
Μας είναι γνωστή η ύπαρξη ενός έμμετρου αφηγηματικού έργου του 12ου αιώνα, το οποίο εξιστορεί τα ανδραγαθήματα και τις περιπέτειες του Βασίλειου Διγενή Ακρίτη, ξακουστού πρωταγωνιστή του κύκλου των Ακριτικών επών. Σύμφωνα με αρκετούς μελετητές, το «Έπος του Διγενή»- όπως πλέον έχει περάσει στη λογοτεχνική μας παράδοση- μπορεί να θεωρηθεί ως το παλαιότερο γραπτό μνημείο της νεοελληνικής λογοτεχνίας, τόσο από άποψη γλώσσας όσο και περιεχομένου. Η χρήση δηλαδή, μιας γλώσσας που απομακρύνεται από τη λόγια και προσεγγίζει τη δημώδη, σε συνάρτηση με την ιδεολογική κατεύθυνση του κειμένου –εκφράζει τα ιδεώδη και τους πόθους του ελληνικού γένους- επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς πολλών φιλολόγων.
Το 1875 ήταν η χρονιά που το έργο ήρθε στο φως από τους δύο βυζαντινολόγους Κ.Ν. Σάθα και E. Legrand. Οι δύο αυτοί ερευνητές ανακάλυψαν μια πρώτη παραλλαγή του έπους, σωζόμενη στο χειρόγραφο της Τραπεζούντας, και μέχρι το 1900 ανακαλύφθηκαν και οι υπόλοιπες πέντε. Βεβαίως τα έξι χειρόγραφα αποτελούν μονάχα διασκευές του πρωταρχικού κειμένου το οποίο παραμένει χαμένο έως σήμερα, το ίδιο και ο συγγραφέας του. Γνωρίζουμε με σιγουριά πως υπήρξε συγγραφέας. Δε θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως τα κείμενα των υπαρχουσών διασκευών καταγράφουν απλά τα στοιχεία που προφορικά διαδόθηκαν μέσα από τον κύκλο των ακριτικών τραγουδιών. Τα τοπωνύμια, οι ιστορικές και πραγματολογικές πληροφορίες που παρατίθενται στο έργο, δε θα μπορούσαν να επιβιώσουν από στόμα σε στόμα. Οδηγούμαστε, λοιπόν, με βεβαιότητα στο συμπέρασμα πως το έπος έχει συντεθεί από κάποιον συγγραφέα.
Τα έξι σωζόμενα χειρόγραφα παρουσιάζουν ορισμένες ομοιότητες και αρκετές αποκλίσεις μεταξύ τους, δίνοντας όμως το βασικό περιεχόμενο του έπους. Τα ηρωικά κατορθώματα του νεαρού Διγενή, η μάχη με τους απελάτες, η αρπαγή της γυναίκας του και ο θρυλικός θάνατός του, απαντώνται σε όλες τις διασκευές. Ας γνωρίσουμε όμως καλύτερα τα έξι αυτά σωζόμενα χειρόγραφα, πότε χρονολογούνται, τι πληροφορίες μας δίνουν και που βρίσκονται σήμερα.

Χειρόγραφο Escorial
Το Χειρόγραφο αυτό θεωρείται το σημαντικότερο του έπους, διότι προσεγγίζει περισσότερο από τα άλλα πέντε, το χαμένο πρωτότυπο κείμενο του Διγενή Ακρίτη. Το χειρόγραφο χρονολογείται στα τέλη του 15ου, έχει γραφτεί στην Κρήτη και εκδόθηκε για πρώτη φορά από τον Ολλανδό Hesseling το 1911. Είναι εξαιρετικά καλλιγραφημένο και φέρει κενούς χώρους που θα συμπληρώνονταν με μικρογραφίες. Το χειρόγραφο βρίσκεται σήμερα στο Μοναστήρι του Escorial στην Ισπανία, κοντά στη Μαδρίτη, όπου και ανακαλύφθηκε. Η πλειονότητα των σχολιασμένων εκδόσεων αφορούν σε ακριβώς αυτή τη διασκευή- Χειρόγραφο, καθώς η δημώδης γλώσσα του, η ακρίβεια τοπωνυμίων, μνημείων μείζονος θρησκευτικής σημασίας και η ιστορικά τεκμηριωμένη συμπερίληψη θρησκευτικών ομάδων το τοποθετούν πιο κοντά στο πρωτότυπο.

Χειρόγραφο Grottaferrata ή Κρυπτοφέρης
Χρονολογικά, η σύνθεση της διασκευής του χειρογράφου αυτού έγινε στα τέλη του 13ου με αρχές του 14ου αιώνα, εντοπίστηκε για πρώτη φορά το 1879 στο Μοναστήρι της Grottaferrata στην Ιταλία και εκδόθηκε από τον Legrand το 1892. Παρ’ ότι θεωρείται παλαιότερη από την Escorial, εντούτοις η γλώσσα της είναι τεχνητά «εξευγενισμένη» και χάνει έτσι σε σημαντικότητα. Ως συγγραφέας αυτού του χειρογράφου θεωρείται κάποιος κληρικός από τη Νότια Ιταλία, ο οποίος επεδίωξε μια λόγια μετάφραση του αρχικού κειμένου, ούτως ώστε να συμπορεύεται με τον εκκλησιαστικό κανόνα. Στη διασκευή αυτή υπάρχουν εμβόλιμες σκηνές που προσομοιάζουν σε αρχαιόγλωσσα ερωτικά μυθιστορήματα, εμφανέστατα ξένες προς την όλη κατεύθυνση και το πνεύμα του έργου. Ακόμη γίνονται επεμβάσεις στο κείμενο που απομακρύνουν από την παράδοση του θρύλου του Διγενή Ακρίτη.
Χειρόγραφο Τραπεζούντας
Το όνομα του δημιουργού μας σώζεται στον πρόλογο του κειμένου. Κάποιος «Ευστάθιος» ήταν αυτός που συνέγραψε τη διασκευή κατά τις αρχές του 17ου αιώνα και επεδίωξε να αναμείξει στο κείμενο του τα κείμενα του Escorial και της Grottaferrata. Το κείμενο διαιρείται σε δέκα μέρη ενώ προτίθεται το επεισόδιο του ληστή Αγκύλα στην πλοκή. Λόγω της σύμμειξης των δύο προγενέστερων διασκευών υπήρξε σύγχυση ως προς τη γενεαλογία των προσώπων, ενώ προστέθηκαν αυθαίρετα σε κάποια πρόσωπα ονόματα που δεν υπήρχαν πριν (Ευδοκία, Άννα, Ειρήνη). Πρέπει επίσης να ειπωθεί πως το χειρόγραφο αυτό βρέθηκε στη Μονή Σουμελά της Τραπεζούντας, όμως από το 1922 έως σήμερα θεωρείται εξαφανισμένο.
Χειρόγραφο Άνδρου- Αθηνών και Άνδρου (πεζή διασκευή)
Το 1878 ανακαλύφθηκε στην Άνδρο, μία ακόμη διασκευή του Ακρίτη η οποία χρονολογείται στα μέσα του 17ου αιώνα και σήμερα βρίσκεται στην Εθνική βιβλιοθήκη της Ελλάδος. Το κείμενο αυτό βασίζεται στο χειρόγραφο της Τραπεζούντας, ενώ ο συγγραφέας του προσπάθησε μια επιπόλαιη νεοελληνική απόδοση του κειμένου, με αποτέλεσμα να μεταφέρονται λανθασμένα ορισμένοι γλωσσικοί τύποι και να περνούν στο κείμενο Ιταλικές ακόμη και τούρκικες λέξεις. Η διασκευή αυτή εκδόθηκε πρώτη φορά το 1881 από τον ευρετή της. Από την Άνδρο έχουμε και μια πεζή διασκευή που ανακαλύφθηκε το 1898 και η σύνθεσή της χρονολογείται στα 1632. Το χειρόγραφο της διασκευής αυτής φυλάσσεται σήμερα στη Θεσσαλονίκη, στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Χειρόγραφο της Οξφόρδης
Τέλος έχουμε μια ομοιοκατάληκτη διασκευή που γράφτηκε το 1670 από τον Ιγνάτιο Πετρίτση. Πιθανότατα αντιγράφηκε στη Χίο. Εκδόθηκε από τον Σπ. Λάμπρο στα 1880 και σήμερα σώζεται στην Οξφόρδη. Το χειρόγραφο αυτό παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με το χειρόγραφο της Τραπεζούντας παρότι δεν υπάρχει γνωστή άμεση σχέση μεταξύ τους. Αυτό μας οδηγεί να υποθέσουμε πως τα δυο χειρόγραφα έχουν κοινή καταγωγή από κάποια παραλλαγή του 15ου αιώνα, την οποία συμβατικά ονομάζουμε παραλλαγή Ζ. Περισσότερα στοιχεία όμως γι’ αυτή δεν γνωρίζουμε, ούτε ποιος ήταν ο συνθέτης της. Στόχος του δημιουργού ήταν μάλλον να συμπεριλάβει σ’ αυτή τη διασκευή του ό,τι ήταν γνωστό για τον Διγενή Ακρίτη μέχρι εκείνη την περίοδο προσθέτοντας εισαγωγή άσχετη με το κείμενο του πρωτοτύπου καθώς και υλικό επηρεασμένο από έργα της εποχής- ερωτικά μυθιστορήματα τα περισσότερα.
Πηγές:
Πολίτης Λ., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ., Αθήνα, 1978
Αλεξίου Σ, Βασίλειος Διγενής Ακρίτης και τα άσματα του Αρμούρη και του Υιού του Ανδρόνικου, Ερμής, Αθήνα, 1985