
Στα Βόρεια Τζουμέρκα βρίσκονται μερικά από τα σημαντικότερα θρησκευτικά μνημεία του Νομού Ιωαννίνων. Με ελάχιστες εξαιρέσεις τα σωζόμενα εκκλησιαστικά μνημεία στον ορεινό όγκο των Τζουμέρκων χρονολογούνται από τον 17ο αιώνα και έπειτα. Το γεγονός μπορεί να αιτιολογηθεί αν αναλογιστούμε την ταραγμένη ιστορία του τόπου με τις αλλεπάληλες πυρπολήσεις και καταστροφές που υπέστησαν οι οικισμοί κατά την διάρκεια επιδρομών και ένοπλων συρράξεων. Καθ’ όλη την διάρκεια της οθωμανικής περιόδου, μάλιστα, τα μοναστήρια εκτός από τόποι θρησκευτικής λατρείας λειτούργησαν και ως χώροι φιλοξενίας περαστικών, περίθαλψης ασθενών και ως καταφύγια των κατατρεγμένων από τους κατακτητές.
Οι εκκλησίες και τα μοναστήρια στα Βόρεια Τζουμέρκα αποτελούν μνημεία του παρελθόντος που οριοθετούν τον χώρο αλλά και τον χρόνο της κοινότητας με τις θρησκευτικές πανηγύρεις να λειτουργούν ως συμβολικά ορόσημα γύρω από τα οποία συναρθρώνεται η συλλογική μνήμη του τόπου. Η θέση τους, ο αρχιτεκτονικός τύπος, τα υλικά δομής, η κατασκευή τους, το εικονογραφικό πρόγραμμα, η τεχνοτροπία των τοιχογραφιών, οι φορητές εικόνες φανερώνουν τις αντίστοιχες σχέσεις των χωριών, τις τεχνοτροπικές επιρροές ανάμεσα τους αλλά και από άλλες περιοχές ενώ παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τις μετακινήσεις των μαστόρων και των καλλιτεχνών στην ευρύτερη περιοχή.
Ιερά Μονή Τσούκας
Η Μονή Τσούκας στα Βόρεια Τζουμέρκα, αφιερωμένη στο Γενέθλιο της Θεοτόκου βρίσκεται στον ομώνυμο λόφο, σε υψόμετρο 760 μέτρων, κοντά στην κοινότητα Ελληνικό στη Δημοτική Ενότητα Κατσανοχωρίων. Σύμφωνα με την παράδοση το μοναστήρι ιδρύθηκε στα 1190 από τον αυτοκράτορα Ισαάκιο Β’ Άγγελο, καταστράφηκε το 1736 και ανακαινίσθηκε το 1779.
Η Ιερά Μονή Τσούκας είναι το μεγαλύτερο προσκύνημα του νομού Ιωαννίνων και το πανηγύρι της στις 8 Σεπτεμβρίου συγκεντρώνει σημαντικό αριθμό προσκυνητών. Γνώρισε μεγάλη ακμή την εποχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου και έγινε κέντρο θρησκευτικό και εθνικό (το 1821 και σε όλους τους εθνικούς αγώνες, ήταν καταφύγιο των επαναστατημένων ραγιάδων). Η παράδοση αναφέρει ότι στο βράχο Τσούκα βρέθηκε μία εικόνα της Παναγίας και οι Λοζετσινοί, δηλαδή οι κάτοικοι του Ελληνικού, έκτισαν ένα εκκλησάκι στο λόφο της Αγ. Μαρίνας και την τοποθέτησαν στο εσωτερικό του. Η εικόνα όμως κάθε βράδυ μεταφερόταν στην Τσούκα υποδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό την τοποθεσία ανέγερσης του Μοναστηριού. Πήρε το όνομά της από την κορυφή του λόφου που είναι χτισμένη, καθώς «Τσιούκα Ανάλτα» στα βλάχικα σημαίνει «υψηλή κορυφή».

Η Μονή έχει φρουριακό χαρακτήρα. Η είσοδος στον υψηλό περίβολο κοσμείται με λιθανάγλυφα. Κελιά υπάρχουν στη νοτιοδυτική και βόρεια πλευρά (στο μεγαλύτερο μέρος τους κτίσματα του 18ου-19ου αι.), τα οποία έχουν αναστηλωθεί τα τελευταία χρόνια. Μία στέρνα με στέγαστρο βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά του καθολικού. Το λιθόκτιστο κωδωνοστάσιο είναι του 1866, σύμφωνα με την επιγραφή που φέρει.
Το καθολικό κτίστηκε πιθανόν στα τέλη του 17ου αι., στον αθωνίτικο τύπο (μονόχωρος ναός με χορούς) με προστώο δυτικά. Στο εσωτερικό επιγραφή στο υπέρθυρο (σήμερα δε διακρίνεται) αναφέρει ότι ο ναός “ιστορήθη” με δαπάνη του κτήτορα Αλεξίου Παπαϊωάννου και “εχρυσώθη” το 1779 από τον Αθ. Ιωάννου, ιερέα από το Καπέσοβο. Οι τοιχογραφίες έχουν καλυφθεί από την αιθάλη, διακρίνονται όμως τα ανάγλυφα φωτοστέφανα των μορφών. Το αξιόλογο ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού χρονολογείται τον 18ο αι. και φέρει έξεργο φυτικό διάκοσμο.
Στη νότια πλευρά της Μονής στα Βόρεια Τζουμέρκα κοντά στην ανατολική είσοδο υπάρχει το παρεκκλήσι της Παναγίας, που υπέστη σημαντικές καταστροφές από πυρκαγιά. Σύμφωνα με τον ποιητή Κ. Κρυστάλλη το μοναστήρι ήταν φημισμένο για το ιαματικό του νερό. Στο πίσω μέρος της μονής ο επισκέπτης και προσκυνητής της μονής μπορεί να θαυμάσει τη χαράδρα του Αράχθου ποταμού που έχει χαρακτηριστεί ως τοπίο ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους. Η θέα από εκεί είναι απλά μαγευτική.
Μονή Αγίας Παρασκευής Πραμάντων
Το ιστορικό μοναστήρι ιδρύθηκε το 1876/1878 από τον ιερομόναχο Διονύσιο, κατά κόσμον Δημήτριο Θεοδώρου Νούτσο ή Νούτζο, στη θέση παλαιότερου ναΐσκου, αφιερωμένου στην Αγία Παρασκευή. Είναι περιτοιχισμένο σαν φρούριο και βρίσκεται λίγο έξω από τα Πράμαντα, πάνω σε έναν μικρό λόφο.

Η εκκλησία είναι μία μεγάλη τρίκλιτη βασιλική με τέσσερις κολώνες σε κάθε σειρά. Στο τέμπλο υπάρχουν εικόνες ιστορημένες το έτος 1839, που μεταφέρθηκαν από τη μικρή εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, της επονομαζόμενης «Μεγάλη Βρύση», που προϋπήρχε σε χώρο προκείμενο της ιεράς μονής. Στην είσοδο εξωτερικά είναι σκαλισμένος ένας σταυρός με χρονολογία 1876. Το μοναστήρι κατά την περίοδο 1908-1912 υπήρξε έδρα του γνωστού οπλαρχηγού της Ηπείρου Ιωάννη Πουτέτση. Λειτουργεί την ημέρα της εορτής της και όλο τον υπόλοιπο χρόνο μπορεί κανείς να προσκυνήσει.
Μονή Μουχουστίου Πλάκας
Ανάμεσα στη γέφυρα της Πλάκας και το χωριό Ραφταναίοι βρίσκεται το Μοναστήρι Παναγίας της Μουχουστιώτισσας ή Μονή Πλάκας. Δε μας είναι γνωστή η ακριβής χρονολογία ίδρυσης του μνημείου, η τεχνική όμως της κατασκευής του μας οδηγεί στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, οπότε παρατηρείται μια τόνωση της ναοδομίας σε απόμακρα απ’ τα διοικητικά κέντρα των Τούρκων μέρη, για τη θρησκευτική αφύπνιση του λαού. Ανακαινίσθηκε το 1665.

Οι τοιχογραφίες του κυρίως ναού χρονολογούνται, σύμφωνα με μια μαρτυρία, το 1680 και έχουν υποστεί φθορές. Οι τοιχογραφίες του νάρθηκα έγιναν το 1694 και περιλαμβάνουν σκηνές μαρτυρίων, παραβολών του Χριστού κ.ά. Ο ναός κοσμείται επίσης με ξυλόγλυπτο επίχρυσο τέμπλο. Σήμερα διασώζονται το καθολικό (σχεδόν ανέπαφο), ο κυρίως ναός και τμήμα του περιβόλου.
Το μοναστήρι γεωγραφικά ανήκει και στα Γιάννενα και στην Άρτα καθώς βρίσκεται ακριβώς στο όριο των δύο νομών, εκκλησιαστικά, όμως υπάγεται στην Άρτα. Ήταν ενεργό και ακμαίο ως τις αρχές του αιώνα, αλλά σύμφωνα με τις μαρτυρίες ντόπιων τα ταπιά με την περιουσία του τα έκαψε κάποιος τιμαριούχος, για ευνόητους λόγους, καίγοντας μαζί και την ιστορία του μοναστηριού. Στο γύρω χώρο γινόταν τα παλιά χρόνια “μουχούστι”, δηλαδή ζωοπανήγυρη, γεγονός που εξηγεί και την προσωνυμία του. Ο ναός τιμάται στη Γέννηση της Θεοτόκου στις 8 Σεπτεμβρίου.
Μονή Θεοτόκου Κηπίνας στα Βόρεια Τζουμέρκα
Ιερός και επιβλητικός χώρος, άγρια ομορφιά, περίτεχνη δόμηση. Το εντυπωσιακό μοναστήρι με την ιδιότυπη αρχιτεκτονική βρίσκεται κοντά στον οικισμό Κηπίνας, στο δρόμο Κηπίνας – Καλαρρυτών. Είναι χτισμένο στο μέσο σχεδόν ενός τεράστιου βράχου στη ΒΑ πλευρά του άγριου φαραγγιού του Καλαρρύτικου ποταμού και προκαλεί θαυμασμό η θεμελίωση πάνω από κατακόρυφους βράχους. Η μονή είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, πανηγυρίζει όμως την Παρασκευή της Διακαινησίμου, εορτή της Ζωοδόχου Πηγής.
Η πρόσβαση στο μοναστήρι γίνεται από ένα μικρό μονοπάτι, λαξευμένο στο βράχο, και συνεχίζει με μικρή κρεμαστή ξύλινη γέφυρα, που οδηγεί στα προσκτίσματα της μονής. Κατά την τουρκοκρατία η ξύλινη γέφυρα ήταν κινητή και οι μοναχοί την ανέβαζαν με μοχλό, έτσι ώστε το μοναστήρι να καθίσταται απροσπέλαστο στους επίδοξους επιδρομείς, καθώς δημιουργείται κενό 4 μέτρων στο γκρεμό όταν σηκώνεται.

Η ονομασία «Κηπίνα» οφείλεται, κατά μία εκδοχή, στους κήπους που καλλιεργούσαν οι μοναχοί, σε μια περιοχή κατεξοχήν απότομη και βραχώδη. Το όνομα, σύμφωνα με γλωσσολόγους, προέρχεται μάλλον από το σλάβικο Κίπ, που σημαίνει εικόνα ή ζωγραφιά και την κατάληξη –ίνα. Το όνομα αυτό πήρε αργότερα και ο γειτονικός οικισμός Αρμπορέσι.
Η παράδοση θέλει τη μονή με την παράτολμη κατασκευή να χτίστηκε γύρω στον 18ο αιώνα, αλλά θεωρείται ότι έχει τις ρίζες της στη βυζαντινή εποχή. Κατά τον Σεραφείμ Βυζάντιο το μοναστήρι χτίστηκε το 1212 από τον επίσκοπο Γρηγόριο, όταν δημιουργήθηκε το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Το καθολικό της μονής βρίσκεται στον λαξεμένο βράχο και είναι μια μικρή μονόκλιτη βασιλική με τρούλο. Η οροφή του ναού σμιλεύθηκε και μεταβλήθηκε σε θόλο. Στο κοίλωμα του βράχου χτίστηκαν σε δύο επίπεδα το ισόγειο με χώρο υποδοχής και το χειμωνιάτικο, όπου υπάρχει ξύλινο ντουλάπι – πόρτα που οδηγεί σε κρύπτες. Στον όροφο, τα κελιά των μοναχών και το αρχονταρίκι, προσφέρουν μοναδική θέα προς τον οικισμό και το ποτάμι. Τα κελιά του μοναστηριού διαμορφωμένα με διάφορες ξύλινες επεκτάσεις στον κατακόρυφο βράχο δημιουργούν ένα ενδιαφέρον αρχιτεκτονικό σύμπλεγμα απόλυτα εναρμονισμένο στο άγριο τοπίο της περιοχής.
Στο εσωτερικό της είναι διακοσμημένη με ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες που χρονολογούνται στα τέλη του 17ου με αρχές του 18ου αι. Διακρίνονται για το ενδιαφέρον εικονογραφικό πρόγραμμα με τις ωραίες παραστάσεις και τους ποικίλους χρωματισμούς. Χωρίζονται σε 3 ζώνες και απεικονίζουν αντίστοιχα τους αγίους, τα στηθάρια των αγίων και σκηνές από το Ευαγγέλιο. Το τέμπλο είναι ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο και χρονολογείται την ίδια εποχή.

Η ιδιαιτερότητα της μονής στα Βόρεια Τζουμέρκα είναι ότι από τη βόρεια είσοδο του πρόναου αρχίζει η είσοδος ενός σπηλαίου (μη επισκέψιμο) με διαδρομή μήκους 240μ. και μέγιστο ύψος 9 μ. το οποίο έχει εξερευνηθεί το 1956 και το 1993 από την Άννα Πετρόχειλου και τον Στέφανο Νικολαϊδη, μέλη του Σπηλαιολογικού Ελληνικού Εξερευνητικού Ομίλου. Το σπήλαιο ήταν κάποτε κοίτη υπόγειου ποταμού, γι’ αυτό και στους πρόποδες του βράχου όπου βρίσκεται το μοναστήρι βγαίνει άφθονο νερό. Η σπηλιά αυτή την περίοδο της Τουρκοκρατίας και της εθνικής αντίστασης αποτέλεσε κρησφύγετο των υπόδουλων Ελλήνων και των αντιστασιακών.
Η Ιερά Μονή Θεοτόκου Κηπίνας σήμερα είναι μετόχι της Ιεράς Μονής Τσούκας (1931) και ανήκει στην Ιερά Μητρόπολη Ιωαννίνων. Ανακαινίστηκε σχετικά πρόσφατα και μπορούν να την επισκεφθούν προσκυνητές. Αν ο ιερέας Λάμπρος δεν βρίσκεται εκεί, μπορείτε να ζητήσετε τα κλειδιά για να επισκεφθείτε τη μονή από το καφενείο στον συνοικισμό Κηπίνα.
Ιερά Μονή Βύλιζας στα Βόρεια Τζουμέρκα
Η Ιερά Μονή Βύλιζας είναι αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και βρίσκεται στα Βόρεια Τζουμέρκα μεταξύ των χωριών Καλαρρύτες και Ματσούκι, σε δασωμένη πλαγιά του βουνού Κριθάρια, πάνω από την ένωση τριών παραποτάμων του Αράχθου. Η επωνυμία Βύλιζα προέρχεται από τη λατινική λέξη vigilo (=φυλάττω, αγρυπνώ) καθώς το μοναστήρι βρίσκεται πραγματικά σε τοποθεσία παρατηρητήριο σε υψόμετρο 1.050 μέτρων. Για να το επισκεφθεί κάποιος, πρέπει να ακολουθήσει το αρκετά απόκρημνο, αλλά όχι και δυσπρόσιτο μονοπάτι των 2 χιλιομέτρων που ξεκινάει έξω από το χωριό Ματσούκι. Κατά την παράδοση η Μονή ιδρύθηκε τον 11ο αιώνα. Η αρχαιότερη όμως γραπτή μαρτυρία της Βύλιζας είναι η εικόνα του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου με χρονολογία 1676. Το σημερινό κτίσμα είναι μεταβυζαντινό. Το καθολικό κτίστηκε στον τύπο του μονόχωρου ναού με νάρθηκα και απολήγει σε πεντάπλευρη αψίδα.

Ανακαινίσθηκε το 1783 σύμφωνα με επιγραφή στην αψίδα του Ιερού. Ο νάρθηκας ανήκει στην αρχική φάση οικοδόμησης, ενώ ο εξωνάρθηκας προστέθηκε αργότερα. Διαθέτει πολλά κελιά τα οποία περιβάλουν το ναό με τις υπέροχες τοιχογραφίες του 1797. Στον περίβολο του μοναστηριού υπάρχει ακόμη ένας ναός αφιερωμένος στον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Ο δεύτερος αυτός ναός είναι τοιχογραφημένος από το 1737, δια χειρός των αυταδέλφων Γεωργίου και Στεργίου από το γειτονικό χωριό Καλαρρύτες, και διαθέτει επιχρυσωμένο ξυλόγλυπτο τέμπλο με υπέροχες εικόνες.
Σύμφωνα με τον Άγγλο περιηγητή William Martin Leake, τα παλιότερα χρόνια υπήρχε εκεί οχυρό ελληνιστικής πόλης, τα τείχη του οποίου επισκέφτηκε τον καιρό που ταξίδεψε στην Ήπειρο (μεταξύ 1804 και 1810).
Η Μονή στα Τζουμέρκα τα παλιότερα χρόνια ήταν ένα από τα σπουδαιότερα μοναστήρια της Ηπείρου, διέθετε πλουσιότατη βιβλιοθήκη με σημαντικό αριθμό χειρογράφων και είχε μεγάλη συμμετοχή και στα κοινά της περιοχής. Το μοναστήρι μετά την διάλυσή του (1893) ζει την παρακμή του. Σήμερα η Μονή είναι μετόχι της Ι.Μ. Κάτω Παναγιάς Άρτας. Το 1981 αρχίζει μια νέα εποχή για την Βύλιζα. Η μοναστηριακή επιτροπή με ζήλο και μεράκι ξεκινάει σιγά-σιγά τη στερέωση – αποκατάσταση της Μονής. Αυτή η προσπάθεια είχε σαν αποτέλεσμα την αναμόρφωση της Μονής.
Πηγές:
- voreiatzoumerka.gr
- religiousgreece.gr
- «Ο τοπικός πολιτισμός της περιοχής των Τζουμέρκων (15ος-20ος αιώνας). Μελέτη, ψηφιοποίηση πολιτιστικού αποθέματος: προβολή και αξιοποίησή του»
Σύνταξη κειμένου: Μίλτος Γήτας
Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Σακελλαρίου