
Ένας από τους μεγαλύτερους, χαρισματικότερους και πιο επιτυχημένους συγγραφείς της Αμερικής υπήρξε ο Τζακ Λόντον, τόσο από την άποψη της ποιότητας των έργων του όσο και από την πλευρά της υψηλής δημοτικότητας του. Χαρακτηρίζεται ως ένας από τους πιο πολυγραφότατους συγγραφείς, καθώς μέσα στη σύντομη ζωή του – πέθανε σε ηλικία μόλις σαράντα ετών – κατάφερε να παράξει ένα έργο αποτελούμενο από πενήντα βιβλία, η πλειοψηφία των οποίων ήταν λογοτεχνικά, ενώ επίσης σε αυτά συμπεριλαμβάνονταν και ορισμένα δοκίμια, καθώς και λίγα θεατρικά έργα. Ήταν ένας από τους πρώτους Αμερικανούς συγγραφείς που κατάφερε όχι μόνο να βιοποριστεί από την συγγραφή, μα και να πλουτίσει από αυτήν. Υπήρξε υπέρμαχος των δικαιωμάτων των ζώων, αλλά και των εργαζομένων ενώ πολλές από τις απόψεις του ήταν πρωτοπόρες και ριζοσπαστικές τόσο για την εποχή του, μα ακόμα και για σήμερα. Έχοντας περάσει σημαντικές περιόδους της ζωής του στη θάλασσα, μα και στον άγριο και θανατηφόρο βορά της Αλάσκας, δεν θα μπορούσε παρά να εξελιχθεί σε μεγάλο λάτρη της φύσης. Ήταν γνωστός για την αγάπη του για τη πυγμαχία, καθώς και για τον άσωτο τρόπο ζωής που ακολουθούσε ανά χρονικά διαστήματα, παλεύοντας με το αλκοόλ. Παρόλαυτα, ήταν στην πραγματικότητα πολύ πειθαρχημένος στη ζωή του, γράφοντας σε καθημερινή βάση, ενώ πολλές φορές κατάφερνε να γράψει μέχρι και χίλιες λέξεις ανά ημέρα.
Η επιτυχία του όμως δεν ήταν κάτι που ήρθε γρήγορα και αβίαστα. Αντιθέτως, η ζωή του υπήρξε πολυτάραχη και περιπετειώδης από κάθε άποψη, ενώ από αυτή δεν απουσίασαν ούτε στο ελάχιστο οι δυσκολίες. Έχοντας εγκαταλείψει το σχολείο σε πολύ μικρή ηλικία και για να συνεισφέρει οικονομικά στην οικογένεια του, ξεκινάει να εργάζεται από δεκατριών χρονών σε ένα εργοστάσιο κονσερβοποιίας. Ταυτόχρονα με τη δουλειά, μαθαίνει στενογραφία, φιλοδοξώντας να εργαστεί ως ρεπόρτερ στα δικαστήρια. Κατά τη διάρκεια των εφηβικών του χρόνων ακολουθεί έναν σχεδόν τυχοδιωκτικό τρόπο ζωής, γίνεται ληστής οστράκων τα οποία μετέπειτα πουλάει παράνομα, ενώ συναναστρέφεται με ανθρώπους του σχοινιού και του παλουκιού και οι καυγάδες αποτελούν συχνό φαινόμενο στη ζωή του. Αλλάζει το ένα επάγγελμα μετά το άλλο, κάτι που φυσικά συνεισέφερε σημαντικά στην συλλογή των πιο διαφορετικών εμπειριών από όπου εμπνεύστηκε πολλές από τις ιστορίες του. Εργάζεται ως εφημεριδοπώλης, εργάτης σε εργοστάσια και πλυντήρια, ψαράς σολομού, ναύτης, ακόμα και ως ακτοφύλακας που κυνηγάει τους “πειρατές των οστρακοτροφείων”, δηλαδή τους πρώην συναδέλφους του, ενώ δεν διστάζει να περιπλανηθεί ως λαθρεπιβάτης μέσω των σιδηροδρόμων στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά, κάνοντας αλήτικη ζωή και κερδίζοντας τα προς το ζην με όποιον τρόπο μπορεί.
Σε ηλικία δεκαεφτά ετών μπαρκάρει σε ένα αλιευτικό φώκιας και ταξιδεύει στον Ειρηνικό Ωκεανό, ανάμεσα στις Σιβηρικές και τις Ιαπωνικές ακτές. Το ταξίδι αυτό αποτελεί σταθμό στη ζωή του καθώς, εκτός του ότι χρησιμεύει ως μέσο για να ξεμπλέξει από τον επικίνδυνο τρόπο ζωής που κάνει, λειτουργεί επίσης ως μια βουτιά του κατευθείαν μέσα σε έναν βάναυσο κόσμο κτηνώδους αγριότητας. Η εμπειρία αυτή τον σκληραγωγεί και τον ωριμάζει, ενώ ακριβώς χάρη σε αυτό το ταξίδι εμπνέεται ένα από τα ωραιότερα του έργα, τον “Θαλασσόλυκο”, στο οποίο εξιστορεί την καταναγκαστική εργασία και διαμονή ενός βιβλιοκριτικού σε ένα φωκαλιευτικό σκάφος. Ο πρωταγωνιστής ναυαγεί και περισυλλέγεται από το εν λόγω πλοιάριο, απλώς και μόνο για να ανακαλύψει το ολοκληρωτικά βάναυσο τρόπο ζωής των ναυτικών εκείνης της εποχής που θυμίζει μεσαιωνικό φέουδο. Ο καπετάνιος είναι έξυπνος και καλλιεργημένος μα διοικεί το πλήρωμα του κάνοντας αλόγιστη χρήση βίας και εφαρμόζοντας με μεγάλη κυνικότητα τις πιο τυραννικές μεθόδους με αποτέλεσμα να μισείται ολοσχερώς από τους ναύτες του. Ο άβγαλτος βιβλιοκριτικός μεταμορφώνεται σταδιακά σε έναν σκληραγωγημένο ναύτη και δεν αργεί η αναπόφευκτη σύγκρουση του με τον καπετάνιο, μια ρήξη που επιταχύνεται από την έλευση στο καράβι μιας γυναίκας ναυαγού. Το βιβλίο σφύζει από περιπετειώδη αύρα και τονίζει ιδιαίτερα τη δύναμη της ανθρώπινης θέλησης.
Άλλο μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή του ήταν η παραμονή του στον πολικό κύκλο στο Κλόνταϊκ της Αλάσκας. Ακολουθώντας ένα από τα μεγάλα και πιο παράξενα μεταναστευτικά κύματα της ιστορίας, ταξιδεύει στο βορρά μαζί με αμέτρητους φιλόδοξους και επίδοξους χρυσοθήρες, ευελπιστώντας να κάνει τη τύχη του και να πλουτίσει. Για τη ζωή του εκεί υπάρχουν δύο διαφορετικές εκδοχές. Η μια είναι άκρως θετική και η άλλη το ακριβώς αντίθετο. Η πρώτη τον θέλει να πλουτίζει ως ένας ακούραστος και αδάμαστος εξερευνητής του βορρά που ανακαλύπτει πρώτος όλες τις διαδρομές και υποτάσσει στη θέληση του την αγριότητα του παγωμένου χειμώνα και τις εχθρικές δυνάμεις μια αφιλόξενης φύσης. Η δεύτερη τον παρουσιάζει σαν έναν ατάλαντο και αργοπορημένο χρυσοθήρα που κατασπαταλάει τον χρόνο αλλά και τα χρήματα του, ενώ τσακώνεται με τους πάντες γύρω του. Όπως και να έχει η αλήθεια βρίσκεται συνήθως κάπου στη μέση, μα το σημαντικό είναι πως εκτός από την αποκόμιση των εμπειριών αυτών, ο Λόντον όσο βρίσκεται στην Αλάσκα ανακαλύπτει αν όχι κάποια φλέβα χρυσού, τη δική του συγγραφική φλέβα και επιδίδεται μανιωδώς στο γράψιμο. Από τη ζωή του εκεί εμπνέεται διάφορα έργα του όπως το “κάλεσμα της άγριας φύσης”, ένα μικρό αριστούργημα που πραγματεύεται την επιστροφή ενός λυκόσκυλου στην πρωτόγονη ζωή του λύκου και συμβολίζει την αναζήτηση του πραγματικού και γνησιότερου εαυτού, μια ιστορία με την οποία ταυτίστηκαν πολλοί από τους αναγνώστες του. Από εκεί επίσης εμπνέεται το “φλογερό φως της ημέρας”, την “αγάπη της ζωής” – ένα συγκλονιστικό μικρό έργο που πραγματεύεται την απέραντη δύναμη της ανθρώπινης θέλησης για επιβίωση – καθώς και άλλα πολλά διηγήματα.
Το 1905 ταξιδεύει μέχρι τη Κορέα και τη Μαντζουρία ως πολεμικός ανταποκριτής του Ρωσοϊαπωνικού πολέμου, ενώ αργότερα κάνει το ίδιο στη Βέρα Κρουζ του Μεξικού, αυτή τη φορά καταγράφοντας τη στρατιωτική κατοχή των Αμερικανικών στρατευμάτων εκεί, ενώ δεν παραλείπει να έρθει σε επαφή με κύκλους οπαδών του Πάντσο Βίλλα και του Εμιλιάνο Ζαπάτα. Ζώντας για ένα διάστημα στις άθλιες φτωχογειτονιές του Λονδίνου γράφει τους “Ανθρώπους της Αβύσσου”, μια έντονη περιγραφή της ζωής της φτωχολογιάς. Εκτός από δίψα για περιπέτειες όμως, ο Τζακ Λόντον διψούσε ακόμα πιο άπληστα για την απόκτηση της γνώσης. Ρίχνεται με τα μούτρα στη μελέτη διάφορων στοχαστών και φιλοσόφων, από το Δαρβίνο μέχρι το Σπένσερ και από το Μάρξ μέχρι το Νίτσε.
Τα πρώτα χρόνια της νιότης του αυτοπροσδιορίζεται ως φανατικός ατομικιστής, μα στο σημαντικό έργο του “Μάρτιν Ήντεν” καταλήγει να καταγγέλει τον ατομικισμό και τον υπεράνθρωπο του Νίτσε. Ο “Μάρτιν Ήντεν” είναι ένα βιβλίο σταθμός για αυτόν, καθώς αποτελεί ένα ξεκάθαρα αυτοβιογραφικό δημιούργημα του, όπου εξιστορεί τη ζωή ενός φτωχού και αμόρφωτου εργάτη που μέσω της συνεχούς και συστηματικής αυτομόρφωσης καλλιεργεί τη κλίση του στο γράψιμο και εξελίσσεται σε επιτυχημένο και διάσημο συγγραφέα. Άλλο σημαντικό βιβλίο του που τράβηξε την προσοχή του αναγνωστικού κοινού είναι η “Σιδερένια Φτέρνα”, μια ουτοπιστική αφήγηση που εκτυλίσσεται στο μακρινό μέλλον κατά τη διάρκεια του “τέταρτου αιώνα της Αδελφοσύνης του Ανθρώπου”. Το έργο έχει καθαρά κοινωνικό χαρακτήρα και πραγματεύεται μια εναλλακτική, πιο εξελιγμένη και προοδευτική οργάνωση της κοινωνίας, βασισμένη στην ισότητα. Στις σελίδες του εξαπολύει ένα δριμύ κατηγορώ εναντίον του ακραίου καπιταλισμού που επικρατεί στην Αμερική και πραγματεύεται σοσιαλιστικές ιδέες.
Το 1910 αγοράζει ένα ράντζο στη Καλιφόρνια και επιστρατεύει όλες τις δυνάμεις του για να το ομορφύνει όσο το δυνατόν περισσότερο. Ρουφάει αδίστακτα γνώσεις από επιστημονικά και γεωργικά βιβλία και πέφτει με τα μούτρα στη καλλιέργεια του αγροκτήματος, δοκιμάζοντας καινοτόμες ιδέες που ακόμα και σήμερα θα επιδοκιμάζονταν για την οικολογική τους θεώρηση. Παρόλαυτα, το εγχείρημα του αυτό αποτυγχάνει με τους υποστηρικτές του να ισχυρίζονται πως για αυτό έφταιξε ένας συνδυασμός κακοτυχίας και ξεπερασμένων τεχνικών μέσων και τους επικριτές του να του επιρρίπτουν τη κατηγορία για άσχημη διαχείριση. Εκτός από την ενασχόληση του με τις δουλειές του ράντζου εξακολουθεί πάντα να διατηρεί τη στενή του σχέση με την αγαπημένη του θάλασσα και να ταξιδεύει με ένα ιδιόκτητο κότερο, γυρνώντας από την Καραϊβική μέχρι τα Νησιά του Σολομώντα και τη Χαβάη όπου έζησε για μερικά χρόνια.
Ο Τζακ Λόντον έζησε με όλες του τις δυνάμεις μια γεμάτη από κάθε άποψη ζωή, αφοσιωμένος στην απόκτηση της γνώσης και της αλήθειας, τις οποίες κήρυττε με τον τρόπο του παθιασμένα και χωρίς περιστροφές. Παρά το θάνατο του σε νεαρή ακόμα ηλικία έμεινε στην ιστορία ως ένας ιδιοφυής άνθρωπος του πνεύματος αλλά και της δράσης με τα έργα του να έχουν διαβαστεί και να συνεχίζουν να διαβάζονται σε όλες τις γωνιές του πλανήτη. Κερδίζει σίγουρα με το σπαθί του μια θέση στο παγκόσμιο πάνθεον των μεγάλων συγγραφέων.
