
Το Νοέμβρη του 1922 γεννιέται στο Λένινγκραντ ο Αριστοτέλης Βασιλειάδης- το ψευδώνυμο Άρης Αλεξάνδρου θα το χρησιμοποιήσει πρώτη φορά στις μεταφράσεις του για τον εκδοτικό οίκο Γκοβόστη- από πατέρα Έλληνα της Τραπεζούντας και μητέρα Ρωσίδα, Εσθονικής καταγωγής. Ως μητρική του γλώσσα έχει τη ρωσική και η Ρωσία θα τον συγκινεί πάντα, μέχρι το τέλος της ζωής του. Ειδικά στα τελευταία χρόνια την αναθυμάται ως την μητρική νοσταλγική πατρίδα του. Με την οικογένειά του θα εγκατασταθεί στην Ελλάδα το 1928, πρώτα στη Θεσσαλονίκη και έπειτα στην Αθήνα. Τον πρώτο ενάμιση χρόνο της ζωής του στην Ελλάδα τον περνάει στην σιωπή καθ’ ότι προσπαθεί να μάθει την ελληνική γλώσσα. Ήδη όμως σε ηλικία 9 χρονών θα αρχίσει να γράφει, στο περβάζι ενός παραθύρου στη φτωχογειτονιά όπου ζούσε με την οικογένειά του, αποτυπώνοντας στο χαρτί για πρώτη φορά «τις σκέψεις του στη γλώσσα της κουλτούρας του» κάτι που θα περάσει στην συνείδησή του ως «θαύμα».
Το 1933 ξεκινούν οι γυμνασιακές σπουδές στη Βαρβάκειο. Θα ακολουθήσουν οι εισαγωγικές εξετάσεις που δίνει στο Πολυτεχνείο απροετοίμαστος το 1940 και αμέσως έπειτα θα επιτύχει στην Ανωτάτη Εμπορική. Δε βρίσκει, όμως, ενδιαφέρον στο αντικείμενο σπουδών και τελικά το εγκαταλείπει για να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μετάφραση, η οποία στο εξής θα αποτελέσει το κύριο μέσο βιοπορισμού του αλλά και το μεγαλύτερο- τουλάχιστον ποσοτικά- μερτικό μιας σπουδαίας κληρονομιάς. Λόγω των πολλών εξαίρετων μεταφράσεών του, θα χαρακτηριστεί από πολλούς «γραφιάς» με τη ζωή του να περιστρέφεται γύρω από δυο πυρήνες· το διάβασμα και το γράψιμο.
Ιδεολογία
Τις επιρροές της Κομμουνιστικής ιδεολογίας τις δέχεται από «τα γεννοφάσκια του» αφού προέρχεται από μια σοβιετική χώρα. Το 1941, με την είσοδο των Γερμανών τα μέλη μιας ατελούς ομάδας προσχωρούν στη νεοσύστατη κομμουνιστική νεολαία όμως ο Αλεξάνδρου φεύγει διαφωνώντας για κυνικές πράξεις. Η απόσταση που γρήγορα θα πάρει από την «καθιερωμένη γραμμή» ακολουθείται με συνέπεια για όλη του τη ζωή, θέτοντας νέα πλαίσια στον πολιτικό στοχασμό και υψώνοντάς τον σε έναν άνθρωπο που ανήκει «στο ανύπαρκτο κόμμα των ποιητών», όπως θα πει ο ίδιος. Θα αμφισβητήσει τα ιερά τέρατα και τα ανέγγιχτα, θα μιλήσει για τα κακώς κείμενα του σοβιετισμού και θα χρησιμοποιήσει από τους πρώτους, τον όρο «προσωπολατρεία» για τον Στάλιν. Αδιαφορεί για το προσωπικό κόστος που πιθανώς δεχθεί λόγω της απόσχισης από τους πρώην συντρόφους του: «Έρχομαι με τη θέληση μου, με τη θέλησή μου φεύγω. Και μην τολμήσετε να με πείτε Τροτσικιστή ή Ιντελιτζοσερβίτη (από την αγγλική μυστική υπηρεσία Intelligence service), εγώ φεύγω» θα μας μεταφέρει τα λόγια του, σε συνέντευξή της, η σύζυγός του Καίτη Δρόσου.
Βεβαίως ο Αλεξάνδρου δεν σταμάτησε να συμμετέχει στις αντιστασιακές εκδηλώσεις του 1943. Μόνο ορμητήριο η κρίση του. Όπως θα μας πει πάλι η Καίτη Δρόσου, στις σκωπτικές ερωτήσεις των πρώην συντρόφων του όταν συναντιόντουσαν στις διαδηλώσεις «Γιατί έρχεσαι; Αφού έφυγες.» ο Αλεξάνδρου αποκρινόταν «Εγώ έρχομαι γιατί το πιστεύω ενώ εσείς έρχεστε γιατί σας είπανε να έρθετε.»
Ο «εξόριστος» Αλεξάνδρου
Ο λογοτέχνης θα εξοριστεί αρκετές φορές στη διάρκεια των μεταπολεμικών χρόνων. Τον Ιούλιο του 1948 συλλαμβάνεται και εξορίζεται στο Μούδρο, μετά στη Μακρόνησο και στον Άγιο Ευστράτιο απ’ όπου απολύεται τον Οκτώβριο του 1951. Το Νοέμβριο του 1952 παραπέμπεται σε δίκη ως ανυπότακτος και καταδικάζεται καθ΄ ότι αρνείται να διαχωρίσει τη θέση του.
Η χαρακτηριστική βιογραφία του από το δοκιμιογράφο Δημήτρη Ραυτόπουλο φέρει τον τίτλο «Άρης Αλεξάνδρου: ο εξόριστος» (εκδ. Θεμέλιο, 1996). Εξόριστος πράγματι για μεγάλο μέρος της ζωής του μα και αυτοεξόριστος από καλά ριζωμένες νόρμες παρέμενε ελεύθερος και έντιμος απέναντι στη δική του βαθιά δουλεμένη ιδεολογία. Αυτή την «εξόριστη ζωή» του λογοτέχνη θα τη συνοψίσει ο καθηγητής Μαρωνίτης στη φράση «Είναι ένας άνθρωπος που ποτέ δε βολεύτηκε σ’ αυτόν τον κόσμο».
Κουρασμένος από τους διωγμούς, τις φυλακίσεις και τις εξορίες, θα αυτοεξοριστεί με τη γυναίκα του Καίτη Δρόσου στο Παρίσι με την επιβολή της Χούντας των Συνταγματαρχών. Εκεί θα κάνει διάφορα χειρωνακτικά επαγγέλματα προκειμένου να επιβιώσει. Στη γαλλική πρωτεύουσα πεθαίνει στις 2 Ιουλίου του 1978 έπειτα από αλλεπάλληλα εμφράγματα. Η ημέρα που γράφεται η πρώτη κριτική στο περιοδικό «Monde» για τη γαλλική μετάφραση του Κιβωτίου, είναι η μέρα της κηδείας του.
Το έργο
Αναμφίβολα το σημαντικότερο έργο του Αλεξάνδρου, πέρα από τις πολυάριθμες μεταφράσεις του, αποτελεί το μόνο του μυθιστόρημα «Το Κιβώτιο». Το έργο αυτό ξεχωρίζει ως ένα απ’ τα λαμπρότερα δείγματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, «ένα σημαντικό έργο, ένα βιβλίο εντυπωσιακό από κάθε άποψη, τόσο για το μύθο όσο και τις ιδέες του και ένα τυπικό δείγμα πολιτικού υπερρεαλισμού». Αυτά τα λόγια χρησιμοποιεί ο Μαρωνίτης για να περιγράψει το Κιβώτιο, ένα κείμενο που τον απασχόλησε αρκετά και άρχισε να το διδάσκει στους φοιτητές του, από τον πρώτο μόλις καιρό της κυκλοφορίας του. Το έργο πραγματεύεται τη γραπτή κατάθεση προς τον ανακριτή ενός αντάρτη που μεταφέρει στους συντρόφους του ένα κιβώτιο με απόρρητο περιεχόμενο, το οποίο τελικά αποδεικνύεται άδειο. Φυλακίζεται και κατηγορείται εν αγνοία του για δολιοφθορά. Η κατάθεση αυτή αποτελεί μια συμβολική, λογοτεχνική περιγραφή της εμφυλιακής κατάστασης και διακρίνεται τόσο για τα αφηγηματικά μέσα όσο και τα εκφραστικά (χαρακτηριστικός μακροπερίοδος λόγος).

Πέρα όμως από το Κιβώτιο ο Αλεξάνδρου αρχικά είναι ποιητής. Την πρώτη του ποιητική συλλογή την εκδίδει το 1946 με τίτλο Ακόμα τούτη η άνοιξη. Στην επόμενη συλλογή (Άγονη γραμμή, 1952) εντοπίζουμε την άρνησή του σε σχέση με τη νοοτροπία μερίδας της Αριστεράς. Το 1959 εκδίδεται η τρίτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ευθύτης Οδών και έκτοτε κείμενά του δημοσιεύονται σε λογοτεχνικά περιοδικά. Χαρακτηριστικό παραμένει το άρθρο του στο περιοδικό «Εποχές» Ποιος αυτοκτόνησε τον Μαγιακόφσκι; Ο Μαρωνίτης θα επιμείνει στον όρο «Πολιτικός υπερρεαλισμός» και για τα ποιήματα του Αλεξάνδρου.
Ο ηθοποιός Σταύρος Τσουμάνης διαβάζει αποκλειστικά στο Maxmag το ποίημα του Αλεξάνδρου «Το παράθυρο».
Εδώ το φως είναι σκληρό
σε δυσκολεύει να το δέσεις μαζί με τις κουρτίνες στην άκρη του παράθυρου
και στο περβάζι ένα λουλούδι
σαν ηλιοτρόπιο γυρίζει στην περσινή Πρωτομαγιά.
Σαν παίρνει να βραδιάζει
στέκεσαι εκεί μετρώντας τα καράβια φορτωμένα κόκκαλα
τον μεταβολισμό της νεκρής ζώνης που φωσφορίζει τη βροχή
σαν ξεχασμένο φίλντισι.
Διστάζεις να κοιτάξεις κατάματα το δρόμο.
Η φωνή μας δεν είναι μήτε μια σταγόνα
μια σταγόνα που θα ανέβαζε το κύμα
να σκεπάσει ένα χαλίκι.
Ένα δρεπάνι φεγγαριού θερίζει φανοστάτες.
Περιμένουμε κάποιον
να μας μάθει πώς σφυράνε οι καλαμιές στα δάχτυλα του ανέμου
πώς γίνεται ξανά η μέρα μέρα και το αστέρι αστέρι.
Περιμένουμε το φως να μπει απ’ το παράθυρο
ίδιο φιλί γυναίκας μέσα απ’ το σκισμένο πουκάμισο.
Πηγές:
Άρης Αλεξάνδρου, Το κιβώτιο, Κέδρος, 1974
Δ. Ραυτόπουλος, Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος, Θεμέλιο, 1996
Εκπομπή «Παρασκήνιο»: Άρης Αλεξάνδρου «ανήκω στο ανύπαρκτο κόμμα των ποιητών», ΕΤ1