπαδός της Τσέλσι. Το γήπεδο βρισκόταν κοντά στο σπίτι του, και έτσι ένιωθε και την ομάδα σπίτι του. Στο γήπεδο πήγαινε τακτικά, αλλά δε μπλεκόταν σε φασαρίες. Απλά χαιρόταν το άθλημα.
Ο κύριος Γκάρλαντ βγήκε το βράδυ της Παρασκευής με τον συνάδελφό του, τον Πάτρικ. Καθήσανε στην παμπ, ήπιανε από 2 Guinness o καθένας, συζητήσανε για ποδόσφαιρο, και μετά χαιρετήθηκαν, και ο καθένας κίνησε για το σπίτι του.
O κύριος Γκάρλαντ έφτασε κοντά στο σταθμό του μετρό για να πάει στο σπίτι του. Δε τους έδωσε σημασία. Ήταν τρεις. Δεν είχαν ξυρισμένα κεφάλια, ούτε φορούσαν ναζιστικά σύμβολα. Οι ζακέτες τους είχαν επάνω τους μόνο τη βρετανική σημαία, αυτήν που τόσο αγαπούσε ο κύριος Γκάρλαντ. Του όρμησαν. Αντέδρασε. Παλέψανε για λίγα δευερόλεπτα. Ο ένας έβγαλε μαχαίρι, φώναξε “βρωμοαράπη” στον κύριο Γκάρλαντ, και του το έμπηξε στην καρδιά. Έφυγαν τρέχοντας. Ο κύριος Γκάρλαντ ξεψύχησε στα 54 του χρόνια, μέσα σε μια λίμνη αίματος.
Κάποιοι ρατσιστές σκότωσαν τον κύριο Γκάρλαντ ενώ πήγαινε στο μετρό, εξαιτίας του χρώματός του.
Σκότωσαν κάποιον “για την πατρίδα και τη βασίλισσα”. Αυτήν που τόσο πολύ αγαπούσε ο κύριος Γκάρλαντ…
Στον Σαχζάτ Λουκμάν.
Σε κάθε θύμα του ρατσισμού και του φασισμού.