Το φαινόμενο Χόρχε Μπουκάι

www.tilestwra.com

Το φαινόμενο Χόρχε Μπουκάι

Έχετε σίγουρα δει πολλές φορές το όνομά του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τα ρητά του και κυρίως οι ιστορίες του, κυκλοφορούν ευρέως και έχουν αγαπηθεί από εκατομμύρια αναγνώστες σε όλον τον κόσμο. Τι είναι όμως αυτό που κάνει τις ιστορίες του Χόρχε Μπουκάι τόσο ξεχωριστές; Ποιο είναι αυτό  το στοιχείο που μας έχει κάνει (και βάζω και τον εαυτό μου μέσα φυσικά μιας και είμαι φανατική θαυμάστριά του), να τον αγαπήσουμε τόσο;

Καταρχάς ας ξεκινήσουμε από το να δούμε συνοπτικά ποιος είναι ο “χοντρός” (Αυτό είναι το παρατσούκλι του Χόρχε Μπουκάι κι εκείνος δεν παρεξηγιέται καθόλου γι’ αυτό!)

Ο χοντρός, λοιπόν, γεννήθηκε το 1949  από μία φτωχική οικογένεια στο Μπουένος Άιρες. Ξεκίνησε να εργάζεται από την ηλικία των δεκατριών ετών κάνοντας διάφορες δουλειές για να επιβιώσει. Έχει εργαστεί ως πλανόδιος πωλητής και έχει πουλήσει από βιβλία μέχρι κάλτσες και αθλητικά ρούχα. Εργάστηκε επίσης ως ασφαλιστικός πράκτορας, οδηγός ταξί και ενίοτε έκανε τον κλόουν σε παιδικά πάρτι. Είναι γιατρός και ψυχοθεραπευτής της σχολής Γκεστάλτ. Αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Του Μπουένος Άιρες, όπου και ειδικεύτηκε στη θεραπεία των νοητικών ασθενειών εργαζόμενος αρχικά σε νοσοκομεία και κλινικές. Εν συνεχεία, δίνοντας διαλέξεις σε ιδρύματα, κολέγια, θέατρα, καθώς και σε ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς. Όταν αποφάσισε να ασχοληθεί και με τη συγγραφή, είδε περισσότερα από δώδεκα βιβλία του να μεταφράζονται σε τουλάχιστον δεκαεπτά γλώσσες και να γίνονται best sellers σε όλο τον κόσμο. Σήμερα ζει και εργάζεται ως ψυχοθεραπευτής ενηλίκων, ζευγαριών και κοινωνικών ομάδων στα προάστια του Μπουένος Άιρες με τη γυναίκα του και τα δύο του παιδιά.

Χόρχε Μπουκάι

Πρόκειται λοιπόν για έναν άνθρωπο, επιστήμονα της ψυχικής υγείας, ο οποίος έχει έναν δικό του, ιδιαίτερο τρόπο να βοηθάει τους “ασθενείς” του.  Βάζω το ασθενείς μέσα σε εισαγωγικά, γιατί ο ίδιος έχει δηλώσει πως πιστεύει στην ψυχοθεραπεία για υγιείς. Σίγουρα η ψυχοθεραπεία, και ειδικά στην Ελλάδα, είναι ένας παρεξηγημένος όρος, αφού έχουμε τη λανθασμένη πεποίθηση πως όποιος πηγαίνει για ψυχοθεραπεία είναι “τρελός”. Η λέξη τρελός δεν υφίσταται φυσικά, τουλάχιστον όχι με την έννοια που τη χρησιμοποιούμε καθημερινά.

Η ψυχοθεραπεία είναι ένας υγιής τρόπος για να γνωρίσεις τον εαυτό σου και κατ’ επέκταση και τους άλλους, να καταλάβεις τα λάθη σου, να ωριμάσεις και να  πάρεις τη ζωή στα χέρια σου ως ένας υπεύθυνος ενήλικας. Ο Χόρχε Μπουκάι, λοιπόν, έχει έναν μοναδικό τρόπο να σε βοηθήσει να το πετύχεις αυτό, μέσα από τη διήγηση διάφορων ιστοριών- παραμυθιών. Μέσα από ένα -φαινομενικά- απλό παραμύθι, σε οδηγεί να ανακαλύψεις τις αλήθειες που ψάχνεις και να βρεις τη λύση σε όσα σε βασανίζουν. Δεν σου κουνάει το δάχτυλο λέγοντας σου τι πρέπει να κάνεις και τι όχι, αντιθέτως σου λέει μια ιστορία και σε αφήνει να σκεφτείς μόνος σου τι πρέπει να κάνεις, όπως θα έπρεπε να κάνει άλλωστε ένας σωστός δάσκαλος. Τα βιβλία του έγιναν ανάρπαστα δίνοντας κουράγιο και δύναμη σε εκατομμύρια αναγνώστες, ενώ ο “χοντρός” συνεχίζει να εργάζεται κανονικά ως ψυχοθεραπευτής στο Μπουένος Άιρες και να ασκεί το λειτούργημα του ψυχοθεραπευτή κανονικά.

Έχω επιλέξει ενδεικτικά τρεις από τις διάσημες ιστορίες του για εσάς. Τρεις πολύ αγαπημένες ιστορίες που θα ξεκλειδώσουν το μυαλό σας και θα σας κάνουν να δείτε τα πράγματα από μια άλλη οπτική γωνία… καλή ανάγνωση!

Χόρχε Μπουκάι

Τα βιβλία του Χόρχε Μπουκάι

Ο μικρός Πάντσο

Η μητέρα τους είχε φύγει από νωρίς το πρωί και τα είχε αφήσει στη Μαρία, μια νέα την οποία έπαιρνε κάποιες φορές για λίγες ώρες προκειμένου να τα προσέχει. Όταν ο φίλος της κοπέλας τηλεφώνησε για να της προτείνει μια βόλτα με το καινούργιο του αυτοκίνητο,η Μαρία δεν δίστασε και πολύ.Άλλωστε,τα παιδιά κοιμούνταν όπως κάθε απόγευμα,και δεν θα ξυπνούσαν πριν τις πέντε.

Διαβάστε επίσης  Ψυχανάλυση ως παραμύθι, Χόρχε Μπουκάι: Να σου πώ μια ιστορία

Προνόησε να κλειδώσει την πόρτα του δωματίου και φύλαξε το κλειδί στην τσέπη της.Δεν ήθελε να διακινδυνέψει να ξυπνούσε ο Πάντσο και να κατέβαινε τη σκάλα για να την ψάξει,γιατί,όπως και να ‘χει,ήταν μόνο έξι χρόνων,και με την παραμικρή απροσεξία μπορούσε να σκοντάψει και να χτυπήσει.Επίσης,σκέφτηκε ότι αν συνέβαινε αυτό,δεν θα ήξερε πως να εξηγήσει στην μητέρα το λόγο για τον οποίο το παιδί δεν την είχε βρει.

Ίσως να ήταν ένα βραχυκύκλωμα στην τηλεόραση ή σε κάποιο από τα φώτα στου σαλονιού,ή μπορεί μια φλόγα στα καυσόξυλα -το θέμα είναι ότι όταν οι κουρτίνες άρχισαν να καίγονται,η φωτιά έφτασε γρήγορα στην ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια.Τον ξύπνησε ο βήχας του μωρού,εξαιτίας του καπνού που περνούσε κάτω απ’ την πόρτα.Χωρίς να σκεφτεί ο Πάντσο πήδηξε από το κρεβάτι και πίεσε με δύναμη το πόμολο για να ανοίξει την πόρτα,αλλά δεν τα κατάφερε. Όπως και να ‘χει,ακόμα κι αν το είχε καταφέρει,οι φλόγες θα είχαν καταβροχθίσει τον ίδιο και τον λίγων μηνών αδερφό του σε ελάχιστα λεπτά.Ο Πάντσο φώναξε τη Μαρία,αλλά κανείς δεν απάντησε στην έκκληση του.Έτσι,συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να βγάλει τον αδερφό του από ‘κεί μέσα.Προσπάθησε να ανοίξει το παράθυρο που έβγαζε στο περβάζι,αλλά ήταν αδύνατο για τα μικρά του χέρια να λύσει την ασφάλεια. Όταν οι πυροσβέστες τελείωσαν με το σβήσιμο της φωτιάς,το θέμα συζήτησης όλων ήταν το ίδιο:

-Πώς μπόρεσε αυτό το τόσο μικρό παιδί να σπάσει με την κρεμάστρα το τζάμι και μετά τη σήτα;

-Πώς μπόρεσε να φορτώσει το μωρό στο σακίδιο;

-Πώς μπόρεσε να περπατήσει στο περβάζι κουβαλώντας σημαντικό βάρος και να κατέβει από το δέντρο;

-Πώς μπόρεσε να σώσει τη ζωή του αδερφού του και τη δική του;

Ο ηλικιωμένος πυροσβέστης, άνθρωπος σοφός που όλοι σέβονταν,τους έδωσε την απάντηση: “Ο μικρός Πάντσο ήταν μόνος…Δεν είχε κανέναν να του πει ότι δεν θα μπορούσε.”

Απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι “Ιστορίες να σκεφτείς”

Τα βιβλία του Χόρχε Μπουκάι

Επιλέγω για μένα κι ας πληρώσω το τίμημα

Ένας άνθρωπος προχωράει απελπισμένος στην έρημο. Μόλις έχει πιει την τελευταία σταγόνα νερό από το παγούρι του. Ο ήλιος που καίει πάνω από το κεφάλι του και οι γύπες που τον περιτριγυρίζουν, προμηνύουν το επικείμενο τέλος του.

“Νερό!” φωνάζει. “Νερό! Λίγο νερό!“

Βλέπει από δεξιά να έρχεται προς το μέρος του ένας βεδουίνος πάνω σε μια καμήλα.

“Δόξα τω Θεώ!” λέει. “Νερό σε παρακαλώ…νερό!“

“Δεν μπορώ να σου δώσω νερό” του λέει ο βεδουίνος. “Είμαι έμπορος, και το νερό είναι απαραίτητο για να ταξιδεύει κανείς στην έρημο.“

“Πούλησέ μου λίγο νερό” τον εκλιπαρεί εκείνος. “Θα σε πληρώσω…“

“Αδύνατον “εφέντη”. Δεν πουλάω νερό, πουλάω γραβάτες.“

“Γραβάτες;;;;“

“Ναι, κοίτα τι ωραίες γραβάτες…Αυτές εδώ είναι ιταλικές και είναι προσφορά, οι τρεις δέκα δολάρια…Κι αυτές εδώ, από ινδικό μετάξι, αθάνατες…Κι αυτές εδώ…“

“Όχι…Όχι…Δεν θέλω γραβάτες, νερό θέλω…Φύγε! Φύγεεεε!“

Ο έμπορος συνεχίζει το δρόμο του, και ο διψασμένος εξερευνητής προχωράει σταθερά μέσα στην έρημο.

Σκαρφαλώνει σ’ ένα αμμόλοφο και βλέπει να έρχεται από αριστερά άλλος έμπορος.

Οπότε, τρέχει προς το μέρος του και του λέει: “Πούλησέ μου λίγο νερό, σε παρακαλώ…“

“Νερό δεν γίνεται” του απαντάει ο έμπορος, “έχω όμως να σου προσφέρω τις καλύτερες γραβάτες της Αραβίας…“

“Γραβάτες!!! Δεν θέλω γραβάτες! Θέλω νερό!” φωνάζει ο άνθρωπος απελπισμένος.

“Έχουμε προσφορά” επιμένει ό άλλος. “Αγοράζοντας δέκα γραβάτες, παίρνεις ακόμη μία δωρεάν…“

“Δεν θέλω γραβάτες..!!!“

“Μπορείς να πληρώσεις σε τρεις άτοκες δόσεις και με πιστωτική κάρτα. Έχεις πιστωτική κάρτα;“

Φωνάζοντας έξαλλος, ο διψασμένος συνεχίζει το δρόμο του προς το πουθενά.

Λίγες ώρες αργότερα κι ενώ σέρνεται πια, ο ταξιδιώτης σκαρφαλώνει σ΄έναν ψηλό αμμόλοφο κι από ΄κει ατενίζει τον ορίζοντα.

Διαβάστε επίσης  Συλλέκτης χρόνου του Μίλτου Γήτα

Δεν μπορεί να πιστέψει αυτό που βλέπουν τα μάτια του. Μπροστά, στα χίλια μέτρα, βλέπει καθαρά μια όαση. Μερικούς φοίνικες και μια απίστευτη βλάστηση γύρω από τη γαλάζια αντανάκλαση του νερού.

Ο άντρας τρέχει προς τα εκεί φοβούμενος μήπως είναι οφθαλμαπάτη. Δεν είναι όμως, η όαση είναι αληθινή.

Το μέρος φυλάσσεται. Το προστατεύει ένας φράκτης με μία μόνο είσοδο που τη φυλάει ένας φρουρός.

“Σας παρακαλώ, αφήστε με να περάσω. Χρειάζομαι νερό…νερό. Σας παρακαλώ…“

“Αδύνατον, κύριε. Απαγορεύεται αυστηρά η είσοδος χωρίς γραβάτα.“

Απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι”Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΕΞΑΡΤΗΣΗΣ”

Τα βιβλία του Χόρχε Μπουκάι

Ο θυρωρός του πορνείου

Δεν υπήρχε σʼ εκείνο το χωριό πιο κακόφημη και πιο κακοπληρωμένη δουλειά από αυτή του θυρωρού στο πορνείο… όμως, τι άλλο να έκανε εκείνος ο άνθρωπος;

Πράγματι, ποτέ δεν έμαθε να γράφει και να διαβάζει, ούτε ήξερε άλλη δουλειά ή κάποια τέχνη. Στην πραγματικότητα, ήταν σε εκείνο το πόστο γιατί ο πατέρας του ήταν θυρωρός του πορνείου πριν από εκείνον, και πιο πριν, ο πατέρας του πατέρα του. Για δεκαετίες, το πορνείο περνούσε από γονείς σε παιδιά και το ίδιο γινόταν και με το θυρωρείο. Μια μέρα, πέθανε ο γέρος ιδιοκτήτης κι ένας νέος με ανησυχίες, δημιουργικός και με επιχειρηματικό πνεύμα, ανέλαβε το πορνείο. Ο νεαρός αποφάσισε να εκσυγχρονίσει την επιχείρηση. Ανακαίνισε τα δωμάτια και μετά κάλεσε το προσωπικό για να δώσει νέες οδηγίες.

Στο θυρωρό είπε: «Από σήμερα και στο εξής, εκτός από τη φύλαξη της πόρτας θα μου δίνεις και εβδομαδιαία αναφορά. Θα καταγράφεις των αριθμό των ζευγαριών που μπαίνουν καθημερινά. Σε κάθε πέντε, θα ρωτάς πώς εξυπηρετήθηκαν και τι θα ήθελαν να διορθωθεί στην επιχείρηση. Και μια φορά την εβδομάδα θα μου δίνεις αναφορά με σχόλια που εσύ κρίνεις σκόπιμα».

Ο άνθρωπος άρχισε να τρέμει. Ποτέ δεν του έλειψε η όρεξη για δουλειά, όμως… «Θα χαιρόμουν πολύ να ικανοποιήσω την επιθυμία σας, κύριε, ψέλλισε, «όμως, εγώ δεν ξέρω να γράφω και να διαβάζω».

«Α, Πόσο λυπάμαι! Όπως καταλαβαίνεις, δεν μπορώ να πληρώνω άλλο άτομο να κάνει αυτή τη δουλειά, ούτε μπορώ να περιμένω πότε θα μάθεις να γράφεις. Γιʼ αυτό…»

«Μα κύριε, δεν μπορείτε να με απολύσετε. Δουλεύω εδώ όλη μου τη ζωή, όπως και ο πατέρας μου και ο παππούς μου..» Δεν τον άφησε να τελειώσει…

Ο άνθρωπος ένιωσε να γκρεμίζεται ο κόσμος. Ποτέ δεν είχε σκεφτεί ότι θα μπορούσε να βρεθεί σε αυτή τη θέση. Πήγε στο σπίτι του άνεργος για πρώτη φορά στη ζωή του. Τι να έκανε;

Θυμήθηκε ότι μερικές φορές στο πορνείο, όταν έσπαζε ένα κρεβάτι ή χαλούσε ένα ντουλάπι τα κατάφερνε και έκανε μια πρόχειρη επιδιόρθωση με ένα σφυρί και λίγα καρφιά. Σκέφτηκε ότι αυτή θα μπορούσε να είναι μια προσωρινή δουλειά ώσπου να βρεθεί κάτι πιο σταθερό. Αναζητούσε σʼ όλο το σπίτι τα εργαλεία που χρειαζόταν αλλά το μόνο που βρήκε ήταν κάτι σκουριασμένα καρφιά και μια φαφούτα τανάλια. Έπρεπε να αγοράσει μια πλήρη συλλογή εργαλείων και γιʼ αυτό θα χρησιμοποιούσε ένα μέρος της αποζημίωσης πού είχε πάρει.

Στη γωνία του δρόμου αντιλήφθηκε ότι στο χωριό του δεν υπήρχε σιδηροπωλείο και θα έπρεπε να ταξιδέψει δυο μέρες με το μουλάρι για να πάει στο πιο κοντινό χωριό για να αγοράσει τα εργαλεία. «Και τι πειράζει;» σκέφτηκε. Και ξεκίνησε.
Στην επιστροφή κουβαλούσε ένα ωραίο και πλήρες κουτί με εργαλεία. Δεν είχε προλάβει να βγάλει τις μπότες του όταν του χτύπησαν την πόρτα. Ήταν ο γείτονά τους

«Ήθελα να σε ρωτήσω. Μήπως έχεις να μου δανείσεις ένα σφυρί;»

«Ναι, έχω, μόλις το αγόρασα. Μα το χρειάζομαι για να δουλέψω… Ξέρεις, έμεινα χωρίς δουλειά και..»

«Εντάξει, θα στο επιστρέψω αύριο νωρίς το πρωί»

Διαβάστε επίσης  Τζίμμυ Κορίνης: «Πιο noir… πεθαίνεις!»

«Εντάξει»

Το επόμενο πρωί, όπως είχε υποσχεθεί, ο γείτονας χτύπησε την πόρτα.

«Κοίταξε, χρειάζομαι ακόμα το σφυρί. Μου το πουλάς;»

«Όχι, γιατί το χρειάζομαι για να δουλέψω. Εξάλλου, το σιδηροπωλείο απέχει δυο μέρες με το μουλάρι.»

«Ας κάνουμε μια συμφωνία» είπε ο γείτονας. «Εγώ θα σου πληρώσω τις δυο μέρες πήγαινε-έλα, συν το κόστος του σφυριού. Στο κάτω-κάτω, ακόμα άνεργος είσαι. Τι λες;»

Πράγματι, αυτό του έδινε δουλειά για 4 μέρες ακόμα. Δέχτηκε. Στην επιστροφή, άλλος γείτονας τον περίμενε στην πόρτα του σπιτιού του.

«Γεια χαρά γείτονα. Εσύ πούλησες το σφυρί στο γείτονά μας;»

«Ναι».

«Χρειάζομαι και εγώ κάποια εργαλεία. Σου πληρώνω τις τέσσερις μέρες ταξίδι και ένα μικρό κέρδος για το καθένα. Ξέρεις, δεν είναι εύκολο να βρεις χρόνο να χρόνο να ταξιδέψεις για τις αγορές σου»

Ο πρώην θυρωρός άνοιξε το κουτί με τα εργαλεία και ο γείτονας διάλεξε μια πένσα, ένα κατσαβίδι, ένα σφυρί και ένα καλέμι. Τα πλήρωσε και έφυγε.

«Δεν είναι εύκολο να βρεις χρόνο να ταξιδέψεις για τις αγορές σου», θυμήθηκε.

Αν αυτό ήταν σωστό, πολύς κόσμος θα χρειαζόταν κάποιον άλλον να ταξιδέψει για να φέρει εργαλεία. Στο επόμενο ταξίδι αποφάσισε ότι θα ρίσκαρε λίγο κεφάλαιο από την αποζημίωση, αγοράζοντας περισσότερα εργαλεία από όσα είχε πουλήσει. Έτσι, θα εξοικονομούσε χρόνο σε ταξίδια.

Κυκλοφόρησαν τα νέα στη γειτονιά και πολλοί γείτονες αποφάσισαν να σταματήσουν να ταξιδεύουν για τις αγορές τους. Μια φορά την εβδομάδα, ο πρώην θυρωρός και νυν έμπορος εργαλείων πήγαινε στο γειτονικό χωριό και αγόραζε ότι χρειάζονταν οι πελάτες του. Γρήγορα κατάλαβε ότι αν έβρισκε ένα μέρος να αποθηκεύει τα εργαλεία, θα έκανε λιγότερα ταξίδια και θα είχε μεγαλύτερο κέρδος. Έτσι, νοίκιασε μια αποθήκη. Μετά, μεγάλωσε την είσοδο και ύστερα από μερικές εβδομάδες πρόσθεσε και βιτρίνα. Έτσι, έγινε το πρώτο σιδηροπωλείο του χωριού.

Όλοι ήταν ικανοποιημένοι και αγόραζαν στο κατάστημά του. Δεν ήταν ανάγκη πια να ταξιδεύει, γιατί το σιδηροπωλείο του γειτονικού χωριού του έστελνε τις παραγγελίες. Είχε γίνει καλός πελάτης.

Μια μέρα, σκέφτηκε ο φίλος του ο τορναδόρος ότι θα μπορούσε να κατασκευάζει σφυριά για αυτόν. Και μετά, γιατί όχι; Θα μπορούσε να φτιάχνει τανάλιες, πένσες, καλέμια. Υστέρα ήρθαν τα καρφιά και οι βίδες…

Για να μην τραβήξει επί μακρός η ιστορία, ας πούμε ότι μέσα σε δέκα χρόνια εκείνος ο άνθρωπος είχε γίνει εκατομμυριούχος κατασκευαστής εργαλείων. Και τελικά, έφτασε να γίνει ο μεγαλύτερος επιχειρηματίας της περιοχής. Ήταν τόσο ισχυρός που μια μέρα, με αφορμή τη νέα σχολική χρονιά, αποφάσισε να δωρίσει στο χωριό του ένα σχολείο. Εκτός από ανάγνωση και γραφή, εκεί θα διδάσκονταν οι τέχνες και οι πιο σημαντικές γνώσεις της εποχής.

Ο δήμαρχος και ο διοικητής οργάνωσαν μια μεγάλη γιορτή για τα εγκαίνια του νέου σχολείου και ένα σπουδαίο δείπνο προς τιμή του ιδρυτή του. Στο τέλος του δείπνου, ο δήμαρχος του παρέδωσε το κλειδί της πόλης. Ο διοικητής τον αγκάλιασε και του είπε: «Με μεγάλη ευγνωμοσύνη και περηφάνια σας ζητάμε να μας κάνετε την τιμή να υπογράψετε την πρώτη σελίδα του βιβλίου των πεπραγμένων του νέου σχολείου».

«Η τιμή είναι δική μου», είπε ο άντρας. Νομίζω ότι πολύ θα μου άρεσε να υπογράψω, όμως, δεν ξέρω να διαβάζω ούτε να γράφω. Είμαι αναλφάβητος.»

«Εσείς, αναλφάβητος;» είπε ο διοικητής που δεν μπορούσε να το πιστέψει. «Δεν ξέρετε να γράφετε και να διαβάζετε; Δημιουργήσατε μια εμπορική και βιομηχανική αυτοκρατορία χωρίς να ξέρετε να γράφετε και να διαβάζετε; Μένω έκπληκτος. Αναρωτιέμαι τι θα μπορούσατε να κάνετε αν ξέρατε γραφή και ανάγνωση».

«Μπορώ να σας απαντήσω» αποκρίθηκε ο άντρας ψύχραιμα.

« Αν ήξερα να διαβάζω και να γράφω… θα ήμουν θυρωρός σε πορνείο».

Απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι “Να σου πω μια ιστορία” 

H Nατάσσα Λούππου είναι ηθοποιός και συγγραφέας του βιβλίου "Το Μυστικό της Μαγείας". Έχει τελειώσει τη Δραματική σχολή του Γιώργου Θεοδοσιάδη καθώς επίσης και το Τμήμα Ιταλικής Φιλολογίας του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Λατρεύει κάθε μορφή τέχνης και τις αρέσει να μαθαίνει ξένες γλώσσες. Γνωρίζει Ιταλικά, Ισπανικά, Αγγλικά και λίγα Γαλλικά. Είναι vera νησιώτισσα με καταγωγή από Ρόδο, Σύμη, Μυτιλήνη. Μεγάλη της αδυναμία; O καλός καφές!

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Η πορνεία στην Αρχαία Ελλάδα

Η πορνεία στην Αρχαία Ελλάδα: εταίρες και παλλακίδες

Η πορνεία στην Αρχαία Ελλάδα Η πορνεία στην Αρχαία Ελλάδα
Plein Soleil

Plein Soleil: Ένας εμβληματικός Delon

Μετά την τραγική έιδηση της απώλειας του τεράστιου και αμενόητου