Ο Νικόλαος Β’ Ρομανόφ υπήρξε μια πολυδιάστατη και αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Ολόκληρη η ζωή του συντίθεται από ένα κράμα αντιθέσεων που διαμόρφωσαν, εν τέλει, το χαρακτήρα του. Χαρακτηρίστηκε ως υπερβολικά υποχωρητικός από τον σκληρό και απαιτητικό πατέρα του και ως παιδί ήταν ευγενικό και αξιαγάπητο. Ωστόσο, με την πάροδο των χρόνων και με την ανάληψη καθηκόντων εξελίχθηκε σε έναν εξαιρετικά συντηρητικό κυβερνήτη, συνεχίζοντας έτσι την πολιτική του πατέρα του. Κατά καιρούς έδειξε ενδιαφέρον για τους μηχανισμούς της δημοκρατίας, όμως γύρισε την πλάτη του σε οποιαδήποτε ιδέα παραχώρησης δύναμης στους εκλεγμένους αντιπροσωπους της Ρωσίας. Άξιο αναφοράς αποτελούν τα λόγια του για το περιεχόμενο της πολιτικής του:
Θέλω όλοι να μάθουν ότι θα δώσω όλη μου τη δύναμη για να διατηρήσω, για το καλό όλου του έθνους, τις αρχές της απόλυτης μοναρχίας, όσο σταθερά και ισχυρά έκανε και ο πρόσφατα απωλεσθείς πατέρας μου.
Πρώτα χρόνια
Ο Νικόλαος Β’ της Ρωσίας γεννήθηκε στις 18 Μαΐου του 1868. Το πλήρες όνομα του Νικολάου προφέρεται στα ρωσικά ως Νικολάι Αλεξάντροβιτς Ρομάνοφ και γράφεται ως εξής: Никола́й Алекса́ндрович Рома́нов. Υπήρξε ο τελευταίος αυτοκράτορας της Ρωσίας, Βασιλιάς της Πολωνίας και Μεγάλος Δούκας της Φινλανδίας. Ο επίσημος τίτλος του ήταν Νικόλαος Β’, Αυτοκράτορας και Μονοκράτορας πασών των Ρωσιών.
Γονείς του ήταν ο Αυτοκράτορας Αλέξανδρος Γ’ και η Μαρία Φεοντόροβνα Φρειδερίκη Δαγμάρ της Δανίας και τόπος γέννησης του υπήρξε η Αγία Πετρούπολη. Ο Νικόλαος Β’ ήταν ένα ευαίσθητο παιδί, το οποίο αισθανόταν πολύ καταπτοημένο από τη δύναμη του πατέρα του και από τις σκληρές κριτικές που του ασκούσε. Παρ’ όλα αυτά, τον σεβόταν και τον λάτρευε καθώς ήταν ισχυρός ο δεσμός της οικογενειακής αγάπης μεταξύ τους. Πολύ κοντά, βέβαια, ήταν και με τη μητέρα του, Μαρία Φεοντόροβνα Φρειδερίκη Δαγμάρ, γεγονός που αποδεικνύεται με τη δημοσίευση πολλών γραμμάτων που αντάλλασσαν και τα οποία έδειχναν την τρυφερή και στενή μεταξύ τους σχέση.
Η άνοδος στο θρόνο
Το 1894 ο Τσάρος Αλέξανδρος άφησε την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 49 ετών, από νεφρική ανεπάρκεια. Συνεπώς, ο Νικόλαος -ως διάδοχος του θρόνου- όφειλε να αναλάβει τα καθήκοντά του. Όντας, όμως, μια ευαίσθητη και γεμάτη ανασφάλειες ιδιοσυγκρασία -κατάλοιπα των επικρίσεων που δέχθηκε από τον πατέρα του- αισθανόταν τόσο απροετοίμαστος για τα καθήκοντά του, που ρώτησε τον ξάδερφό του κλαίγοντας: «Τι θα απογίνω εγώ και ολόκληρη η Ρωσία;»
Παρ’ όλα αυτά, κατάφερε να ξεπεράσει τις αμφιβολίες που είχε για τον εαυτό του και να εξελιχθεί σε έναν δυναμικό ηγέτη. Ίσως επειδή ήθελε να μιμηθεί τον πατέρα του. Για τον λόγο αυτό, αποφάσισε να διατηρήσει τη συντηρητική πολιτική του και να ασχοληθεί πολύ περισσότερο με διοικητικές λεπτομέρειες. Ο Νικόλαος Β’ θαύμαζε ορισμένους δημοκρατικούς θεσμούς, όμως παρέμενε υπέρμαχος της μοναρχίας, κάτι που οδήγησε στην πτώση της δημοτικότητας του νέου Τσάρου, καθώς άρχισαν να απομακρύνονται οι ελπίδες για μια ειρηνική αλλαγή στη Ρωσία.
Σύζυγος και διάδοχοι
Οι γονείς του Νικόλαου Β’ ήλπιζαν ότι ο Νικόλαος θα παντρευόταν την Πριγκίπισσα Έλενα, κόρη του Κόμη Φίλιππου του Οίκου της Ορλεάνης, επειδή έτσι θα σφράγιζαν τη νέα συμμαχία της Ρωσίας με τη Γαλλία. Όμως, ο Νικόλαος είχε ήδη ερωτευτεί την πριγκίπισσα Αλίξ της Έσσης και παρά τω Ρήνω [ή Αλίξ της Έσσης-Ντάρμστατ (γερμανικά: Alix von Hessen-Darmstadt)], εγγονή της Βασίλισσας Βικτώριας του Ηνωμένου Βασιλείου. Παρά τις αρχικές αντιρρήσεις των γονιών του, ο Νικόλαος νυμφεύθηκε την πριγκίπισσα, η οποία ασπάστηκε την Ορθόδοξη πίστη και της δόθηκε το όνομα Αλεξάνδρα Φιόντοροβνα (ρωσικά: Александра Фёдоровна Poмáнова).

Μαζί απέκτησαν τέσσερις κόρες και έναν γιο: τη Μεγάλη Δούκισσα Όλγα Νικολάγιεβνα, τη Μεγάλη Δούκισσα Τατιάνα Νικολάγιεβνα, τη Μεγάλη Δούκισσα Μαρία Νικολάγιεβνα, τη Μεγάλη Δούκισσα Αναστασία Νικολάγιεβνα και τον Τσάρεβιτς Αλεξέι Νικολάγιεβιτς της Ρωσίας που ήταν και ο κληρονόμος της δυναστείας. Ο Αλεξέι έπασχε από αιμορροφιλία, μια κληρονομική ασθένεια που προκαλεί αδυναμία πήξης του αίματος σε περιπτώσεις αιμορραγίας, η οποία εκείνη την εποχή ήταν ανίατη και συνήθως οδηγούσε σε πρόωρο θάνατο. Την ασθένεια την κληρονόμησε από τη μητέρα του. Οι γονείς του επέλεξαν να μην πληροφορήσουν κανέναν εκτός της βασιλικής οικίας για την ασθένεια και απευθύνθηκαν σε Ρώσους γιατρούς και φαρμακοποιούς, για να τον θεραπεύσουν. Μάταια όμως.
Ρωσοϊαπωνικός πόλεμος
Ο Νικόλαος Β’ ήταν λάτρης των ταξιδιών. Κάποτε, λοιπόν, πραγματοποίησε ένα ταξίδι στην Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας που του άφησε μια πολύ πικρή ανάμνηση: μια απόπειρα δολοφονίας του με σπαθί, που τον άφησε με μια ουλή στο μέτωπο. Ήταν τυχερός μέσα στην ατυχία του, καθώς ο ξάδερφός του, Πρίγκιπας Γεώργιος της Ελλάδος αντέδρασε άμεσα και του έσωσε τη ζωή. Η ξαφνική επίθεση εναντίον του συνέβη, γιατί επισκέφθηκε έναν πολύ άγιο ναό, στον οποίο δεν επιτρεπόταν η είσοδος σε μη πιστούς.

Αυτή η περιπέτεια επέφερε μια σημαντική επίδραση στο ρου της Ρωσικής ιστορίας: ο Νικόλαος Β’ μίσησε την Ιαπωνία και το 1905 κήρυξε πόλεμο εναντίον της, ο οποίος έληξε με θεαματική νίκη των Ιαπώνων. Αποτέλεσμα της ήττας -εκτός της οικονομικής εξαθλίωσης– υπήρξε η εθνική ταπείνωση και η δυσαρέσκεια των φιλελεύθερων πολιτικών δυνάμεων που οδήγησε στην οργάνωση επαναστατικού κινήματος και, ως εκ τούτου, κλόνισε σοβαρά τις βάσεις του τσαρικού καθεστώτος. Η προδιαγεγραμμένη πορεία προς την ανατροπή της πολιτειακής και κοινωνικής τάξης στη Ρωσία είχε μόλις ξεκινήσει. Για να περισώσει την κατάσταση ο Νικόλαος και να ησυχάσει τα πνεύματα, εξέδωσε ένα μανιφέστο για τη σύγκληση της Κρατικής Δούμας, η οποία αρχικά ήταν συμβουλευτικό όργανο. Δεσμεύτηκε να δώσει βασικές πολιτικές ελευθερίες αλλά παράλληλα ήταν αποφασισμένος να διατηρήσει τη μοναρχία του. Ως εκ τούτου, περιόρισε την εξουσία της Δούμας με πολλούς τρόπους με αποτέλεσμα να αρχίσουν οι συγκρούσεις και να προβεί ο Τσάρος στη διάλυση της.
Η τσαρική Ρωσία στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο

Η Τσαρική Ρωσία συμμετείχε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με οδυνηρές, όμως, συνέπειες για αυτήν. Ήταν όλοι απροετοίμαστοι και το αποτέλεσμα οδυνηρό. Το βαρύτερο πλήγμα δόθηκε με τη Μάχη του Τάνενμπεργκ, όπου ένα ολόκληρο Ρωσικό στράτευμα εξολοθρεύθηκε και πολλοί αφοσιωμένοι αξιωματικοί χάθηκαν. Η δυναστεία, λοιπόν, έμεινε απροστάτευτη. Μέσα σε ένα κλίμα απαισιοδοξίας και ήττας, ο Νικόλαος Β’ αποφάσισε να οδηγήσει ο ίδιος τον στρατό, με σκοπό να αναπτερώσει τη ψυχολογία των αντρών του. Αυτή η κίνηση αποδείχθηκε λανθασμένη, διότι άρχισαν να συνδέουν τις ήττες του στρατού με τον ίδιο. Παράλληλα, με την αναχώρηση του στο μέτωπο, άφησε τη διαχείριση των εσωτερικών ζητημάτων στην Αλεξάνδρα, η οποία ως Γερμανίδα δεν ήταν καθόλου αρεστή στο λαό. Η απουσία του ιδίου, η καχυποψία προς το πρόσωπο της Αλεξάνδρας και οι δυσκολίες στη διαβίωση οδήγησαν σε μαζικές αναταραχές και εξεγέρσεις. Πρώτη η Αγία Πετρούπολη αφέθηκε στα χέρια των απεργών και των στασιαστών στρατιωτών και παρά τις προσπάθειες του Βρετανού Πρέσβη Τζόρτζ Μπουχάναν (George Buchanan) να προειδοποιήσει τον Τσάρο, ότι ήταν αναγκαίες οι μεταρρυθμίσεις στο Σύνταγμα, – προκειμένου να αμβλυνθούν οι συγκρούσεις- ο Νικόλαος συνέχιζε να βρίσκεται 400 μίλια μακριά στο Μογκιλιόφ (Могилев), αφήνοντας την πρωτεύουσα απροστάτευτη.
Η κάθοδος
Τον Φεβρουάριο του 1917, στην Πετρούπολη, ο βαρύς χειμώνας και η πείνα οδήγησαν τον λαό στην απελπισία και η μόνη διέξοδος ήταν, πια, η εξέγερση και η επανάσταση, που υποκινήθηκε από τους Μπολσεβίκους. Ακόμα και οι δυνάμεις της αστυνομίας έπαψαν να είναι πιστοί στο καθεστώς και πήραν το μέρος του λαού. Στο τέλος της Επανάστασης του 1917, στις 2 Μαρτίου, η δυναστεία των Ρομανόφ έληξε άδοξα και ο Νικόλαος Β’ εκδιώχθηκε από τον θρόνο.
Εξορία και άδοξο τέλος

Η οικογένεια Ρομανόφ, αφού χωρίστηκε για ένα διάστημα, ζούσε φυλακισμένη από τους Μπολσεβίκους από τον Μάρτιο, αμέσως μετά την παραίτηση του Νικολάου. Οι Μπολσεβίκοι τούς μετακινούσαν από περιοχή σε περιοχή και τους παρείχαν τις στοιχειώδεις ανέσεις. Τον Μάιο του 1918 επανενώθηκαν στο Αικατερίνεσμπουργκ. Εξαιτίας, όμως, του φόβου απελευθέρωσης του Τσάρου από τους Τσεχοσλοβάκους, οι Μπολσεβίκοι αποφάσισαν την εκτέλεση της οικογένειας υπό την εντολή του Γιάκοβ Σβερντλόφ (Ένας από τους γνωστότερους αξιωματικούς των Μπολσεβίκων). Άλλοι λένε πως η εντολή δόθηκε από τον ίδιο τον Βλαντιμίρ Λένιν.
Πάραυτα οι εκτελεστές μάζεψαν την οικογένεια στο υπόγειο με το πρόσχημα της οικογενειακής φωτογραφίας και αφού τους παρέταξαν ως είθισται σε τέτοιες περιστάσεις, ανακοίνωσαν στον πρώην Τσάρο ότι καταδικάστηκε σε θάνατο. Ο Νικόλαος, που ήταν στραμμένος προς τα παιδιά του, γύρισε έκπληκτος προς τους εκτελεστές και ρώτησε: «Τι; Τι;» Ο εκτελεστής επανέλαβε την ανακοίνωση και σήκωσε το πιστόλι. Η πρώην Τσαρίνα σήκωσε το χέρι της για να κάνει το σταυρό της, αλλά η σφαίρα ήταν πιο γρήγορη. Και οι δύο σκοτώθηκαν ακαριαία.
Ο 13χρονος Αλεξέι είχε τραυματιστεί, αλλά ζούσε ακόμη. Όντας ο κληρονόμος ήταν ο επόμενος που έπρεπε να εκτελεστεί. Τον πυροβόλησαν άλλες δύο φορές, μέχρι που σιγουρεύτηκαν ότι ήταν νεκρός. Οι αδερφές του είχαν ράψει στους κορσέδες τους όλα τα κοσμήματα τους για να τα προφυλάξουν από τους δεσμώτες τους και αυτός ήταν και ο λόγος που ξεψύχησαν τελευταίες. Τα πολύτιμα πετράδια τους προστάτευσαν ακόμα και όταν οι Μπολσεβίκοι προσπάθησαν να τις σκοτώσουν με τις λόγχες. Έτσι, τις πυροβόλησαν στο κεφάλι. Τα άψυχα κορμιά των Ρομανόφ περιλούστηκαν με οξύ για να μην αναγνωρίζονται και θάφτηκαν σε άγνωστη τοποθεσία. Τα σώματά τους βρέθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 90′ -πλην το σώμα του Αλεξέι και της Αναστασίας-, τα οποία και εντοπίστηκαν μόλις το 2007.

Στις 15 Αυγούστου του 2000, η οικογένεια Ρομανόφ αγιοποιήθηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία, εξαιτίας της «μετριοφροσύνης, της υπομονής και της πραότητάς» τους.
Ακολουθεί βίντεο που αναπαριστά απόσπασμα από την απάνθρωπη εκτέλεση της Τσαρικής οικογένειας Ρομανόφ.
Πηγές