Το «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια» πρόκειται για ένα από τα πιο πολυσυζητημένα, διακεκριμένα και σημαντικά μυθιστορήματα του 20ου αιώνα που εκδόθηκαν και μελετήθηκαν παγκοσμίως. Τα βραβευμένα με Πούλιτζερ «Κοτσύφια» θίγουν ευαίσθητα θέματα, όπως αυτά της ηθικής ακεραιότητας, του ρατσισμού και του κοινωνικού αποκλεισμού σε μια εποχή πολύ πιο «δυσοίωνη» από τη δική μας, κατά την οποία είτε γενικότερα οποιαδήποτε μειονεκτική ομάδα, είτε ειδικότερα οι νέγροι, δεν είχαν ακόμη δικαίωμα κοινωνικής υπόστασης.
Ούσα στενή φίλη με τον Τρούμαν, οι δυο τους σημάδεψαν την εποχή του περασμένου αιώνα, αλλά και του 21ου, με την αιχμηρή αφηγηματική συγγραφή, διαδίδοντας τοπικούς θρύλους του Αμερικάνικου Νότου, αντιλήψεις και πεποιθήσεις. Πρόκειται για την ιστορία του Άττικους Φιντς μέσα από τα μάτια της μικρής Σκάουτ, της κόρης του, η οποία αναλαμβάνει να την αφηγηθεί. Με την πρώτη ματιά, ξετυλίγεται η -με ιδιαίτερη έμφαση ηθική- ανατροφή των παιδιών, καθώς εμβαθύνει σταδιακά σε βαθυστόχαστα διλήμματα ακόμα και για τον ίδιο αναγνώστη.
Το πρώτο ηθικό δίλημμα που διαφαίνεται πίσω από την ομίχλη ενός μυστηρίου, ενός κοινού γνωστού μυστικού που φαίνεται να μοιράζονται όλοι οι ενήλικοι, εκτός των παιδιών που πρωταγωνιστούν στην ιστορία, είναι η αινιγματική ύπαρξη του γείτονα τους, του Μπου Ράντλει. Ένας άνθρωπος, που πέρα από τη σκιά του, δεν έχουν δει ποτέ το πρόσωπό του, καθώς μένει κλεισμένος στο σπίτι του, κατάσταση που αδυνατούν να κατανοήσουν τα παιδιά.
Τα χρόνια περνούν και πάντα μέσω της παιδικής αθωότητας και ανεμελιάς που διακατέχει τη σκέψη της έφηβης Σκάουτ, ο πατέρας της αναλαμβάνει την υποστήριξη ενός νέγρου άνδρα που κατηγορείται ότι βίασε μια λευκή γυναίκα. Τώρα, ο άμεπτου ηθικής δικηγόρος και τα παιδιά του –ολόκληρη η οικογένεια, βρίσκεται αντιμέτωπη στο διχασμό της κοινωνίας, αν θα επέτρεπαν να τους καθοδηγήσει η προκατάληψη τους ή η αλήθεια για να αποφασίσουν για τον αθώο άνδρα.
Εκτός από τα συναισθήματά τους για την άδικη καταδίκη του νέγρου, εκδηλώνονται και τα αντικρουόμενα συναισθήματά τους απέναντι στον ίδιο τον Άττικους Φίντς. Ο Άττικους Φίντς, ένας άνθρωπος με ευγενική φύση και απέχθεια σε οποιαδήποτε άδικη μεταχείριση οποιουδήποτε πλάσματος –εξ’ ου και ο τίτλος με την υποβόσκουσα μεταφορά, διδάσκει στα παιδιά του και σε ολόκληρη την κοινωνία, πως πάντοτε υπάρχουν πολλές διαφορετικές οπτικές για να ξεγυμνωθεί η αλήθεια. Δικαιοσύνη απονέμεται, όταν δεν προδικάζονται καταστάσεις, κρίνοντας μόνο από τη θέση εκείνου που κρίνει.
Πώς, λοιπόν, μπορείς να αποδεχτείς ότι υπάρχει κάποιος λόγος και να μην πλάσεις δικά σου σενάρια για το ποιόν ενός ανθρώπου που δεν γνωρίζεις, όταν κάθε μέρα περνάς και ζεις απέναντι από το σπίτι του; Πώς να αποδεχτείς πως δεν έχει καμία σημασία τι νομίζεις εσύ για το ποιόν οποιουδήποτε ανθρώπου; Πως ένας λευκός άνδρας διαλέγει να υποστηρίξει έναν νέγρο και πως ο λόγος ενός λευκού άνδρα δεν αναιρεί το λόγο ενός νέγρου, διαταράσσοντας το αξιακό σύστημα που υποκρίνεσαι ότι υπηρετείς; Ερωτήματα που ξεγυμνώνονται περίτεχνα με το μοναδικό, παιδικό τρόπο της μικρής Σκάουτ.
Το «Όταν Σκοτώνουν τα κοτσύφια» είναι ένα βιβλίο που μεταφράστηκε σε πάνω από 40 γλώσσες και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1962 από τον Ρόμπερτ Μάλιγκαν, αποσπώντας τρία Όσκαρ. Εκδόθηκε σε μια εποχή που δεν είχαν κατοχυρωθεί ακόμα τα δικαιώματα των νέγρων, γι’ αυτό και οι προσδοκίες της ίδιας της Χάρπερ Λη και των εκδοτών δεν ήταν μεγάλες για το βιβλίο. Βέβαια, ξεπερνώντας κάθε προσδοκία, το βιβλίο –όχι μόνο αναγνωρίστηκε, αλλά «κατοχύρωσε ανεπίσημα» τον αγώνα των υποστηρικτών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Το 2015, μετά από σχεδόν 55 χρόνια, η Χάρπερ Λη δημοσιεύει το «Βάλε ένα φύλακα» ως συνέχεια του βιβλίου και συνεχίζει την ιστορία απ’ εκεί που την είχε αφήσει. Πρόκειται για ένα χαμένο χειρόγραφο που βρέθηκε στους σωρούς των εγγράφων του εκδότη της που είχε λησμονήσει την ύπαρξη του. Για λίγο, υπήρξε έντονη φημολογία για εξαναγκασμό έκδοσης του βιβλίου από τη δικηγόρο της συγγραφέως που, τελικά, διαψεύστηκε.
Η συγγραφέας απεβίωσε τον επόμενο χρόνο, το 2016, μετά από 89 χρόνια ζωής, κληροδοτώντας και στις επόμενες γενιές το αριστούργημα που υμνεί τη διαφορετικότητα και την αποδοχή της, πολεμώντας το ρατσισμό και της καταπίεσης. Αγώνας που δεν έχει ακόμη τελειώσει.
Υπόθεση από οπισθόφυλλο
“Σκοτώστε όσες κίσσες θέλετε, αν μπορείτε να τις πετύχετε, αλλά να θυμάστε ότι είναι αμαρτία να σκοτώνεις τα κοτσύφια”.
Αυτή είναι η συμβουλή του δικηγόρου Άττικους Φιντς στα παιδιά του, καθώς ο ίδιος αποφασίζει να υπερασπιστεί στο δικαστήριο το πραγματικό “κοτσύφι” αυτής της υπέροχης ιστορίας, έναν νεαρό μαύρο…
Μέσα από τα παιδικά μάτια της Σκάουτ και του Τζεμ Φιντς, η Χάρπερ Λη εξερευνά με εντιμότητα και αστείρευτο χιούμορ τον παραλογισμό της στάσης των ενηλίκων απέναντι στις φυλετικές και κοινωνικές διακρίσεις στον Αμερικάνικο Νότο της δεκαετίας του ’30.
Το φαινομενικά γαλήνιο και ειρηνικό Μέικομπ της Αλαμπάμα είναι στην πραγματικότητα βουτηγμένο στην προκατάληψη, τη βία και την υποκρισία. Αλλά τη ναρκωμένη συνείδηση της πόλης θα συνταράξει το σθένος ενός ανθρώπου που αγωνίζεται για τη δικαιοσύνη…
Ένα από τα πιο αγαπημένα μυθιστορήματα που γράφτηκαν ποτέ το Όταν Σκοτώνουν τα Κοτσύφια συγκαταλέγεται στα κλασικά έργα της παγκόσμιας σύγχρονης λογοτεχνίας. Έχει κερδίσει το Βραβείο Πούλιτζερ και πολλές άλλες διακρίσεις, μεταφράστηκε σε πάνω από 40 γλώσσες και μεταφέρθηκε με μεγάλη επιτυχία στον κινηματογράφο. Επίσης, σε ψηφοφορία που διεξήγαγε το περιοδικό Library Journal στις ΗΠΑ, αναδείχτηκε το καλύτερο μυθιστότημα του 20ου αιώνα.