Το χωριό Προσήλιο αποτελεί Τοπική Κοινότητα του Δημοτικού Διαμερίσματος Τζουμέρκων του Δήμου Βορείων Τζουμέρκων (ο πρώην Δήμος Τζουμέρκων αποτελούνταν από τα Δ.Δ. Χουλιαράδων, Μιχαλιτσίου, Βαπτιστή- Γκούρας, Κέδρου, Πετροβουνίου, Ποτιστικών-Λούτζενο, Παλαιοχωρίου Συρράκου). Το χωριό βρίσκεται στις δυτικές υπώρειες της κεντρικής Πίνδου και βρίσκεται στο κέντρο των βλαχόφωνων χωριών των Τζουμέρκων (Συρράκο, Καλαρρύτες, Ματσούκι, Κηπίνα- Αρμπουρίσι, Παλαιοχώρι Συρράκου, Βαθύπεδο) παρόλα αυτά ο πληθυσμός του είναι μη βλαχόφωνος. Απέχει από τα Ιωάννινα 48 χλμ, με τα οποία συνδέεται μέσω ασφαλτοστρωμένου δρόμου που ολοκληρώθηκε το 1995 ενώ η διάνοιξή του είχε ολοκληρωθεί ήδη από το 1961. Η πλατεία του χωριού βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 700 μέτρων. Εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους του χωριού είναι 221 άνθρωποι, ενώ οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού είναι ελάχιστοι.
Το ιστορικό κέντρο του χωριού αποτελούσε το κέντρο της κοινωνικής, οικονομικής και θρησκευτικής ζωής των Προσηλιωτών. Το κέντρο του χωριού ήταν ανέκαθεν η σημερινή ενότητα της πλατείας, του κοινοτικού καφενείου, του παλιού σχολείου και της κεντρικής εκλλησίας του χωριού, του Αγίου Βλασίου. Η πλατεία του χωριού φέρει επίσης το τοπωνύμιο “Αμπέλι” αν και δεν υπάρχει στη μνήμη των κατοίκων η ύπαρξη αμπελιού στο συγκεκριμένο χώρο. Πιθανόν πολύ παλιότερα όταν ακόμα υπήρχε σε λειτουργία το μοναστήρι στο χωριό στη περιοχή να υπήρχε αμπέλι. Η είσοδος στο ιστορικό κέντρο του χωριού γίνεται από τον επαρχιακό δρόμο που συνδέει το χωριό με τη Πράμαντα. Πρώτα κάποιος κατά την κάθοδό στο πετρόκτιστο δρόμο συναντά το παλιό Κοινοτικό Γραφείο του χωριού. Επί κοινότητας Προσηλίου ήταν ένα ζωντανό κτίριο.
Σήμερα είναι πλήρως ανακατασκευασμένο και λειτουργεί ως αγροτικό ιατρείο. Δίπλα από το κοινοτικό γραφείο βρίσκεται η σημερινή παιδική χαρά του χωριού που τις παλιότερες δεκαετίες έζησε ένδοξες μέρες ως σχολικός κήπος. Στο ιστορικό κέντρο του χωριού δεσπόζει ο Ιερός Ναός του Αγίου Βλασίου. Ιδιαίτερα μεγάλος Ναός για το μέγεθος του χωριού είναι η κεντρική εκκλησία του χωριού και πανηγυρίζει στις 11 Φλεβάρη. Πίσω από την εκκλησία βρίσκεται και το οστεοφυλάκιο. Στο τέλος του λιθόκτιστου δρόμου δεσπόζει η παραδοσιακή πλατεία του χωριού. Η πλατεία σήμερα είναι πλακόστρωτη με μαύρη πλάκα ενώ παλιότερα, ήταν στρωμένη με τσιμεντόπλακες και ακόμα πιο παλιά απλά με χώμα. Στο κέντρο της πλατείας υπάρχει υπεραιωνόβιος πλάτανος ενώ ακριβώς δίπλα από τη βρύση της κεντρικής πλατείας στέκει ένα από τα παλαιότερα και ιστορικά πουρνάρια του χωριού.
Ιστορικά στοιχεία
Το χωριό αναφέρεται για πρώτη φορά τους ύστερους Βυζαντινούς χρόνους με το παραλλαγμένο όνομα «Τιμοσμίδενα» στο Χρυσόβουλο του Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου του Πρεσβυτέρου (1282-1328 μ.Χ.) που εκδόθηκε το 1321 μ.Χ. και ενδιαφέρει τη Μητρόπολη Ιωαννίνων, υπαγόμενο τότε στη λεγόμενη Επαρχία Σμοκόβου ή Μαλακασίου. Στη συνέχεια το χωριό ονομάσθηκε «Ντοβίσδιανα» σλαβική ονομασία πιθανώς από το (σλάβικο dovis-ξύλο), το 1927 μετονομάσθηκε σε Χαλάσματα, και το 1928 πήρε τη σημερινή του ονομασία Προσήλιο.
Ενδείξεις και ορισμένα ευρήματα, ενισχύουν τη θεωρία ότι το χωριό κατοικούνταν και προ Χριστού και συγκεκριμένα τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους (4ος-7ος αιώνας μ.Χ.) είχε κατασκευασθεί παλαιοχριστιανικός Ναός με ψηφιδωτά δάπεδα και παραστάσεις φυτών και ζώων. Αρχαιολογική σκαπάνη το 1958 στο κέντρο του χωριού έφερε στο φως ευρήματα τα οποία φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων ενώ σώζεται και ψηφιδωτό στο παλαιό Οστεοφυλάκειο.
Ακριβώς στην έκταση αυτή (σημερινός Αγ. Βλάσιος-Παλαιό Νεκροταφείο-Αργένι-Πλατεία) υπήρχαν τα κτίσματα Παλαιού Μοναστηριού. Το Μοναστήρι είχε πολλούς μοναχούς, κτήματα και πολλά ζώα που βοσκούσαν στο βουνό «Σάντος» και το γάλα ερχόταν στο Μοναστήρι με κεραμιδένιο αγωγό από το βουνό. Στο Μοναστήρι γινόταν η επεξεργασία. Μέχρι πριν μερικά χρόνια σώζονταν υπολείμματα του αγωγού αυτού. Καλλιεργητές των βακούφικων κτημάτων ήταν εργάτες (κολλήγοι) από τα γύρω χωριά (Μιχαλίτσι, Παλαιοχώρι, Σκλούπο, Ραφταναίοι, Χριστοί, Πράμαντα) αλλά πιθανόν και από άλλες περιοχές. Αυτοί σιγά σιγά παρέμειναν στο χωριό. Το 1821 (29 Ιουλίου) κατά πάσα πιθανότητα το Μοναστήρι καταστράφηκε από τον Χουρσίτ Πασά που πήγαινε στο Συρράκο και Καλαρρύτες να καταστείλει την εξέγερση.
Κατά πάσα πιθανότητα το είχε και Σέρβους Μοναχούς και υπάγονταν στην Ιερά Μονή Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους (Σέρβικες εικόνες και Αντιμήνσιο του 1870 καθηγιασθέν στην Ι.Μ. Χιλανδαρίου) υπάρχουν και σήμερα.Το χωριό μετονομάστηκε σε Προσήλιο το 1928, διατήρησε για ένα χρόνο το όνομα Χαλάσματα από το 1927 έως 1928, ενώ η πρώτη του ονομασία σλαβικής προελεύσεως που διατηρήθηκε μέχρι και το 1927 ήταν Δοβίσδιανα. Οι κάτοικοι του δεν ανήκαν στη βλάχικη φυλή και παρόλο που οι εμπορικές τους σχέσεις ήταν κυρίως με βλάχους ελάχιστοι γνώριζαν και μιλούσαν τη βλάχικη γλώσσα. Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνταν με τη γεωργοκτηνοτροφία ενώ το χωριό έβγαλε και αρκετούς μάστορες.
Υπάρχουν σειρά ευρημάτων που ενισχύουν την προφορική παράδοση για την ύπαρξη σημαντικού Μοναστηριού στο χωριό. Σημαντικότερο εύρημα είναι το μεγάλο ψηφιδωτό του παλαιού Οστεοφυλακείου, ημερομηνίες εικόνων πρωθύστερες του 18ου αιώνα, μέρη κιόνων που υπάρχουν σε σπίτια συγχωριανών που προέρχονται από χώρους του ιστορικού κέντρου του χωριού, τα τμήματα του κεραμιδένιου αγωγού μεταφοράς του γάλατος από το βουνό στο Μοναστήρι που βεβαιώνουν πολλοί εν ζωή συγχωριανοί ότι ήταν διασωσμένα μέχρι και τα μέσα του προηγούμενου αιώνα κ.λ.π. Ισχυρός παράγοντας βέβαια παραμένει η προφορική παράδοση. Μέχρι και τις μέρες μας η πλατεία του χωριού συνηθίζεται να λέγεται “Αμπέλι”. Ποτέ βέβαια κάποιος δεν θυμάται αμπέλι στη περιοχή. Η ύπαρξη του Αμπελιού χάνεται σε βάθος τουλάχιστον δύο αιώνων μιας και δεν υπάρχει καταγεγραμμένη μαρτυρία για την ύπαρξη του πέραν από διαδοχικές προφορικές μαρτυρίες για παλιά ύπαρξή του χωρίς κάποιος να έχει ανάμνησή του. Εξάλλου δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως το χωριό βρίσκεται στη κυριολεξία στο κέντρο από σημαντικούς βλαχόφωνους οικισμούς της περιοχής των Τζουμέρκων χωρίς ο πληθυσμός του να ανήκει στην βλάχικη φυλή. Ακόμα και επίθετα του χωριού δεν συναντώνται σε γειτονικά χωριά στοιχεία που ενισχύουν την προφορική παράδοση πως το χωριό διαμορφώθηκε στην ουσία από οικογένειες που ερχόταν από διάφορα σημεία της χώρας ως εργάτες στα βακούφικα κτήματα. (προφορικές μαρτυρίες για οικογένειες ακόμα και από τη Λιβαδειά). Η πληθώρα των σλαβικής προέλευσης τοπωνυμίων (Άρζα, Σπέλζα, Σκάλζα, Ντάρτζα, Καλίτση,Γκρέγκιζα κ.λ.π.) σε συνδυασμό με τα στοιχεία σύνδεσης με την Ιερά Μονή Χιλανδαρίου ενισχύουν τη θεώρηση για το συγκεκριμένο παρελθόν του χωριού.
Πηγές:
Σύνταξη κειμένου: Μίλτος Γήτας
Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Σακελλαρίου