Οι Αντίποδες είναι ένας νέος εκδοτικός οίκος που φιλοδοξεί να συνδυάσει τη λογοτεχνία, ελληνική και ξένη, με κείμενα θεωρίας και κριτικής, με έμφαση στην ποιότητα της μετάφρασης, την ενότητα της αναγνωστικής πρότασης και της αισθητικής του βιβλίου. Δημιουργήθηκαν από τον Θοδωρή Δρίτσα και τον Κώστα Σπαθαράκη.
Αφηγήτρια Ταινιών
Ερνάν Ριβέρα Λετελιέρ

Η «Αφηγήτρια Ταινιών» του Ερνάν Ριβέρα Λετελιέρ έχει αγαπηθεί από το αναγνωστικό κοινό για την αμεσότητα και την δεξιοτεχνία του Χιλιανού συγγραφέα να μεταφέρει τόσο έντονα συναισθήματα στους αναγνώστες του. Η «Αφηγήτρια Ταινιών» κυκλοφορεί από τον Απρίλιο από τις εκδόσεις Αντίποδες και ξεκινάει με επίμετρο του Πάμπλο Νερούδα. Μεταφράστηκε από την Λένα Φραγκοπούλου με την επιμέλεια της Στέλας Ζουμπουλάκη και του Κώστα Σπαθαράκη.
Ο Ερνάν Ριβέρα Λετελιέρ (γενν. 1950) είναι Χιλιανός συγγραφέας. Εχει τιμηθεί 2 φορές με το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου της Χιλής, το 1994 και το 1996, καθώς και με άλλα βραβεία. Παρότι το πρώιμο έργο του αποτελείται κυρίως από ποιήματα και διηγήματα, έγινε περισσότερο γνωστός ως μυθιστοριογράφος. Στο έργο του αποτυπώνεται η σκληρή ζωή της εργατικής τάξης της Χιλής στα μεταπολεμικά χρόνια. Τα βιβλία του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες.
Σ’ ένα μικρό χωριό στην έρημο Ατακάμα της Χιλής, όπου οι περισσότεροι κάτοικοι δουλεύουν στα ορυχεία του νίτρου, ένα χαρισματικό κορίτσι αποκτά απρόσμενα το ρόλο της αφηγήτριας ταινιών. Οι άνθρωποι προτιμούν να ακούν εκείνη να αφηγείται και να ζωντανεύει μπροστά τους τις ταινίες παρά να τις βλέπουν στο σινεμά του οικισμού, και στριμώχνονται στο σπίτι της για να παρακολουθήσουν τις αυτοσχέδιες παραστάσεις της. Μέσα από την πορεία της μικρής αφηγήτριας, μεταφερόμαστε στο άνυδρο τοπίο της πάμπας, όπου η ζωή είναι σκληρή και απογυμνωμένη από κάθε κίνητρο να τη ζήσεις.
Κόκκαλα από Ήλιο
Μάικ Μακόρμακ

Η ώρα είναι δώδεκα το μεσημέρι και σ’ ένα μικρό χωριό της Ιρλανδίας ακούγεται η καμπάνα που χτυπά. Καθισμένος στο τραπέζι της κουζίνας, ο Μάρκους Κόνγουεϊ, πολιτικός μηχανικός, ξεκινά εκείνη ακριβώς τη στιγμή έναν νοερό απολογισμό της ζωής του, σκέφτεται το γάμο του, τα παιδιά του, τη δουλειά του, την πολιτική, σε μια χώρα που βρίσκεται στη δίνη της οικονομικής κρίσης. Ο απολογισμός αυτός κάθε άλλο παρά συγκροτημένος είναι· ακολουθεί τις υπόγειες και τυχαίες συνδέσεις που κυβερνούν τη μνήμη των ανθρώπων. Για μία ώρα ακριβώς, μέχρι να ακουστεί το σήμα των ειδήσεων στο ραδιόφωνο, ο απόηχος της καμπάνας γεννά στο νου του πολιτικού μηχανικού ένα αδιάκοπο τραγούδι, χωρίς τελείες, ερωτηματικά και θαυμαστικά: μια ελεγεία για το χάος της ζωής και τις καταδικασμένες προσπάθειές μας να το βάλουμε σε τάξη.
Ο Μάικ Μακόρμακ γεννήθηκε το 1965 στο Λονδίνο από Ιρλανδούς γονείς και μεγάλωσε στο Μάγιο της Ιρλανδίας. Έχει γράψει πέντε βιβλία: τις συλλογές διηγημάτων Getting it in the Head (1996· ελλ. έκδοση: Χτύπημα στο κεφάλι, μτφρ. Μάρα Ψαράκη, Οξύ 2001) και Forensic Songs (2012), και τα μυθιστορήματα Crowe’s Requiem (1998), Notes from a Coma (2005), και Κόκαλα από ήλιο (2016). Το 1996 κέρδισε το ιρλανδικό λογοτεχνικό βραβείο Rooney. Τα Κόκαλα από ήλιο βραβεύτηκαν με το βραβείο Goldsmiths και το International Dublin Literary Award.
Ο Παναγιώτης Κεχαγιάς γεννήθηκε το 1978 στην Αθήνα. Από τους αντίποδες κυκλοφορεί η συλλογή διηγημάτων του Τελευταία προειδοποίηση. Έχει μεταφράσει τους Άσωτους του Γκρεγκ Τζάκσον.
Μια βραδιά με την Κλαιρ
Γκαιτό Γκαζντάνοφ

Στο Παρίσι της δεκαετίας του 1920, ένας Ρώσος εμιγκρές ξαναβρίσκει την Κλαιρ, τον εφηβικό του έρωτα. Η συνάντησή τους και τα βράδια που περνούν μαζί γίνονται η αφορμή για να έρθουν στην επιφάνεια οι αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια, τον πατέρα και τη μητέρα του, τα χρόνια της Στρατιωτικής Σχολής, την πρώτη φορά που είδε την Κλαιρ, και κυρίως από την εμπειρία του εμφυλίου πολέμου. Στο πρώτο αυτό βιβλίο του, όπου είναι έντονο το αυτοβιογραφικό στοιχείο, ο Γκαϊτό Γκαζντάνοφ ανασυνθέτει ολόκληρη την εποχή της ρωσικής επανάστασης από τη σκοπιά ενός ήρωα που μοιάζει αποστασιοποιημένος, αποδεικνύεται όμως στοχαστικός και ευαίσθητος παρατηρητής των γεγονότων και των ανθρώπων.
«Σκεφτόμουν την Κλαιρ, τα βράδια που είχα περάσει σπίτι της, και σταδιακά άρχισα να θυμάμαι όλα όσα είχαν προηγηθεί· η αδυναμία να τα καταλάβω και να τα εκφράσω όλα αυτά με κατέβαλλε. Εκείνο το βράδυ μου φαινόταν πιο καθαρά από ποτέ ότι με καμιά δύναμη δεν μπορώ ξαφνικά να συλλάβω και να νιώσω την ατέλειωτη αλληλουχία σκέψεων, αισθήσεων και βιωμάτων που αναδύονταν όλα μαζί στη μνήμη μου σαν μια σειρά σκιές που καθρεφτίζονται στον θαμπό και ρευστό καθρέφτη της μεταγενέστερης φαντασίας».
Η Ελένη Μπακοπούλου γεννήθηκε στην Πάτρα το 1948. Σπούδασε Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Σορβόννη. Έχει εργαστεί ως συντάκτρια σε εγκυκλοπαίδειες, επιμελήτρια βιβλίων και δημοσιογράφος. Τα τελευταία χρόνια εργάζεται αποκλειστικά ως μεταφράστρια, κυρίως Ρώσων κλασικών. Από τις εκδόσεις Αντίποδες κυκλοφορούν σε μετάφρασή της η Καρδιά σκύλου του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ , το Φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ του Γκαϊτό Γκαζντάνοφ και η Πετρούπολη του Αντρέι Μπιέλυ.
ΓΚΙΑΚ
Παπαμάρκος Δημοσθένης

Οι ήρωες των διηγημάτων του Γκιακ, στρατιώτες που πολέμησαν στη μικρασιατική εκστρατεία, έρχονται αντιμέτωποι με τους ρόλους που τους επιβάλλουν οι παραδοσιακοί κανόνες και το βίωμα του πολέμου. Συγκρούονται, υποτάσσονται, ζουν εν κρυπτώ ή φεύγουν.Το γκιακ είναι το αίμα, ο συγγενικός δεσμός και ο νόμος του αίματος που σκιάζει τις ζωές τους. Με έναν τραχύ προφορικό λόγο, οι ιστορίες τους αφηγούνται την απώλεια προσανατολισμού, την αδυναμία τους να συμβιβάσουν τους κώδικες της παράδοσης με τα συναισθήματα και τη συνείδησή τους.
O Δημοσθένης Παπαμάρκος, με τα οκτώ διηγήματα και την παραλογή αυτής της υποβλητικής συλλογής, αξιοποιεί τη λογοτεχνική δύναμη της προφορικότητας και της παράδοσης, για να οικοδομήσει μια μοντέρνα σύνθεση. Τα διηγήματα του Γκιακ συγκροτούν προοδευτικά μια ενιαία εικόνα, σαν θραύσματα ενός μυθιστορήματος που φωτίζει λοξά μια καθοριστική στιγμή της ελληνικής ιστορίας.
Σταχυολογούμε από τις κριτικές για το Γκιακ:
«Το βιβλίο του Δημοσθένη Παπαμάρκου Γκιακ δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να πέσει κάτω, να μη βρει τους αναγνώστες που του πρέπουν, να προσπεραστεί χάριν άλλων ελαφρότερων πονημάτων, εν κατακλείδι να δεχθεί αδιαφορία των παραληπτών, που δεν θα τον αναζητήσουν. Γιατί έτσι θα έχουμε χάσει κάτι το συγκλονιστικό, κάτι το πεζογραφικά μαγικό, κάτι το πέρα από όρια, σχεδόν προφορικό επίτευγμα, που μόνο του μπορεί να αιφνιδιάσει, να εκπλήξει και να σφραγίσει με την παρουσία του και τη δυναμική του οτιδήποτε μη θεμιτό μάς παρεσχέθη ως επίσημη Ιστορία.»
Χρίστος Παπαγεωργίου, diastixo.gr
«Η γλώσσα του Παπαμάρκου, λαϊκή καθομιλουμένη με αρβανίτικα επιχρίσματα, μοιάζει χρωματισμένη με έναν αδιόρατο μοντερνισμό, καθώς η προφορική εξιστόρηση από τους αφηγητές των περιπετειών των ιδίων ή των γνωστών τους επιτρέπει στον αναγνώστη την πρόσβαση στα πετάγματα και στις φωταψίες ενός νου που πασχίζει να θυμηθεί όσα έχει ζήσει ή ακούσει.»
Λευτέρης Καλοσπύρος, Καθημερινή
«[…] ένα[ς] λόγο[ς] με συνεχείς στροφές και μεταπτώσεις, που ξέρει να εκφράζει τα εντονότερα αισθήματα χωρίς να αισθηματολογεί»
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Ο αναγνώστης
«Η συλλογή διηγημάτων Γκιακ […] έρχεται να επιβεβαιώσει, νομίζω, ότι έχουμε να κάνουμε μ’ έναν πεζογράφο που ήλθε για να μείνει και να δώσει (ευελπιστώ) πιο μεγάλα και σύνθετα έργα στο (άμεσο) μέλλον.»
Γρηγόρης Μπέκος, popaganda.gr
Κυκλοφορεί η ΣΤ΄ έκδοση του βιβλίου.