Οι 12 καρέκλες αποτελούν ένα βιβλίο ορόσημο της Ρωσικής λογοτεχνίας. Γραμμένο το 1928 από δύο συγγραφείς, τον Ίλια Ιλφ και τον Γεβγκένι Πετρόφ, το έργο αυτό προσφέρει μια άκρως αποκαλυπτική άποψη της ρωσικής ζωής εκείνης της εποχής, δοσμένη με απαράμιλλο ταλέντο και λογοτεχνική χάρη, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σε ένα από τα πιο δημοφιλή βιβλία της Σοβιετικής Ένωσης και να μεταφερθεί πολλές φορές στη μεγάλη οθόνη του κινηματογράφου, τόσο στη Ρωσία όσο και στη Δύση. Οι δύο συγγραφείς εργάζονταν ως δημοσιογράφοι και όπως καταλαβαίνει κανείς η συνεργασία τους ήταν από τις πιο ισχυρές και παραγωγικές. Αυτό φαίνεται άλλωστε και από τις 12 καρέκλες όπου το ύφος είναι τόσο ομοιόμορφο και με τόσο αρμονική ροή, ώστε το συγγραφικό στυλ των δύο αυτών ανθρώπων παντρεύεται τόσο φυσικά και δίνει στον αναγνώστη την εντύπωση πως το βιβλίο έχει γραφτεί από έναν και μόνο άνθρωπο.
Ας περάσουμε όμως στην υπόθεση της ιστορίας. Το έργο εκτυλίσσεται στη Σοβιετική Ρωσία, λίγα χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Ο Ιππόλυτος Βορομπιάνινοφ είναι ένας πρώην ευγενής που έχει ξεπέσει από το παλιό κοινωνικό του στάτους εξαιτίας των ανακατατάξεων που έφεραν τα επαναστατικά γεγονότα. Έχοντας χάσει τα τεράστια πλούτη του, πλέον εργάζεται ως απλός υπάλληλος σε κάποια υπηρεσία. Τη νέα του αυτή πραγματικότητα όμως έρχεται να διαταράξει η αποκάλυψη από την πλευρά της πεθεράς του λίγο πριν το θάνατο της, πως τα οικογενειακά της κοσμήματα τεράστιας οικονομικής αξίας βρίσκονται κρυμμένα μέσα στο εσωτερικό μιας καρέκλας σαλονιού. Η γριά γυναίκα εξιστορεί πως τα κοσμήματα αυτά που είναι ισάξια με μια αμύθητη περιουσία έχουν ραφτεί μέσα στο κάθισμα της πολυτελούς καρέκλας. Το πρώτο πρόβλημα όμως είναι πως η καρέκλα αυτή ανήκει σε ένα σετ με δώδεκα διαφορετικές καρέκλες που δεν διαφέρουν εμφανισιακά μεταξύ τους και το δεύτερο και σημαντικότερο εμπόδιο είναι πως λόγω της δίνης της επανάστασης οι καρέκλες αυτές δεν βρίσκονται πλέον στην κατοχή της πρώην ιδιοκτήτριας τους, μα ούτε καν βρίσκονται κάπου όλες μαζί. Αντιθέτως, έχουν διαχωριστεί και η κάθε καρέκλα πιθανότατα έχει φτάσει σε εντελώς διαφορετικό μέρος, ανήκοντας και σε άλλους ιδιοκτήτες.
Η υπόθεση λοιπόν είναι απλή. Ο Βορομπιάνινοφ μπλέκεται σε ένα ξέφρενο κυνήγι θησαυρού με σκοπό την ανάκτηση της σωστής καρέκλας που θα φέρει μέσα της και την πολυπόθητη περιουσία. Στην εκπλήρωση του στόχου αυτού έρχεται να τον βοηθήσει ένας παράξενος και γοητευτικός νεαρός απατεώνας, ο Οστάπ Μπέντερ, ο οποίος βρίσκεται απόλυτα στο στοιχείο του και αναλαμβάνει τα ηνία της επιχείρησης. Οι δύο πρωταγωνιστές ξεκινάνε την αναζήτηση τους η οποία είναι γεμάτη από ευτράπελα κάθε είδους, αρχίζοντας την έρευνα τους από την επαρχιακή πόλη που διέμενε ο Βορομπιάνινοφ και φτάνοντας μέχρι τη Μόσχα και τον Καύκασο. Ο Οστάπ λύνει και δένει, αντιμετωπίζοντας με μαεστρία όλες τις παράδοξες καταστάσεις που καλούνται να ξεπεράσουν. Εξαπατά με ευκολία τους εύπιστους, διηγείται αστείες ιστορίες και οργανώνει πλάνα με τα οποία κερδίζει χρήματα σχεδόν από το πουθενά, μη διστάζοντας να καταφύγει συστηματικά στην κλοπή και την απάτη. Ο Βορομπιάνινοφ νιώθει πως χάνει την αυτοεκτίμηση του και αισθάνεται πως πέφτει και αυτός θύμα εκμετάλλευσης του νεαρού Οστάπ. Παρόλαυτα, ακόμα και αν δεν είναι απολύτως ευχαριστημένος με την κατάσταση που βιώνει συνεχίζει ακάθεκτος στον ίδιο δρόμο μέχρι να ικανοποιήσει τον σκοπό του.
Οι 12 καρέκλες αποτελούνε μια σάτιρα τόσο των κεντρικών χαρακτήρων του έργου, αλλά και όλων των υπόλοιπων ανθρώπων ή και θεσμών που οι δύο πρωταγωνιστές συναντούν στο διάβα τους. Η σάτιρα δεν αφήνει ανέγγιχτο τίποτα από τα χαρακτηριστικά της Σοβιετικής πραγματικότητας των τελών της δεκαετίας του ‘20. Ο σχεδιασμός και η εφαρμογή ενός νέου συστήματος τραμ σε μια μικρή πόλη, μια αντεπαναστατική συνωμοσία πρώην ευγενών και νοσταλγών του τσαρικού καθεστώτος, η καθημερινότητα των γραφείων μιας κεντρικής εφημερίδας της Μόσχας, οι φοιτητικές κατοικίες, μια επαρχιακή σκακιστική λέσχη και άλλα πολλά είναι αντικείμενα που θα γίνουν στόχος της καυστικής πένας των δύο συγγραφέων, οι οποίοι δεν χαρίζουν κάστανα με τις άκρως χιουμοριστικές και απολύτως οξυδερκείς παρατηρήσεις τους σε σχέση με τις πτυχές της καθημερινότητας τους.
Κατά τη διάρκεια της περιπέτειας τους οι δύο συνεργοί έχουν ένα πλήθος συναντήσεων με γραφικές φιγούρες όπως με καιροσκόπους Σοβιετικούς γραφειοκράτες, με ηλικιωμένους επιζώντες της παλιάς άρχουσας τάξης, ανθρώπους εγωιστές, κάθε είδους και διαφορετικής απόχρωσης με τους συγγραφείς να δίνουν μια αριστοτεχνική σάτιρα των πρώτων μετεπαναστατικών χρόνων. Ταυτόχρονα, από το κυνήγι αυτό του θησαυρού δεν λείπει και ο ανταγωνισμός. Αποκαλύπτεται πως η πεθερά του Βορομπιάνινοφ, εκτός από τον ίδιο πληροφόρησε επίσης και τον τοπικό ιερέα της επαρχιακής της πόλης για την ύπαρξη των κοσμημάτων, τον πατέρα Φιόντορ, ο οποίος μέσα σε ελάχιστες στιγμές ξεχνάει την αποστολή του ως ταπεινός κήρυκας τους χριστιανισμού και πέφτει με τα μούτρα στο κυνήγι του πλούτου ερχόμενος σε κωμικοτραγικές συγκρούσεις με τον Οστάπ και τον Βορομπιάνινοφ, έτοιμος να διαπράξει τα πάντα, έχοντας αφήσει πολύ πίσω του κάθε ηθικό φραγμό που θα μπορούσε να δράσει ανασταλτικά στις ενέργειες του. Οι ηθικές αναστολές πάντως απουσιάζουν το ίδιο και ακόμα περισσότερο και από τον Οστάπ Μπέντερ, ο οποίος σκαρώνει με κυνισμό και αποτελεσματικότητα το ένα κόλπο μετά το άλλο για την απόκτηση χρημάτων και την τελική νίκη της επιχείρησης του. Φυσικά, είναι αυτονόητο πως οι όποιες απάτες και τα τεχνάσματα που εφαρμόζει ο Μπέντερ κατά τη διάρκεια της επιχείρησης του φέρουν τις συνέπειες τους, οι οποίες επιστρέφουν αδέκαστες για να μπλέξουν ακόμα περισσότερο τον ίδιο και τον συνέταιρο του.
Ο Οστάπ Μπέντερ είναι ένας κανονικός αντιήρωας, με παμπόνηρη και εντελώς χειριστική φύση, μα ταυτόχρονα πραγματικά χαρισματικός, ικανός να κινήσει γη και ουρανό για να πετύχει το σκοπό του, σε βαθμό τέτοιο που τον καθιστά μια αληθινά συναρπαστική φιγούρα. Από την άλλη, ο Βορομπιάνινοφ αντιπροσωπεύει περισσότερο τον μέσο άνθρωπο που πιάνεται παγιδευμένος στη δίνη των γεγονότων, ανήμπορος να χαράξει τη δική του πορεία. Οι αντίθετες προσωπικότητες τους δημιουργούν μια δυναμική και χιουμοριστική σχέση, οδηγώντας την πλοκή σε ξεκαρδιστικές αλληλεπιδράσεις.
Το στυλ γραφής των Ιλφ και Πετρόφ είναι ζωντανό και εκφραστικό, μεταφέροντας τους αναγνώστες σε μια περασμένη εποχή με ρεαλιστικές περιγραφές αστικών και αγροτικών τοπίων. Ο ρυθμός της γραφής είναι γρήγορος, κρατώντας έτσι τους αναγνώστες αφοσιωμένους κατά τη διάρκεια της εξέλιξης της ιστορίας, ενώ η ικανότητα των συγγραφέων να συνδυάζουν αβίαστα και φυσικά τη κοινωνική σάτιρα με την περιπέτεια φέρνει πολύ υψηλά αποτελέσματα και κάνει το βιβλίο τόσο απολαυστικό όσο ήταν και όταν πρωτοκυκλοφόρησε. Το βιβλίο αυτό είναι ένα υπερβολικά διασκεδαστικό μείγμα μιας ξέφρενης πραγματικότητας που θυμίζει σχεδόν Άγρια Δύση, συνδυασμένης με την πιο περίπλοκη και κουραστική γραφειοκρατία και εντελώς σκληρές και δύσκολες συνθήκες διαβίωσης. Είναι σίγουρα μια πολύ ευχάριστη και αξέχαστη κωμωδία που θα αφήσει ικανοποιημένους και τους πιο απαιτητικούς βιβλιόφιλους.