Κατά την διάρκεια της 39ης Γενικής Συνέλευσής της, η UNESCO διακηρύσσει ότι η αλλαγή του κλίματος είναι ένα ηθικό πρόβλημα. Σε μια ομόφωνη απόφαση, τα 195 Κράτη Μέλη υπέγραψαν την παγκόσμια διακήρυξη των ηθικών αρχών σε σχέση με την αλλαγή του κλίματος (Παρίσι, 30 Οκτωβρίου-11 Νοεμβρίου).
Η διακήρυξη της UNESCO έχει ως στόχο να βοηθήσει τις κυβερνήσεις, τις επιχειρήσεις και την κοινωνία, κινητοποιώντας τους ανθρώπους γύρω από κοινές αξίες για την αλλαγή του κλίματος. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι εάν αυτές οι ηθικές αρχές δεν γίνουν η βάση της παγκόσμιας δράσης για την καταπολέμηση της αλλαγής του κλίματος, το αποτέλεσμα θα είναι η δημιουργία πολλών καταστροφών, φτώχειας και ανισοτήτων. Ο κίνδυνος βρίσκεται στο ότι οι πιο αναπτυγμένες οικονομίες που βρίσκονται σε περισσότερο ασφαλή γεωγραφικά μέρη, θα προκαλούν μόλυνση του περιβάλλοντος. Κατά συνέπεια θα πλήττονται αδίκως οι λιγότερο ασφαλής περιοχές κάτι που θα προκαλέσει διαφορετικές συνθήκες ανάπτυξης και ευημερίας διευρύνοντας τις ανισότητες.
Είναι ζωτικής σημασίας, μεταξύ άλλων δεοντολογικών αρχών, μια επιστημονικά βασισμένη προσέγγιση στη λήψη αποφάσεων σχετικά με το κλίμα. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι: «Η λήψη αποφάσεων βασισμένη στην επιστήμη είναι εξαιρετικά σημαντική για την αντιμετώπιση των προκλήσεων, για τον μετριασμό των κλιματικών συνεπειών και για την προσαρμογή σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο κλίμα. Επομένως οι αποφάσεις θα πρέπει να βασίζονται σε γνώσεις από τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες».
Σε κάθε επίπεδο, η δράση για το κλίμα απαιτεί μια υπεύθυνη προσέγγιση. Με την υποστήριξη κορυφαίων εμπειρογνωμόνων, συμπεριλαμβανομένων των διαπραγματευτών πολυμερών συνθηκών για το κλίμα, επιστημόνων της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Αλλαγή του Κλίματος και της ηθικής, η UNESCO διευκόλυνε τα τελευταία δέκα χρόνια τη συζήτηση για τη δεοντολογία της κλιματικής αλλαγής, εξετάζοντας τον τρόπο προώθησης της δικαιοσύνης και αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής μέσα στον χρόνο.
Η διαδικασία ξεκίνησε το 2008, όταν η Παγκόσμια Επιτροπή για τη Δεοντολογία των Επιστημονικών Γνώσεων και Τεχνολογίας (COMEST), ένα παγκόσμιο συμβουλευτικό σώμα εμπειρογνωμόνων, ξεκίνησε να διαμορφώνει τα ζητήματα και να προωθεί πολιτικές απαντήσεις.
Βιώσιμη ανάπτυξη και κλιματική αλλαγή
Μπορεί όλα αυτά να φαντάζουν λογικά και ίσως αδιάφορα σε κάποιον που δεν ασχολείται με το θέμα. Aξίζει εδώ να κάνουμε κάποιες αναφορές στο συγκεκριμένο ζήτημα, ώστε να γίνει περισσότερο κατανοητή η σημασία αυτής της διακήρυξης.
Σε γενικές γραμμές, το κείμενο αναφέρεται στην βιώσιμη ανάπτυξη και την αντιμετώπιση της αλλαγής του κλίματος. Η βιώσιμη ανάπτυξη αποτελεί μια μεγάλη πρόκληση γα την άσκηση πολιτικής στην σημερινή εποχή. Οι ιδέες οι οποίες καθόρισαν το τι σημαίνει η βιώσιμη ανάπτυξη ξεκίνησαν να πρωτοπαρουσιάζονται στις αρχές του 1970. Ο βασικός λόγος που ξεκίνησε μια τέτοια συζήτηση ήταν για να εξεταστεί αν η συνεχής οικονομική μεγέθυνση θα οδηγήσει σε ανεπανόρθωτες ζημίες στο περιβάλλον. Η συζήτηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές του 1980 όταν πλέον δημοσιεύτηκαν οι πρώτες μελέτες από την IUCN. Από τότε η βιώσιμη ανάπτυξη βρίσκεται στο επίκεντρο της σκέψης αναφορικά με την οικονομική μεγέθυνση και το περιβάλλον. Μάλιστα το 1987 η Παγκόσμια Τράπεζα δημοσίευσε μια έκθεση στην οποία θεμελίωνε ακόμα περισσότερο την έννοια της βιώσιμη ανάπτυξης.
Χαρακτηριστικά: «Η βιώσιμη ανάπτυξη, είναι μια ανάπτυξη η οποία ικανοποιεί τις ανάγκες της σημερινής γενιάς, με τρόπο που να μην βάζει σε κίνδυνο την μη ικανοποίηση των αναγκών που θα έχουν ή θα αποκτήσουν οι μελλοντικές γενιές». Εν τέλει η Παγκόσμια Τράπεζα κατέληγε ότι: «Η οικονομική μεγέθυνση (οικονομική ανάπτυξη), η εξάλειψη (μείωση) της φτώχειας και η υγιής (σωστή) διαχείριση του περιβάλλοντος, είναι θέματα συγγενή και αλληλοεξαρτώμενα».
Αυτή η ανάλυση του θέματος οδήγησε σταδιακά στη δημιουργία δύο σχολών σκέψης, τη σχολή της ασθενούς βιωσιμότητας και τη σχολή της ισχυρής βιωσιμότητας. Ο βασικός λόγος που οδηγηθήκαμε στη δημιουργία των δυο σχολών είναι η διαφωνία που υπήρχε στον τρόπο μέτρησης και ενσωμάτωσης των νέων μοντέλων στην σύγχρονη οικονομική – πολιτική θεωρία.
Σχολή ασθενούς βιωσιμότητας
Η σχολή της ασθενούς βιωσιμότητας υιοθέτησε ένα μεγάλο πλήθος νεοκλασικών μοντέλων ανάλυσης. Τα μοντέλα αυτά εστιάζουν σε μεγάλο βαθμό στην ανάλυση της ευημερίας και στην ανάλυση της παράγωγης. Βάση για αυτές τις αναλύσεις αποτέλεσε η Μικροοικονομική η οποία, για τους νεοκλασικούς, εξηγεί επαρκώς τις συμπεριφορές των καταναλωτών και των παραγωγών σε ένα οικονομικό σύστημα.
Αυτό που γίνεται φανερό είναι ότι οι νεοκλασικοί, δηλαδή η σχολή της ασθενούς βιωσιμότητας, αναγάγουν το πρόβλημα σε ένα κατεξοχήν οικονομικό πρόβλημα το οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί. Προσπαθούν να προσεγγίσουν τα προβλήματα που δημιουργεί η συνεχής μεγέθυνση, ή με άλλα λόγια η μεγέθυνση της παράγωγης, με την μορφή των εξωτερικοτήτων και πώς αυτές επηρεάζουν την ευημερία των ανθρώπων (το γνωστό utility).
Όλη η θεωρία της ασθενούς βιωσιμότητας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οικονομική βιώσιμη ανάπτυξη θα έχουμε όταν το κατά κεφαλήν προϊόν θα αυξάνεται μέσα στον χρόνο ή τουλάχιστον δεν θα μειώνεται. Υπονοούν δηλαδή, ότι ανεξάρτητα από την υποβάθμιση του περιβάλλοντος αν η οικονομική ευημερία αυξάνεται τότε δεν υπάρχει πρόβλημα. Υπάρχει επομένως μια σχέση υποκατάστασης μεταξύ της οικονομικής ευημερίας και της ευημερίας του περιβάλλοντος.
Σχολή ισχυρής βιωσιμότητας
Στον αντίποδα της ασθενούς βιωσιμότητας βρίσκεται η σχολή της ισχυρής βιωσιμότητας η οποία απορρίπτει αρκετές από τις αρχές της προηγουμένης και αναθεωρεί τα συμπεράσματα της. Η βασική αδυναμία της σχολής αυτής είναι ότι βασίζει τα υποδείγματα της σε θεωρίες ξέχωρες από την οικονομική ανάλυση.
Οι προσεγγίσεις της σχολής έχουν χαλαρή σχέση με την επιστημονική ανάλυση και μάλλον προσεγγίζει περισσότερο κάποιες απόψεις θεμελιωμένες πάνω σε περιβαλλοντολογικές και βιολογικές επιστήμες σε συνδυασμό με κάποιους κανόνες ηθικής. Επομένως παρά την ουσία τους, χρησιμοποιήθηκαν κυρίως σαν κριτικές απέναντι στην νεοκλασική σχολή, η οποία προσπάθησε να ενσωματώσει όσα περισσότερα μπορούσε ώστε να παρουσιάσει μια πιο ολοκληρωμένη θεωρία.
Η Σχολή της ισχυρής βιωσιμότητας καταλήγει σε κάποιες θεωρίες οι οποίες έχουν να κάνουν με την βιωσιμότητα του περιβάλλοντος η οποία συσχετίζεται με την ύπαρξη ενός ορίου εκμετάλλευσης του. Προτείνονται κάποιοι τρόποι χρήσης των φυσικών πόρων που θα έχουν σαν αποτέλεσμα το περιβάλλον να μπορεί να διαχειριστεί την απώλεια τους και να ανανεώσει την ύπαρξη τους. Τέλος σημασία έχει να αναφέρουμε ότι η σχολή της ισχυρής βιωσιμότητας θεωρεί την οικονομική ευημερία σαν συμπληρωματική της περιβαλλοντικής και θεωρεί ότι δεν υπάρχει σχέση υποκατάστασης των δυο.
Νέα τάξη πραγμάτων από την UNESCO
Είναι εύκολα κατανοητό ότι η κυρίαρχη σχόλη, της οποίας εφαρμόζονται τα μοντέλα για την διαχείριση της βιώσιμης ανάπτυξης και για την διαχείριση των προκλήσεων της αλλαγής του κλίματος, είναι η σχολή της ασθενούς βιωσιμότητας. Βλέπουμε όμως στις μέρες μας ότι το κλίμα αλλάζει, δημιουργούνται πολλές περιβαλλοντολογικές καταστροφές και ότι γενικότερα ο άνθρωπος απειλείται από την ίδια του την συμπεριφορά.
Η UNESCO επομένως, καταφέρνοντας να «πείσει» 195 Κράτη Μέλη ότι αυτή η προσέγγιση ίσως να μην είναι τόσο βιώσιμη (όσο κάποιοι την φαντάζονταν) ίσως να σώζει πραγματικά τον πλανήτη. Προτείνει την υιοθέτηση κάποιων ηθικών άξιων για την αντιμετώπιση του φαινομένου, στρέφοντας ξεκάθαρα τα πυρά της κατά της σχολής της ασθενούς βιωσιμότητας.
Αυτή η διακήρυξη θα μπορούσε μάλλον να αποτελέσει την αρχή μιας τεράστιας συζήτησης για το πώς θα μπορέσει να θεμελιωθεί η βιώσιμη ανάπτυξη στα πλαίσια της οικονομικής ανάλυσης. ‘Ισως για πρώτη φορά μάλιστα, υπονοείται ότι η θεμελίωση αυτή δεν είναι θέμα της οικονομικής επιστήμης γενικότερα.
Ενδεχομένως να μιλάμε για την αρχή μιας νέας προσέγγισης που δε θα βασίζεται σε οικονομικά μοντέλα, αλλά σε άλλες επιστήμες. Πρόκειται δηλαδή για παραδοχή ότι η οικονομική ανάλυση έχει αποτύχει να επιλύσει το θέμα και ότι θα πρέπει να οδηγηθούμε σε ένα νέο πλαίσιο αντιμετώπισης του προβλήματος που έχει σχέση με την διαμόρφωση οικολογικής ηθικής και ενσυναίσθησης. Θέλει δηλαδή τον άνθρωπο -εκμεταλλευτή της φύσης, να γίνει ένας άνθρωπος- προστάτης της φύσης. Όχι για χάρη της φύσης, αλλά για να σώσει την ίδια του την ύπαρξη.