Ο Αρχάγγελος χτισμένος σε κομβικό σημείο και σε απόσταση 19 χιλιομέτρων βορείως της Πρέβεζας, συνδυάζει βουνό και θάλασσα, δάσος και ποτάμι με κάμπους. Το χωριό απέχει μόλις 3 χιλιόμετρα από την παραλία του Ιονίου, βρίσκεται σε υψόμετρο 40 μέτρων και αριθμεί περίπου 500 κατοίκους.
96 χρόνια μετά την ίδρυσή του, το χωριό διαθέτει δικτυακή παρουσία και σας καλεί να γνωρίσετε την ιστορία, τα έθιμα και τις παραδόσεις του, αλλά και να ενημερωθείτε για τα νέα του χωριού και την καθημερινότητα των κατοίκων. Επιπλέον, φιλοδοξία του δικτυακού αυτού τόπου είναι να αποτελέσει βήμα διαλόγου και μέσο επικοινωνίας με τους ανθρώπους, που κατάγονται από την ευρύτερη περιοχή του δήμου και του νομού αλλά κατοικούν αλλού.
Iστορία
Ο Αρχάγγελος είναι σχετικά νέο χωριό, καθώς ιδρύθηκε το 1922 μετά την Μικρασιατική καταστροφή, οπότε και η πλειοψηφία των Ελλήνων αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις προαιώνιες πατρίδες και να πάρει το δρόμο του ξεριζωμού.
Οι Μικρασιάτες που ίδρυσαν το χωριό Αρχάγγελος, προέρχονταν από χωριά του Δ. Πόντου, κοντά στην τουρκική κωμόπολη Αγιατζίκ, 48 χλμ. Δ- ΝΔ της Σινώπης, 90 χλμ. ΒΑ της Κασταμονής και 68 χλμ. Α της αρχαίας παραλιακής πόλης τους Δ. Πόντου Ινέπολης (Ιωνόπολη). Τα χωριά αυτά ήταν το Αϊαντόν, η Μόρζα, η Τόσος, το Γιαλού, το Χελαντού, η Ταΐστα, το Καρσού και το Πινέφ, όλα ελληνικά χωριά. Όλα βρίσκονταν κοντά στη Μαύρη θάλασσα, αλλά παραλιακό ήταν μόνο το Γιαλού. Τα άλλα ήταν χτισμένα σε υψώματα σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα τριγυρισμένα από δάση με καστανιές. Η γλώσσα που μιλούσαν εκεί οι Έλληνες ήταν υποχρεωτικά η τουρκική, όμως λάτρευαν ελεύθερα τη θρησκεία τους. Σε άλλα από αυτά τα χωριά ο πληθυσμός ήταν αμιγώς ελληνικός και σε άλλα κατοικούσαν και Τούρκοι. Οι σχέσεις τους με τους απλούς Τούρκους ήταν πολύ καλή και η συμβίωσή τους ομαλή. Οι Έλληνες εκτός από τις αγροτικές ασχολίες γνώριζαν και τέχνες και κρατούσαν την οικονομία του τόπου στα χέρια τους. Ο αποχωρισμός ήταν πικρός και η λύπη μεγάλη και για τους Έλληνες και για τους απλούς Τούρκους όταν οι Έλληνες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα χωριά τους.
Οι Έλληνες κάτοικοι αυτών των χωριών έζησαν κάθε τραγική στιγμή της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης των αρχών του 20ού αιώνα που κορυφώθηκε με τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και το τέλος του μικρασιατικού πολέμου. Οι άνδρες υποχρεώθηκαν σε πολύχρονες θητείες στον τουρκικό στρατό ή επάνδρωσαν τα Τάγματα εργασίας των Τούρκων. Πολλοί δεν κατόρθωσαν ποτέ να ξαναδούν τις οικογένειές τους. Κάποιοι πάλι συμμετείχαν στο αντάρτικο του Πόντου (1914-1922), με επίκεντρο στο Δυτικό Πόντο την Πάφρα.
Τα γυναικόπαιδα και οι γεροντότεροι υπέστησαν τις υποχρεωτικές μετακινήσεις προς τα ενδότερα τις Τουρκίας, το 1916 και το 1918. Με την επιστροφή στις εστίες τους, μετά από λίγους μήνες έβρισκαν τα σπίτια τους λεηλατημένα και άλλα κατοικημένα από Τούρκους. Η προσπάθειά τους να ξαναρχίσουν τη ζωή τους στον τόπο τους διακόπηκε οριστικά μετά την μικρασιατική καταστροφή (Αύγουστος 1992). Εκτός από τους άνδρες, που συγκεντρώθηκαν σε στρατόπεδα και σχημάτισαν πορείες αιχμαλώτων προς το εσωτερικό της Μ. Ασίας, ο υπόλοιπος ελληνικός πληθυσμός το φθινόπωρο – χειμώνα του 1922 έφθασε στην Ελλάδα περίπου 900.000 πρόσφυγες, εκείνη μόνο την περίοδο και από αυτούς 182.000 από τον Πόντο.
Τους κατοίκους των παραπάνω χωριών, συγκέντρωσαν οι Τούρκοι στρατιώτες τον Δεκέμβριο του 1922, και τους ερεύνησαν όλους εξονυχιστικά ώστε να μην μεταφέρουν μαζί τους οτιδήποτε πολύτιμο. Τους επέτρεψαν να πάρουν μαζί τους μόνο ό,τι μπορούσαν να κουβαλήσουν. Σύμφωνα με άλλη μαρτυρία τους κατέταξαν σε ομάδες ανά ενορία και τους οδήγησαν στα λιμάνια της Ινέπολης και της Σινώπης. Έτσι τους υποχρέωσαν να εγκαταλείψουν για πάντα τα σπίτια τους, τις περιουσίες τους και τις προαιώνιες πατρίδες τους.
Στην Ινέπολη γίνονταν αρπαγές και ληστείες από τους Τούρκους. Κάποιοι πρόσφυγες προσπάθησαν με όσα λεφτά μπορούσαν να βρουν, να εξασφαλίσουν μια θέση στα καράβια της γραμμής για να φύγουν νωρίτερα. Οι περισσότεροι επιβιβάστηκαν σε καράβια, που μετέφεραν τους πρόσφυγες και οδηγήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί έγινε επισήμως η ανταλλαγή, πέρασαν από απολύμανση, επιβιβάστηκαν σε ελληνικά καράβια και ήλθαν στην Ελλάδα.
Πρώτος σταθμός: Πρέβεζα
Πρώτος σταθμός τους ήταν η πόλη της Πρέβεζας. Τους οδήγησαν στην περιοχή Βρυσούλα. Εκεί είχε ελαιώνες και πολλά κουνούπια. Οι πρόσφυγες ζήτησαν να ξαναμπούν στα καράβια που δεν είχαν φύγει ακόμα, και να μεταφερθούν αλλού. Τους πήγαν στην Ιθάκη. Περίπου 4-500 άνθρωποι. Εγκαταστάθηκαν στο γηροκομείο και σε ένα σχολείο. Εκεί έμειναν 7-8 μήνες. Έγινε καταγραφή πληθυσμού και χωρισμός των ανθρώπων σε «αστικούς και γεωργούς». Οι αγρότες προβλέπονταν να σταλούν σε αγροτικές περιοχές και οι αστικοί στις πόλεις. Στην Ιθάκη μην μπορώντας να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες συχνά κατέφευγαν σε αρπαγές από χωράφια και αγρούς. Η ανυπόφορη κατάσταση για ντόπιους και πρόσφυγες τους έκανε να ψάξουν για μονιμότερη εγκατάσταση. Δημιουργήθηκαν επιτροπές για να εξετάσουν τα μέρη και να επιλέξουν, που θα εγκατασταθούν.
Γύρισαν στην περιοχή της Πρέβεζας. Έφθασαν στο μέρος που σήμερα βρίσκονται τα χωριά Σινώπη και Αρχάγγελος. Από την Τριανταφυλλιά της Σινώπης, όπου και σταμάτησαν για 24 ώρες, ερεύνησαν την γύρω περιοχή. Το σημείο που σήμερα βρίσκεται ο Αρχάγγελος οι πρόσφυγες θεώρησαν το κατάλληλο για να χτίσουν το νέο τους χωριό, αφού εκεί υπήρχαν αρκετά και εύφορα χωράφια για τη γεωργία, ξυλεία, νερό και ένα εκκλησάκι του Αγίου Αθανασίου, παλιό μοναστήρι.
Επέστρεψαν στην Ιθάκη και ξαναγύρισαν στα μέρη αυτά 80 οικογένειες. Τον Σεπτέμβριο του 1923 εγκαταστάθηκαν στην περιοχή που σήμερα υπάρχει ο Αρχάγγελος. Το κράτος μοίρασε αντίσκηνα, ένα σε κάθε δύο μικρές οικογένειες και ένα σε κάθε πολυμελή οικογένεια. Επί τρία χρόνια ζούσαν μέσα στις σκηνές στην περιοχή του ποταμιού δυτικά από το σημείο που επρόκειτο να γίνει το χωριό. Εκεί η περιοχή ήταν βαλτώδης, υπήρχαν κουνούπια και η ελονοσία θέριζε τους πρόσφυγες. Τελικά έμειναν 40 οικογένειες από τις 80 και 15 περίπου έφυγαν για άλλες περιοχές. Οι 40 οικογένειες που προέρχονταν από τα ίδια χωριά της Μ. Ασίας θα δημιουργούσαν στην συγκεκριμένη περιοχή τον Αρχάγγελο.
Η εγκατάσταση στον Αρχάγγελο
Αρχικά το χωριό ονομάστηκε Αγιαντζίκ σε ανάμνηση των χαμένων πατρίδων. Καθώς οι κάτοικοί του προέρχονταν από διαφορετικά χωριά, το όνομα που τους συνέδεε ήταν αυτό της μεγαλύτερης πόλης κοντά στην οποία ήταν κτισμένα τα χωριά τους στην Τουρκία. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο καθιερώθηκε το όνομα Αρχάγγελος, ως πλησιέστερη μετάφραση του τουρκικού Αγιαντζίκ.
Ύστερα από πολλές προσπάθειες βρέθηκε καλό, πόσιμο νερό το 1927. Στάλθηκε στο χημείο για εξέταση και αμέσως δόθηκε διαταγή να κτιστεί υδραγωγείο με προϋπολογισμό 500.000. Τα μισά χρεώθηκαν οι χωρικοί και τα άλλα μισά το κράτος. Αργότερα το κράτος μοίρασε εργαλεία και ζώα στους πρόσφυγες.
Το 1926 άρχισαν να χτίζονται τα πρώτα σπίτια με ξυλεία που δόθηκε από το κράτος. Δόθηκε ανά δύο οικογένειες ξυλεία για ένα σπίτι. Μια ουγγρική εταιρεία, ύστερα από δημοπρασία, ανέλαβε να χτίσει τα σπίτια του χωριού. Οι χωρικοί χρεώθηκαν 50 λίρες για κάθε σπίτι και 50 λίρες για κάθε χωράφι. Τα σπίτια που χτίστηκαν σάπισαν και καταστράφηκαν γρήγορα γιατί η ποιότητά κατασκευής ήταν πολύ κακή. Αργότερα οι χωριανοί έχτισαν άλλα μόνοι τους. Σε κάθε οικογένεια μοιράστηκαν 39 στρέμματα γης τα οποία χρεώθηκαν. Για να εξοφλήσουν τα χρέη τους οι χωρικοί συνεργάστηκαν δουλεύοντας όλοι μαζί στο χωράφι ενός και κατόπι του άλλου. Έτσι η καλλιέργεια γίνονταν γρήγορα και οι πρόσφυγες κατάφεραν να επιζήσουν με την ομόνοια και την αλληλοβοήθεια. Σε πολλές περιπτώσεις εφάρμοσαν την πολυκαλλιέργεια και την εναλλαγή καλλιέργειας για καλύτερη απόδοση. Τα χωράφια που τους διανεμήθηκαν ήταν χέρσα και πολλά από αυτά σε δυσπρόσιτες περιοχές. Οι πρόσφυγες με τα ελάχιστα μέσα που διέθεταν αλλά με πολύ θέληση για δουλειά πάλεψαν σκληρά για να γιατρέψουν τις πληγές του ξεριζωμού και να φτιάξουν τη ζωή τους στη νέα πατρίδα. Τα πρώτα χρόνια υπήρχε το άγχος της επιβίωσης. Πολλοί κυρίως γέροντες και παιδιά έχασαν τη ζωή τους από τις άθλιες συνθήκες ζωής και τις αρρώστιες. Στη συνέχεια ο στόχος των προσφύγων έγινε η βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους. Τα χρέη ήταν υπερβολικά για τα πενιχρά εισοδήματά τους. Εξοφλήθηκαν στην κατοχή όταν έπαψαν οι εισαγωγές και εξαγωγές του κράτους και πληθωρίστηκε το χρήμα.
Από τους πρόσφυγες πολλοί ήταν τεχνίτες μια και ήταν το κύριο επάγγελμά τους στην Τουρκία δηλαδή, μαραγκοί, χτίστες, γανωτές κα. Με τη γεωργία παρήγαγαν πολλά είδη για προσωπική χρήση και πώληση στα γύρω χωριά, όπως σιτάρι καλαμπόκι, ρύζι, όσπρια και όλα τα κηπευτικά. Μετά το 1950 άρχισε η δενδροκαλλιέργεια.
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας στην περιοχή του χωριού ήταν τσιφλίκια που ανήκαν στους πασάδες. Μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου από τους Τούρκους, το 1913, τα χωράφια πέρασαν στα χέρια των ντόπιων που έγιναν οι τσιφλικάδες της περιοχής. Μετά την ίδρυση του χωριού κάποια από τα χωράφια απαλλοτριώθηκαν από το ελληνικό κράτος και μοιράστηκαν στους πρόσφυγες. Οι ντόπιοι, κυρίως Σαρακατσάνοι στην καταγωγή, ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και έμεναν είτε στις στάνες τους είτε στο χωριό. Ήταν υποχρεωμένοι για να μείνουν στο χωριό να γίνουν μόνιμοι κάτοικοι Αρχαγγέλου, διαφορετικά μπορούσαν να μείνουν για ένα μόνο χρόνο, βάσει ενός ενοικιοστασίου. Το ενοικιοστάσιο καταργήθηκε το 1963 και πολλοί εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο χωριό.
Οι πρόσφυγες 1ης γενιάς στον Αρχάγγελο μιλούσαν την τουρκική γλώσσα και με δυσκολία έμαθαν τα ελληνικά, ενώ οι νέοι με την ίδρυση του σχολείου το 1930 άρχισαν να διδάσκονται την ελληνική γλώσσα. Τον δάσκαλο του χωριού τα πρώτα χρόνια πλήρωναν οι ίδιοι οι χωρικοί και όχι του κράτος.
Το 1924 δάσκαλος στον Αρχάγγελο τοποθετήθηκε ο Αβραμίδης Παρασκευάς, πρόσφυγας και αυτός από την Καισάρεια. Δίδαξε τα γράμματα και την ελληνική γλώσσα σε όλα τα παιδιά του χωριού και των περιοίκων μέχρι το 1950 περίπου, και παράλληλα πρόσφερε και τις ιατρικές του γνώσεις, καθώς είχε σπουδάσει ιατρική στη Γαλλία, φροντίζοντας κάθε ανάγκη των κατοίκων του χωριού.
Ο πρώτος ιερέας και πνευματικός πατέρας του χωριού, πρόσφυγας και αυτός, ήταν ο Τουμανίδης Κωνσταντίνος.
Τα χωριά των κατοίκων του Αρχαγγέλου στην Τουρκία όπως αναφέρθηκε βρίσκονταν κοντά στη θάλασσα του Πόντου, σε μια περιοχή που σύμφωνα με τις ιστορικές έρευνες βρίσκεται λίγο έξω από τα όρια του ιστορικού Πόντου, ο οποίος στα δυτικά του όρια περιλαμβάνει την ανεξάρτητη Διοίκηση της Σινώπης (τουρκική διοικητική διαίρεση) και κάποια τμήματα του νομού Κασταμονής. Οι Έλληνες εκεί δεν μιλούσαν την ποντιακή γλώσσα και δεν φορούσαν ποντιακές φορεσιές. Πολιτιστικά υπήρχαν επαφές με τον Πόντο αλλά και με την Καππαδοκία και με την Κωνσταντινούπολη. Τα τραγούδια τους ήταν στην τουρκική γλώσσα και μιλούσαν για τον έρωτα, τους αγώνες των Ελλήνων και κυρίως για τον πόνο του πρόσφυγα και τον ξεριζωμό, γι’ αυτό και οι αμανέδες ήταν οι αγαπημένοι ρυθμοί τους. Χόρευαν καρσιλαμάδες, τσιφτετέλια, ζειμπέκικα.
Κατά το 1960 η γενική ασθένεια της μετανάστευσης μόλυνε και το μικρό χωριό και πολλοί νέοι έφυγαν, για μια καλύτερη τύχη, στο εξωτερικό. Πολλοί μένουν μέχρι σήμερα εκεί, κάποιοι έχουν επιστρέψει.
Οι ιδρυτές του χωριού
Σύμφωνα με τον κτηματολογικό πίνακα της τοπογραφικής υπηρεσίας του Υπουργείου Γεωργίας του 1936 στο συνοικισμό Αρχαγγέλου Πρέβεζας διανεμήθηκαν κλήροι στους παρακάτω πρόσφυγες, οι οποίοι μαζί με τις οικογένειές τους αποτελούν τους πρώτους κατοίκους του χωριού και συνεπώς είναι οι ιδρυτές του:
Αβραμίδης Παρασκευάς
Βασιλειάδης Ιωάννης
Ελευθεριάδης Κυριάκος
Ισπόγλου Βασίλειος
Ισπόγλου Γεώργιος
Ισπόγλου Ιωάννης
Ισπόγλου Κωνσταντίνος
Ισπόγλου Παρασκευάς
Καλαϊτζόγλου Ιωάννης
Καρασάββα Κυριακή
Καρασάββας Κωνσταντίνος
Καρασάββας Νικόλαος
Κοτένογλου Αντώνιος
Κοτένογλου Γεώργιος
Κοτένογλου Ελευθέριος
Κοτένογλου Χαράλαμπος
Κουγιουμτζόγλου Ιωάννης
Κωνσταντινίδης Παρασκευάς
Μακροβασίλης Αντώνιος
Μακροβασίλης Γεώργιος
Ντεμιρτζόγλου Γεώργιος
Πεγκλίδης Γεώργιος
Σαρηγιαννίδης Ιωάννης
Σαρηγιαννίδης Κυριάκος
Σαρηγιαννίδης Κωνσταντίνος
Σαρηγιαννίδης Νικόλαος
Σαρηγιαννίδης Σάββας του Κ.
Σαρηγιαννίδης Σάββας του Παρασκευά
Σοφόπουλος Γεώργιος
Σοφόπουλος Ελευθέριος
Σοφόπουλος Παρασκευάς
Συβρίδης Αντώνιος
Συβρίδης Νικόλαος
Τουμανίδης Αναστάσιος
Τουμανίδης Κωνσταντίνος
Τσενικλόγλου Ελευθέριος
Τσενικλόγλου Ιωάννης
Τσενικλόγλου Κυριάκος
Τσενικλόγλου Φώτιος
Χατζηπέτρος Νικόλαος
Όλα όσα αναφέρονται παραπάνω είναι στοιχεία, που συγκεντρώθηκαν από συνεντεύξεις, που έδωσαν στον Σοφόπουλο Παύλο οι πρόσφυγες 1ης γενιάς: Κωνσταντινίδης (Κοτένογλου) Χαράλαμπος και Κοτένογλου Αντώνιος (1983), Τσενικλόγλου Κώστας (3-8-2003) και Κοτένογλου Γιώργος ( 18-1-2004 & 26-7-2004).
Τοπικά έθιμα
Για να μπορέσει να επιβιώσει η κοινωνία των προσφύγων μέσα από τόσες κακουχίες και βάσανα έπρεπε να βρουν κάποια διέξοδο: αυτή δεν ήταν άλλη από το τραγούδι και τα γλέντια. Τραγούδια εύθυμα αλλά και λυπητερά, γλέντια πολλά παρόλα τα βάσανα τους, γλέντια που εκτός από τα καθιερωμένα, γιορτές, Πάσχα, Χριστούγεννα, πραγματοποιούνταν σε καθημερινές συναντήσεις χωρίς συγκεκριμένη αφορμή αρκεί να υπήρχε το απαραίτητο ουζάκι. Μετά την εγκατάστασή τους στον ελληνικό χώρο διατήρησαν τα έθιμα που είχαν στην Τουρκία.
Το βράδυ της παραμονής της πρωτοχρονιάς οι νοικοκυρές έφτιαχναν πίτες, χαλβά, κοτόπουλο. Όταν όμως έπρεπε να φτιάξει το φαγητό της ημέρας κατά τη συνήθεια πίτα, δεν είχε νερό και έπρεπε να πάει στη δεξαμενή του χωριού να φέρει φρέσκο νερό. Έπαιρνε μαζί της ένα κομμάτι πίτα, λίγο χαλβά κι ένα κλαράκι ελιάς. Αν στη βρύση δεν υπήρχε τίποτε «θα γέμιζε το αγγείο της και θα έφευγε, αφήνοντας εκεί την πίτα και τον χαλβά μαζί με την ελιά».
Η δεύτερη νοικοκυρά που θα έρχονταν έχοντας κι αυτή τα ίδια πράγματα, έπρεπε ν’ αφήσει τα δικά της, να πάρει αυτά που βρήκε και να φύγει. Αυτό συνεχιζόταν ως ξημερώματα. Τότε πριν ακόμα χαράξει ο παπάς χτυπούσε την καμπάνα. Στο δρόμο για την εκκλησία απόφευγαν να δουν τον κάθε άνθρωπο γιατί δεν μπορούσαν να ξέρουν αν ήταν τυχερός ή όχι.
Όλη η οικογένεια έπρεπε πρώτα να δει τα εικονίσματα της εκκλησίας και μετά τους άλλους για να πάει καλά η χρονιά. Αν συναντούσε κάποιον στο δρόμο σκέφτονταν, ότι αν δεν πάει καλά η χρονιά «θα φταίει αυτός ο γρουσούζης». Στην εκκλησία οι νοικοκυρές έφερναν χαλβά, πίτες και ύστερα από τη λειτουργία έτρωγαν όλοι μαζί οι χωριανοί. Αυτή η συγκέντρωση ήταν αφορμή για τραγούδια της ημέρας, κάλαντα και χαρούμενους σκοπούς για το καλό του χρόνου.
Την ημέρα των φώτων έριχναν το σταυρό στο ποτάμι του χωριού. Αυτός που θα έπιανε το σταυρό γυρνούσε μαζί με τον παπά όλο το χωριό. Ο κόσμος προσκυνούσε και έδινε λεφτά ή άλλα δώρα. Συνήθως πριν ριχτεί ο σταυρός στο νερό γινόταν δημοπρασία του σταυρού. Αυτός που θα έδινε τα περισσότερα χρήματα γινόταν ο νονός του Χριστού, που βαπτίζονταν τη μέρα κείνη. Τα λεφτά πήγαιναν στην εκκλησία.
Την ίδια ημέρα γινόταν καρναβάλι. Τρία ως τέσσερα άτομα αποτελούσαν κάποια κομπανία με όργανα. Συνήθως παρίσταναν το γαμπρό και τη νύφη. Πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι. Πρώτος πήγαινε ο αρχηγός. Χτυπούσε την πόρτα και αφού άνοιγε ο οικοδεσπότης ακολουθούσε ο παρακάτω διάλογος:
«– Ποιος είναι;
– Καλησπέρα. Χρόνια πολλά.
Advertising
– Χρόνια πολλά.
– Θα μας επιτρέψετε να σας κάνουμε ένα χορό εδώ πέρα;
– Βεβαίως, μπράβο, περάστε.»
Έμπαιναν μέσα ο γαμπρός και η νύφη, ντυμένοι αστεία, και ακολουθούσαν τα όργανα, βιολί ντέφι. Τραγουδούσαν και χόρευαν όλοι μαζί, νοικοκυραίοι και η κομπανία. Έφευγαν και πήγαιναν σε άλλο σπίτι γυρίζοντας όλο το χωριό μέχρι το πρωί. Αυτό το έθιμο μ’ αυτή τη συγκεκριμένη κομπανία λέγονταν νεογάμπρια.
Άλλη κομπανία παρίστανε κάτι διαφορετικό όπως ένας παπάς με καλάθι για καλυμμαύκι, κουβέρτα για ράσο, ένα μικρό παιδί με τον κουβά κι ένα κλαρί για αγιασμό ψάλλοντας το «εν Ιορδάνη βαπτιζομένω σου κύριε». Ένα κωμικό σκετς που προκαλούσε τα γέλια, την ευθυμία και το τραγούδι. Στις απόκριες δεν υπήρχε το έθιμο της μασκαράτας στο χωριό αυτό, παρά μόνο άρχιζε η νηστεία της σαρακοστής.
Την Μεγάλη Εβδομάδα, ειδικότερα τη Μεγάλη Παρασκευή μετά την περιφορά του επιταφίου γύρω από το χωριό και τρεις φορές γύρω από την εκκλησία, όταν έπρεπε να ξαναμπεί ο επιτάφιος στο ναό η πόρτα ήταν κλειστή. Γίνονταν τότε ένας διάλογος ανάμεσα στον παπά που ήταν απ’ έξω και κάποιον ψάλτη που ήταν μέσα και παρίστανε τον άπιστο. Με το διάλογο αποδεικνύονταν η δύναμη του Χριστού και άνοιγε η πόρτα.
Τη δεύτερη μέρα του Πάσχα γίνονταν η λειτουργία της λαμπρής και στην Τούρκικη γλώσσα. Την ίδια μέρα μετά την εκκλησία γινόταν γλέντι με όλες τις οικογένειες του χωριού στο χώρο της εκκλησίας. Μετά συνεχιζόταν το γλέντι από σπίτι σε σπίτι επί τρεις ημέρες. Το πρώτο όμως γλέντι γινόταν μετά τη λειτουργία με τον παπά τους ψάλτες, το καθιερωμένο τσούγκρισμα των αυγών και τα κουλούρια.
Τις 2 Μαΐου, ημέρα του Αγίου Αθανασίου το χωριό γιορτάζει και γίνεται πανηγύρι. Μετά τη λειτουργία συγκεντρώνονταν σε κάθε σπίτι γνωστοί και συγγενείς και γλεντούσαν με εύθυμα τραγούδια και χορούς. Την ίδια ημέρα, κατά το βράδυ, όλο το χωριό συγκεντρώνονταν στο χώρο της πλατείας, και όχι στα καφενεία, σαν μια οικογένεια, και το γλέντι συνεχιζόταν με όργανα, μέχρι το πρωί. Οι βασικοί χοροί των Μικρασιατών ήταν ο Καρσιλαμάς και το Τσιφτετέλι. Τραγουδούσαν στην ελληνική και στην τουρκική.
Χαρακτηριστικό των προσφύγων ήταν η αλληλεγγύη και η αλληλοβοήθεια. Την εποχή του θερισμού για πιο εποικοδομητική και γρήγορη εργασία, δούλευαν όλοι μαζί σ’ ένα χωράφι, μέχρι να τελειώσουν με την ομαδική τους εργασία όλα τα χωράφια.
Η σκληρή δουλειά, από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου, συνοδευόταν από τραγούδια εύθυμα, με γενικό περιεχόμενο, τραγούδια που γνώριζαν όλοι και τραγουδούσαν σε κάθε γλέντι η συγκέντρωση. Στη διάρκεια του καλοκαιριού, για το ξεφλούδισμα του καλαμποκιού γίνονταν νυχτέρια από σπίτι σε σπίτι πάντα με ομαδική εργασία. Η δουλειά συνοδευόταν από γνωστά σε όλους τραγούδια, παροιμίες αινίγματα, περιπαιχτικούς διάλογους. Οι παλιότεροι που δεν γνώριζαν τα ελληνικά, τραγουδούσαν τα τραγούδια που έφεραν από την Τουρκία. Οι νεώτεροι, γνώστες της ελληνικής γλώσσας, ήξεραν τα ελληνικά τραγούδια, που τραγουδιόταν στο χώρο της Ηπείρου.
Την ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής, τα τρία γειτονικά χωριά, Αρχάγγελος, Σινώπη, Σαμψούντα, συγκεντρώνονταν στο ομώνυμο ερημοκλήσι της περιοχής και γινόταν διαγωνισμός πάλης ανάμεσα στους πιο δυνατούς άνδρες των τριών χωριών.
Ο Χαράλαμπος Κωνσταντινίδης ήταν ο πρώτος παλαιστής της περιοχής, αήττητος για πολλά χρόνια. Ο νικητής έδινε την τιμή στο χωριό του να είναι το πρώτο ανάμεσα στα τρία χωριά για ένα χρόνο. Μετά την πάλη γιορτάζονταν με τραγούδια και γλέντι η επιτυχία του πιο δυνατού. Το έθιμο αυτό καταργήθηκε το 1950, ύστερα από παρεξήγηση ανάμεσα στους παλαιστές, που κατέληξαν στα δικαστήρια.
Στους γάμους μετά την τελετή και το καθιερωμένο γλέντι στο σπίτι με όλους τους συγγενείς συνήθιζαν να πηγαίνουν κατά τα ξημερώματα στη βρύση του χωριού. Η νύφη έπαιρνε νερό και έδινε να πιουν όλοι οι καλεσμένοι.
Ο ναός Αγίου Αθανασίου
Ανεβαίνοντας προς την παλιά πλατεία του Αρχαγγέλου, χτισμένος στο υψηλότερο σημείο του, βρίσκεται ο ναός του Αγίου Αθανασίου, ο οποίος υπήρχε πολύ πριν από την ίδρυση του χωριού. Οι μαρτυρίες γερόντων, που ανήκαν στους ιδρυτές του χωριού αναφέρουν, ότι στο συγκεκριμένο σημείο βρισκόταν ήδη ένα εκκλησάκι, την χρονολογία κατασκευής του οποίου δεν γνώριζαν.
Σύμφωνα με το βιβλίο «Δοκίμιον Ιστορικόν Περί Άρτης και Πρεβέζης», η Μονή του Μεγάλου Αθανασίου χρονολογείται από τον 18ο αιώνα, αποτελώντας ιδιοκτησία του Νικολάου Τσιοβάρα. Μάλιστα, πίσω από το άγιο Βήμα υπήρχε τάφος στον οποίο πιθανολογείται ότι βρισκόταν θαμμένο το σώμα του ιδρυτή. Ο ναός έμεινε απροστάτευτος έως το 1872, οπότε διορίστηκε από τον Μητροπολίτη ως επιστάτης ο Ιωάννης Καλαντζής. Εκείνη την εποχή η μονή πήρε την ονομασία «ο άγιος Αθανάσιος είς τάς Καμάρας».
Έξω του χωρίου τούτου περί τήν ήμίσειαν ώραν μακράν υπήρχε ποτέ, ώς μαρτυρούσι τά ερείπια, Μονή τις του Μεγ. Αθανασίου, οικοδόμημα της ΙΗ’. εκατ., ης κτήτωρ υπήρξεν ό Καπετάν Νικόλαος Τσιοβάρας˙ κατεδαφισθέντων δε, ένεκα τών περιστάσεων τών οικημάτων πάντων, έμεινε και ο Ναός όλως απροστάτευτος άχρι του έτους 1872, οτε διωρίσθη παρά του Μητροπολίτου επιστάτης αυτού Πρεβεζαιός τις γέρων, Ιωάννης Καλαντζής, μετονομασθείς διά του Μοναχικού σχήματος Ιερεμίας˙ όπισθεν του αγίου Βήματος έστι τάφος τις κατασκευασμένος εκ τετορνευμένων λίθων, έν ω λέγεται ότι ετάφη το σώμα του δομήτορος˙ ή Μονή αύτη τανύν καλείται «ο άγιος Αθανάσιος είς τάς Καμάρας», πλησίον γάρ υπάρχουσι πλήθη ερείπια υδροζυγίων του Οκτάβιου Καίσαρος, και πλήθος έτερων ερειπίων, Οφ’ ών κατανοείται ότι υπήρχε καί τι χωρίον ενταύθα, ου τό όνομα άδηλον.
Σήμερα ο ναός του Αγίου Αθανασίου βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση και λειτουργεί κανονικά. Η εκκλησία, ωστόσο, δεν γιορτάζει στις 18 Ιανουαρίου (ημερομηνία κατά την οποία τελείται η μνήμη του Αγίου Αθανασίου), αλλά στις 2 Μαΐου. Ο λόγος έχει να κάνει προφανώς με τις καιρικές συνθήκες, οι οποίες την άνοιξη ευνοούν περισσότερο τη διεξαγωγή του καθιερωμένου έως και σήμερα πανηγυριού, το οποίο παλαιότερα γινόταν στην πλατεία του χωριού. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί, πως από το 2003 διεξάγονται στον χώρο της εκκλησίας και μαθήματα βυζαντινής μουσικής.
Πηγές:
- «Δοκίμιον Ιστορικόν περί Άρτης και Πρεβέζης», Σεραφείμ Ξενόπουλου του Βυζαντίου, Εν Αθήναις 1884. Έκδοση Μουσικοφιλολογικού Συλλόγου Άρτας «Σκουφάς», Άρτα 1986
- archangelos.net
- el.wikipedia.org
Σύνταξη κειμένου: Μίλτος Γήτας
Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Σακελλαρίου