“Οδηγώντας”. Αυτός είναι ο τίτλος του διηγήματός μου, το οποίο παραθέτω αντί άρθρου… Είναι ένα διήγημα που δείχνει πόσο όμορφο, και ταυτόχρονα πόσο καταστρεπτικό συναίσθημα είναι ο έρωτας…
Ο Νίκος ξύπνησε από τον χτύπο του κινητού του. Κοιμόταν ήδη κανένα δίωρο πάνω στον καναπέ, ήταν ακόμη ξημερώματα, και οργισμένος όπως ήταν από την απότομη διακοπή του ύπνου του, σήκωσε το τηλέφωνο χωρίς καν να δει ποιος τον καλεί…
Μούγκρισε αντί να πεί “εμπρός”.
“Έλα ρε πού είσαι;”
“Πού να ΄μαι ρε ηλίθιε; Στο σπίτι, κοιμάμαι.”
“Αδερφέ, σε χρειάζομαι…” Η φωνή που του έλεγε πως τον χρειάζεται ήταν του Τάκη, κολλητού του από τότε που ήταν παιδί. Και τώρα, από το τηλέφωνο, ακουγόταν πραγματικά συντετριμμένος…
“Τι έπαθες; Γιατί ακούγεσαι έτσι;” ο τόνος της φωνής του μαλάκωσε, καταλαβαίνοντας πως κάτι δε πάει καλά με το φίλο του…
“Χωρίσαμε με την Κατερίνα ρε. Τα μάζεψε και έφυγε. Τ΄ ακούς;! Μάζεψε τα πράγματά της και έφυγε από το σπίτι.”
8 χρόνια έμεναν μαζί ο Τάκης κι η Κατερίνα. Και τώρα μάλλον χώριζαν… “Μα ήταν τόσο αγαπημένο ζευγάρι… Όχι σαν κι εμένα που έφτασα τα 34 και πρόκοψα σ’ αυτόν τον τομέα…” σκέφτηκε μέσα του, μη μπορώντας να καταλάβει την αιτία του χωρισμού τους.
“Tάκη, πες μου πού είσαι, κι έρχομαι τώρα.”
“Στο σπίτι μου κι εγώ…”
“Στο Χορτιάτη;! Έρχομαι σφαίρα!”
Ντύθηκε στα γρήγορα, και πριν φύγει, κατέβασε μονοκοπανιά ό,τι είχε απομείνει από το μπουκάλι του ουίσκι που ήταν παρατημένο στο τραπέζι από το βράδυ. Τον ζάλισε αμέσως, και αυτή η ζαλάδα ήταν ό,τι ακριβώς χρειαζόταν, σφού και ο ίδιος είχε κάποιο πρόβλημα που ήθελε να ξεχάσει…
Κατέβηκε τις σκάλες γρήγορα, βγήκε στον Πεζόδρομο της Αγίας Θεοδώρας, και προχώρησε. Ήταν ακόμη χάραμα, και έξω δεν υπήρχε σχεδόν κανείς. Έστριψε αριστερά στην Αγίας Σοφίας, και περπάτησε έως την εκκλησία. Εκεί κοντά είχε παρκάρει… Μπήκε στο αυτοκίνητο πετώντας στη θέση του συνοδηγού το κινητό και τα τσιγάρα του, έβαλε μπροστά και ξεκίνησε απότομα…
Με τον Τάκη ήταν φίλοι από το Γυμνάσιο, και πλέον ο Νίκος τον θεωρούσε κάτι παραπάνω κι από αδερφό του. Μεταξύ τους συζητούσαν τα πάντα… Γι αυτό και τώρα έσπευδε να τον βρεί…
Είχε ήδη βγει από το κέντρο της Θεσσαλονίκης, και βρισκόταν στον περιφερειακό, όταν ένιωσε το ποτό να τον ζαλίζει έντονα. Αντί όμως να σταματήσει κάπου για να χαλαρώσει και να πάρει αέρα, αυτός συνέχιζε όλο και γρηγορότερα, πατώντας με μανία το γκάζι. Ήθελε να ίναι κοντά στο φίλο του, όχι μόνο για να τον παρηγορήσει, αλλά για να μοιραστεί και τη δική του εσωτερική μοναξιά… Το μόνο που είχε στον κόσμο αυτό ήταν ο Τάκης. Με τα αδέρφια του είχε πολλά χρόνια να μιλήσει, το ίδιο και με πολλούς από τους συγγενείς του. Τον είχαν ξεχάσει πια, όταν μετακόμισε στην Θεσσαλονίκη από την ένα χωριό της Καβάλας, απ’ όπου καταγόταν…
Οι σκέψεις αυτές τον έκαναν να ανοίξει το ραδιόφωνο… Εκείνη τη στιγμή έπαιζε το “Δεκατρία” των De Facto…
“Θα με δεις να έχω πέντε,δέκα,δεκατρείς ουλές,κι εφτά σημάδια…
Να έχω πέντε,δέκα,δεκατρείς πληγές,από τα χάδια που δεν ένιωσα ποτέ…”
Οι στίχοι τον έκαναν να σκεφτεί ακόμη περισσότερα… Στο μυαλό του ήρθε το δικό του θέμα…
Ήταν 6 χρόνια τρελά ερωτευμένος με την Ηρώ. Κι αυτή τον ήθελε, αλλά δεν ήταν καθόλου ερωτευμένη μαζί του, και έτσι αρνούνταν επανειλημμένα την πρόταση του Νίκου να ξεκινήσουν κάτι. Συναντιόντουσαν μόνο για να βγούν για έναν καφέ ή ποτό, για να κάνουν σεξ, και μετά αυτή εξαφανιζόταν, ρίχνοντάς τον σε κατάθλιψη… Έπειτα, εμφανιζόταν μετά από μήνες, ζητώντας του συγγνώμη και θέλοντας να συναντηθούν… Και ξανά η ίδια ιστορία… Η Ηρώ είχε μια μακροχρόνια σχέση με τον Μήτσο, -Τι σχέση δηλαδή, σε άλλη πόλη και αυτός και βρισκόντουσαν μια στο τόσο- ο οποίος μάλιστα την είχε απατήσει πολλές φορές, αλλά πάντα αυτή του έδινε ακόμη μία ευκαιρία…
Οι φίλοι του Νίκου, και ειδικά ο Τάκης, του έλεγαν να παρατήσει αμέσως αυτήν την ιστορία, γιατί τον κατέστρεφε. Δε μπορούσε όμως… Την είχε αγαπήσει και την αγαπούσε πραγματικά ό,τι κι αν είχε συμβεί… Έτρεφε αληθινά αισθήματα γι αυτήν, και δε τη χαράμιζε για κάτι εφήμερο. Ήθελε μέσα από την ψυχή του να είναι μαζί της. Δεν ήθελε μόνο το σεξ από αυτήν…
Αυτές τις ημέρες λοιπόν, βρισκόντουσαν για ακόμη μία φορά στην περίοδο της “επανασύνδεσης”… Του έιχε ξαναμιλήσει μετά από 3 μήνες, και του είχε ζητήσει να βρεθούνε στην Αθήνα. Ο Τάκης του φώναζε να μη πάει, αλλά αυτός είχε αποφασίσει να την ξαναδεί, και να κάνει άλλη μία προσπάθεια μαζί της… Την αγαπούσε αληθινά, γι αυτό και θα πάλευε ξανά, ξέροντας μέσα του πως θα συμβεί και πάλι το ίδιο: Θα συναντηθούν, θα μιλήσουν, ίσως κάνουν σεξ, μετά θα της ζητήσει να προσπαθήσουν να είναι μαζί, και αυτή θα αρνηθεί και θα εξαφανιστεί και πάλι από τη ζωή του…
Η Ηρώ ζούσε στην Αθήνα, εκεί την είχε γνωρίσει ο Νίκος όταν εργαζόταν ως υπάλληλος σε μία τεχνική εταιρία. Μετά όμως από τις πολλές εξαφανίσεις της, είχε στεναχωρηθεί τόσο έντονα, που τα είχε παρατήσει όλα, επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη. Δεν άντεχε καν στο ενδεχόμενο να τη δει αγκαλιά με κάποιον άλλο, γι αυτό και έφυγε μακριά, για να μη δει ένα τέτοιο σκηνικό σίγουρα…
Στο τηλεφώνημα που του έκανε πριν 2 μέρες,τον ρώτησε πού θα βρίσκεται την επόμενη εβδομάδα. Της απάντησε το αυτονόητο: Φυσικά στη Θεσσαλονίκη. Είχαν κανονίσει να βρεθούν, μα σε μία εβδομάδα, που ο Νίκος θα κατέβαινε στην Αθήνα γα μία υπόθεσή του. Τότε η Ηρώ τον ρώτησε αν θα πάει καθόλου στο πατρικό του στην Καβάλα. Τον παραξένεψε η ερώτηση αυτή, και έτσι της είπε για ποιο λόγο του κάνει όλες αυτές τις ερωτήεις. Η απάντησή της ήταν ότι δε θα βρίσκεται στην Αθήνα για 2 εβδομάδες.
“Και πού θα είσαι Ηρώ μου;”
“Ταξίδι. Στη Θεσσαλονίκη.”
“Αυτό είναι υπέροχο! Θα μπορέσουμε να τα πούμε νωρίτερα τότε!” της απάντησε γεμάτος ενθουσιασμό. Επιτέλους θα την έβλεπε μετά από 3 μήνες. Και μάλιστα στην πόλη του!
“Νίκο…” Πάγωσε. Ήξερε πως ο αυτός ο παρακλητικός τόνος στη φωνή της Ηρούς πάντα έκρυβε μία κακή γι αυτόν είδηση…
“Πες μου.”
“Μπορείς να κατέβεις στην Αθήνα από τώρα, και να τα πούμε μόλις κατέβω και εγώ…;”
“Δε θέλεις να τα πούμε και εδώ;”
“Καλύτερα να τα πούμε στην Αθήνα. Στη Θεσσαλονίκη θα έρθω να δω κάτι φίλους.”
“Και θα σε φέρω σε δύσκολη θέση Ηρώ μου… Το ξέρω.”
“Νίκο συγγνώμη…”
“Δε χρειάζεται να ζητάς συγγνώμη γι αυτό” της είπε, δίνοντας στη φωνή του χαμογελαστό και ευδιάθετο τόνο, για να δείξει πως δεν τον πειράζει αυτό -που τον πείραζε πολύ-… “Σ’ αγαπάω πολύ, να το ξέρεις… Θα τα πούμε.” συνέχισε, κλείνοντας το τηλέφωνο.
Με το που το έκλεισε, έπεσε στην πολυθρόνα και βυθίστηκε στις σκέψεις του. Δεν κοιμήθηκε όλη νύχτα, και το μόνο που έκανε ήταν να πίνει και να καπνίζει μέχρι σκασμού, μήπως και ηρεμήσει. Αλλά αντί να ηρεμήσει, το μυαλό του έκανε ακόμα πιο ακραίες και μαύρες σκέψεις…
“Λες να έρχεται να έρχεται εδώ γιατί μετατέθηκε στη Θεσσαλονίκη ο Μήτσος;”
Ο Μήτσος ήταν στρατιωτικός, και υπηρετούσε κάπου στη Βόρεια Ελλάδα. Οπότε το σενάριο να μετατέθηκε στη Θεσσαλονίκη ήταν ρεαλιστικό. Πώς θα μάθαινε πού υπηρετεί όμως; Τότε του ήρθε η ιδέα…
Η ξαδέρφη του, όπως και ο σύζυγός της, ήταν στρατιωτικοί. Μάλιστα, αυτός υπηρετούσε στο Πεντάγωνο. Έτσι, μόλις ξημέρωσε, άρπαξε το τηλέφωνο, και σχημάτισε τον αριθμό του…
“Πού ΄σαι ρε Νίκο;! Χάθηκες! Πώς είσαι;”
“Ας τα λέμε καλά… Λοιπόν θέλω μία εξυπηρέτηση… Για έναν συνάδελφό σου πρόκειται, Λοχαγό νομίζω στο βαθμό. Θέλω να μάθω που υπηρετεί. Μη με ρωτάς το λόγο, θα σου εξηγήσω κάποια άλλη στιγμή. Γίνεται;”
“Καλά ρε Νίκο, αν και δε κατάλαβα Χριστό. Θα δω τι μπορώ να κάνω”
Του είπε το ονοματεπώνυμο του Μήτσου, σκεπτόμενος πόσο χαμηλά έπεφτε, πόσο ξεπεσμένος γινόταν για χάρη της… “Σ’ ευχαριστώ πολύ ρε Κώστα! πάρε με τηλέφωνο μόλις μάθεις! Χαιρετισματα στην ξαδέρφη μου, και πές της θα πάρω το απόγευμα να τα πούμε! Γεια σου από ΄μένα”.
Για το επόμενο δίωρο, βάδιζε πάνω κάτω το δωμάτιο σαν να είχε πάρει φωτιά μέσα του. Ανυπομονούσε να μάθει. Το ατελείωτο πέρα-δώθε διέκοψε ο χτύπος του τηλεφώνου. Ήταν ο Κώστας…
“Λοιπόν Νίκο μου έμαθα. Ο συγκεκριμένος συνάδελφος υπηρετεί στην Θεσσαλονίκη. Πριν 15 ημέρες μετατέθηκε εκεί. Περεταίρω δε μπορώ να σου πω.”
“Έγινε Κώστα, και σε ευχαριστώ πολύ… Θα μιλήσουμε.”
Έκλεισε το τηλέφωνο και έμεινε με τα χέρια κρεμασμένα. Ήταν σαν να τον είχε χτυπήσει ρεύμα. Η Ηρώ ερχόταν όντως για να δει τον Μήτσο. Το σενάριο που είχε στο νου του ήταν μάλλον αληθινό. Ερχόταν να τον δει… Να περάσουνε στιγμές μαζί… Κι ας την κορόιδευε, κι ας την απατούσε. Ο Μήτσος θα την έβλεπε, θα την αγκάλιαζε, θα τη φιλούσε, θα κάνανε έρωτα… Κι αυτός, ο ψωριάρης ο Νίκος, ασφαλώς περίσσευε στη ζωή της…
Τότε ο Νίκος έβαλε τα κλάμματα -πράγμα συνηθισμένο πλέον τα τελευταία 6 χρόνια που γνώριζε την Ηρώ.- Κάθησε στο κρεβάτι χωρίς να έχει όρεξη για τίποτε. Εκείνη τη μέρα δε πήγε στη δουλειά του και το μόνο που έκανε ήταν να πίνει μέχρι αργά τη νύχτα… Ο ύπνος τον πήρε λίγο πριν το χάραμα, από το τηλεφώνημα του Τάκη… Και τώρα βρισκόταν στο αυτοκίνητο, πηγαίνοντας να του συμπαρασταθεί… Οδηγούσε και σκεφτόταν πως δε μπορεί να πάει απλά να συμπαρασταθεί και να στηρίξει ψυχολογικά τον Τάκη, αλλά πως δε πρέπει να μένει ανενεργός, αμέτοχος σε όλο αυτό…
Στην Κατερίνα είχε το θάρρος να μιλάει ελεύθερα, άλλωστε από την αρχή της σχέσης της με τον Τάκη είχαν γίνει μία παρέα. Έτσι, άρπαξε το τηλέφωνο από το κάθισμα του συνοδηγού, βρήκε το όνομά της στις επαφές, και πάτησε το κουμπί της κλήσης… Η Κατερίνα το σήκωσε σχεδόν αμέσως. “Τελικά ούτε αυτή παίζει να κοιμήθηκε το βράδυ.” σκέφτηκε ο Νίκος μέσα του, και ξεκίνησε να μιλάει γρήγορα πριν καν αυτή προλάβει να αρθρώσει λέξη.
“Τι πάθατε ρε ‘συ; Γιατί έφυγες; Γιατί χωρίζετε;”
“Δε πάει άλλο ρε Νίκο. Δεν επικοινωνούμε. Είναι ψυχρός γενικότερα ο Τάκης, τα βλέπεις κι εσύ.”
“Δεν αφήνετε τα παιδιαρίσματα στην άκρη λέω εγώ, να καθήσετε να το συζητήσετε, μήπως και βγει άκρη;”
“Κάτι είπα τώρα… Επιχειρηματολογία μηδέν.”, μονολόγησε ο Νίκος, περιμένοντας να δει τι θα απαντήσει…
Στην άλλη πλευρά της γραμμής σιωπή… Αυτός συνέχισε.
“Κατερίνα, τον αγαπάς; Την αλήθεια θέλω.”
Η σιωπή συνεχίστηκε, ώσπου ακούστηκε ένας αναστεναγμός. Ούτε αυτή φαινόταν πως ήταν καλά… Τελικά ψέλλισε… “Ναι ρε Νίκο, τον αγαπάω. Αλλά είναι τόσο ψυχρός απέναντί μου. Πολύ καιρό τώρα… Δε το αντέχω αυτό…”
Ήξερε καλά τον Τάκη. Ήταν ο καλύτερος χαρακτήρας που θα μπορούσε να υπάρξει σε άνθρωπο, και πως όλη αυτή η ψυχρότητα δεν ήταν λόγω του ότι δεν αγαπούσε την Κατερίνα. Έτσι φαινόταν γενικά, ψυχρός, ενώ μέσα του ένιωθε απέραντη αγάπη και προς αυτήν και προς τους φίλους του. Ήταν τόσα χρόνια μαζί, και όμως η Κατερίνα ακόμη δεν τον είχε καταλάβει στο 100%…
“Λοιπόν, έχω να σου πω κάτι. Είναι κομμάτια. Γι αυτό είμαι και στο δρόμο τώρα, πάω στο Χορτιάτη να τον βρω. Μη πεις ότι στο είπα, αλλά τον άκουσα χάλια. Σκέψου το καλά, και σε παρακαλώ, κάνε μια προσπάθεια να επικοινωνήσετε.”
“Εντάξει. Θα τον πάρω τηλέφωνο αργότερα να μιλήσουμε. Εσύ μόλις φτάσεις, στείλε μου μήνυμα να μου πεις πως είναι… Θέλω να ΄ναι καλά ρε συ…”
“Καλά θα ΄ναι μόνο αν γυρίσεις. Καλύτερα να τα πείτε οι δυο σας αυτά. Εγώ είπα ό,τι ήταν να πω. Λοιπόν, οδηγώ και δε μπορώ να μιλήσω άλλο,σε χαιρετώ. Και σκέψου το!”
“Εντέξει ρε Νίκο, θα δούμε, καλή συνέχεια.”
Έκλεισε, και αυτός έμεινε να οδηγεί κρατώντας το κινητό στο χέρι. Κοίταξε το δρόμο, ήταν ήδη στο Ασβεστοχώρι και κατευθεινόταν προς την Εξοχή. Και μάλλον τα είχε καταφέρει. Θα τα ξαναβρίσκανε, τόσο σίγουρος αισθανόταν! Γέλασε που όλο αυτό αυτό ήταν μάλλον ένα απλό καυγαδάκι και αναλογίστηκε πόσο αγαπάει η Κατερίνα τον Τάκη. Τότε του ήρθε στο μυαλό πόσο πολύ “αγαπούσε” αυτόν η Ηρώ… Έτσι, σκέφτηκε για λίγο, και στράφηκε στο κινητό του, αρχίζοντας να γράφει ένα μήνυμα…
“Ξέρω γιατί έρχεσαι. Γι αυτόν. Ξέρω πως έρχεσαι να τον δείς, γι αυτό και με αποφεύγεις. Για να μη δω αυτό που γίνεται, και ούτε αυτός βασικά. Ξέρω ότι περιττεύω, πάντα περίττευα ούτως ή άλλως. Γι αυτό αποφάσισα να δώσω ένα τέλος σε όλα αυτά, αυτή τη στιγμή κιόλας. Συγχώρεσέ με που ήμουν πιεστικός και που σου έκανα τη ζωή δύσκολη… Τύψεις δε θέλω να ΄χεις, η επιλογή γι αυτό είναι δική μου. Δεν ευθύνσεσαι εσύ. Σ’ αγαπάω, να το θυμάσαι αυτό…”
Πάτησε την αποστολή του μηνύματος προς την Ηρώ, και έπειτα το διέγραψε από το κινητό του. Έριξε ξανά τα μάτια του στο δρόμο. Ήταν νωρίς το πρωί ακόμη και δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου αυτοκίνητα. Στα δεξιά του, περιφράξεις αυλών, στα αριστερά του, τοίχος. Έτσι, πάτησε δυνατά το γκάζι, και έστριψε το τιμόνι όλο αριστερά…
Οι ειδήσεις έγραψαν πως ήταν τροχαίο. Είχε χάσει τον έλεγχο, και είχε “καρφωθεί” στον τοίχο. Ο ιατροδικαστής ανέφερε πως πέθανε ακαριαία, και πως στο αίμα του βρέθηκε μεγάλη ποσότητα αλκοόλ, πολύ παραπάνω από το επιτρεπόμενο όριο. Ο κόσμος και οι εφημερίδες συμπέραναν εύλογα πως ήταν μεθυσμένος και τράκαρε. Η αλήθεια βρισκόταν αλλού. Και την ήξερε μόνο ένα άτομο… Ούτε καν ο Τάκης…