Πρόσωπα τεχνηέντως κρυμμένα πίσω από αντικείμενα απροσδόκητα. Φρούτα και σκεύη καθημερινής χρήσης σε μεγέθη που λοιδωρούν τη λογική. Βράχοι που αψηφούν τη βαρύτητα. Ο Ρενέ Μαγκρίτ κάμπτει τους φυσικούς νόμους και αμφισβητεί την αισθητηριακή πραγματικότητα. Οι πίνακές του -αινίγματα, των οποίων τη λύση αγνοεί και ο ίδιος- σοκάρουν, εμπαίζουν τις προσδοκίες του ματιού. Οι αγκυλωμένες μορφές τού, αποπέμπουν μια αδιόρατη υπαρξιακή αγωνία, που συχνά φλερτάρει με τον τρόμο. Ο Βέλγος ζωγράφος -ένας σουρεαλιστής ανάμεσα στους πολλούς- για κάποιους, ένας ημίθεος της τέχνης που συνεισέφερε στη μετέπειτα άνθιση της ποπ-αρτ για άλλους, μας εξαναγκάζει να αντικρύσουμε την ανθρώπινη κατάσταση σε όλη της την ωμότητα. Αριστοτεχνικός και αιρετικός, ένας καλλιτέχνης με τη ψυχή ενός φιλοσόφου, ο Μαγκρίτ έδωσε μια νέα απόχρωση στην έννοια του μυστηρίου. Πέθανε στις 15 Αυγούστου του 1967, αφήνοντας παρακαταθήκη ένα πλούσιο έργο, ένα σύμπαν αναπάντητων ερωτήσεων, που κρατάει το ενδιαφέρον αμείωτο μέχρι τις μέρες μας.
Τα πρώτα χρόνια

Ο Ρενέ Φρανσουά Γκισλαίν Μαγκρίτ γεννήθηκε στο Λεσίν του Βελγίου το 1898. Ήταν ο πρεσβύτερος από τρία αδέλφια και ο πατέρας του, βιοτέχνης στο επάγγελμα, ήταν ιδιαίτερα ευκατάστατος. Τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια τα έζησε με την οικογένειά του στο Chatelet και στη «μαύρη χώρα» (Le Pays Noir), κοντά στα ανθρακωρυχεία και τα εργοστάσια.
Δύο γεγονότα της παιδικής του ηλικίας σημάδεψαν δια παντός τη ζωή και το έργο του. Το πρώτο ήταν η τυχαία συνάντησή του με έναν καλλιτέχνη, που ζωγράφιζε καταμεσής ενός νεκροταφείου: «Βρήκα, ανάμεσα σε σπασμένες μαρμάρινες πλάκες και σωρούς από φύλλα, ένα ζωγράφο, που είχε έρθει από την πρωτεύουσα, και που έμοιαζε να κάνει μαγικά». Το δεύτερο ήταν η αυτοκτονία της μητέρας του, η οποία ήταν ψυχικά διαταραγμένη για χρόνια, προτού καταφέρει να δώσει τέλος στη ζωή της. Ο Μαγκρίτ, τότε δεκατεσσάρων, σύμφωνα με μια δημοφιλή εκδοχή των γεγονότων, αντίκρυσε αυτοπροσώπως το πτώμα, καθώς αυτό ανασύρονταν από τα νερά του ποταμού Σάμπρ. Κατά την ίδια πάντα ιστορία, το λευκό φόρεμά της μητέρας του είχε ανασηκωθεί, τυλίγοντας απόκοσμα το πρόσωπό της.
Πολλοί υποστηρίζουν πως όλα αυτά, μάλλον, αποτελούν αποκυήματα του μυαλού κάποιας ευφάνταστης νοσοκόμας. Ο ίδιος ουδέποτε επιβεβαίωσε αυτόν τον, μάλλον, υπερβολικά ρομαντικό μύθο. Εντούτοις, σε μεγάλο ποσοστό, το έργο του Ρενέ Μαγκρίτ βρίθει από ανθρώπινες φιγούρες, των οποίων τα πρόσωπα καλύπτονται από λευκά πέπλα.
Οι Εραστές (Les Amants, 1928): συχνά, στο έργο του Μαγκρίτ απαντώνται μορφές κρυμμένες πίσω από λευκά πέπλα.
Πρώτες καλλιτεχνικές ανησυχίες και καριέρα στη διαφήμιση
Άρχισε να ζωγραφίζει το 1915, και μόλις ένα χρόνο αργότερα, γράφτηκε στην Académie des Beaux-Arts de Bruxelles (Ακαδημία Καλών Τεχνών των Βρυξελλών). Ο δημιουργικός δογματισμός του προγράμματος σπουδών, τον αποθάρρυνε σύντομα, μετουσιώνοντας τον σε φερέλπιδα ζωγράφο, ο οποίος απουσίαζε όλο και συχνότερα από την Ακαδημία. Ένας συμφοιτητής του, ο Victor Servranckx, τον εισήγαγε στον κυβισμό και το φουτουρισμό, όπως φαίνεται από πρώιμους πειραματισμούς του. Στη σχολή, επίσης, γνώρισε και τον ποιητή Πιέρ Μπουρζουά, που έμελλε να γίνει ο καλύτερός του φίλος.

Αφότου ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία, το 1921, γύρισε στη γενέτειρά του και παντρεύτηκε. Η σύζυγός του, Ζωρζέτ Μπερζέ, ήταν παιδική του φίλη, ενώ αργότερα έγινε μούσα του, ποζάροντας ως μοντέλο για πληθώρα πινάκων. Μετά από βραχύβια συνεργασία με τον Servranckx, ξεκίνησε να εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας, σχεδιάζοντας διαφημιστικές αφίσες. Το 1926 υπέγραψε συμβόλαιο με μια γκαλερί στις Βρυξέλλες, την Gallerie la Centaure. H συνεργασία αυτή του επέτρεψε να βιοποριστεί, για λίγο καιρό, από τη ζωγραφική.
Καλλιτεχνική Ωρίμανση
Το 1925 ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τον κόσμο του Giorgio de Chirico, του ζωγράφου που τον επηρέασε, ίσως περισσότερο, από όλους. Οι σφαιρόμορφες δομές και το άκαμπτο μυστήριο των εικόνων του de Chirico τον εντυπωσίασαν τόσο, που ενσωματώθηκαν και στα δικά του δημιουργήματα. Το 1927 έκανε την πρώτη του έκθεση στις Βρυξέλλες. Προς απογοήτευσή του, ο κόσμος των κριτικών τέχνης αφόρισε τα έργα του, κάνοντάς τον να μετακινηθεί στο Παρίσι. Εκεί, ήρθε σε επαφή με τον συγγραφέα Αντρέ Μπρετόν, τον πατέρα των σουρεαλιστών.
Σύντομα, έγινε επιφανές μέλος του κινήματος, αναπτύσσοντας σταδιακά το -όμοιο με υπνοβασία- κλίμα, που διαποτίζει τους μετέπειτα πίνακές του. Κοντά στον Μπρετόν, τότε, συγχρωτίζονταν σπουδαίες προσωπικότητες, όπως ο Μαξ Έρνστ και ο Σαλβαδόρ Νταλί. Ο Μαγκρίτ, όμως, έρχεται ακόμα και εκεί αντιμέτωπος με τις αιχμές του δογματισμού. Η εμμονή των σουρεαλιστών με σκοτεινές θεματικές και συγκεκριμένα εκφραστικά μέσα τον απογοητεύει. Στο Παρίσι, τέλος, αποκρυσταλλώνεται η τάση του να χρησιμοποιεί λεκτικά μηνύματα στους πίνακές του.
Ο ευρύς καλλιτεχνικός κόσμος του Παρισιού μένει εξίσου απαθής με αυτόν της πατρίδας του: χωρίς να έχει σημειώσει καμία επιτυχία στη Γαλλία, ο Ρενέ Μαγκρίτ επιστρέφει στις Βρυξέλλες και στα διαφημιστικά φυλλάδια. Η δραστηριότητά του το διάστημα 1930-37, σύμφωνα με ορισμένες πηγές, πιθανόν να περιλάμβανε την αντιγραφή του στυλ διάσημων ζωγράφων και την πώληση των πινάκων αυτών, ως αυθεντικών. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν είναι δυνατό να επιβεβαιωθεί.
Παγκόσμιος Πόλεμος και Ύστερη Περίοδος

Το όνομα Ρενέ Μαγκρίτ είχε αρχίσει να φιγουράρει σε ιδιωτικές συλλογές και επιφανείς γκαλερί, όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Βέλγος ζωγράφος τότε είχε, ήδη, αποκτήσει κάποια διεθνή φήμη, και παρότι διατήρησε το ιδιόρρυθμο στυλ του, προσέθεσε εύθυμες ιμπρεσιονιστικές αποχρώσεις σε αυτό. Για τη μεταστροφή αυτή, ο ίδιος εξηγεί:
Αυτή την αίσθηση χάους και αμφισβήτησης των πάντων, που προωθεί ο σουρεαλισμός, κατάφεραν να τη μεταδώσουν επιτυχέστερα αυτοί οι ανόητοι οι Ναζί.
[..] Αντί, λοιπόν, της διάδοσης του πεσιμισμού, εγώ -πλέον- προτείνω την αναζήτηση της ευθυμίας.
Για ένα σύντομο χρονικό διάστημα πειραματίστηκε με ένα, μάλλον, ακραίο είδος ζωγραφικής, που χαριτολογώντας ονόμασε «Vache» (αγελάδα). Οι πίνακες της φάσης αυτής, τραγελαφικά αντι-δημοφιλείς, αλλά ενδεικτικοί της αντισυμβατικότητάς του ως δημιουργού, περιλαμβάνουν ωμές θεματικές, που συχνά αγγίζουν το φαιδρό και διακωμωδούν κατάφωρα το κίνημα των φοβιστών.
Tο διάστημα 1943-45 ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με τον ιμπρεσιονισμό. Η περίοδος αυτή θα ονομαστεί από τον ίδιο, ως η φάση Ρενουάρ της καριέρας του. Από το ’47 ξεκινά να συνεργάζεται με τον ελληνικής καταγωγής γκαλερίστα και πάλαι ποτέ χορευτή, Αλεξάντερ Ιόλας. Ο Ιόλας τον εκπροσωπεί μέχρι το θάνατό του. «Αγαπημένε μου φίλε», τον προσφωνεί σε γράμματα, που του απευθύνει περί το 1962, προτού αρχίζει να πραγματεύεται οικονομικά ζητήματα.
Στο λυκαυγές της ζωής του, πια, ο Ρενέ Μαγκρίτ χαίρει της αναγνώρισης του καλλιτεχνικού στερεώματος και της εκτίμησης των συμπατριωτών του. Κουρασμένος από τους πειραματισμούς, επιστρέφει στις τυπικές του θεματικές. Εκθέσεις που τιμούν αναδρομικά το έργο του, οργανώνονται στο Βέλγιο, την Ολλανδία, έως και στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Χάνοντας τη μάχη με τον καρκίνο το 1967, στις 15 Αυγούστου, ο άνθρωπος Ρενέ Μαγκρίτ πεθαίνει. Ο καλλιτέχνης Ρενέ Μαγκρίτ, όμως, συνεχίζει να ζεί: στις πολλαπλές προσωπογραφίες του Γουόρχωλ και στα κινηματογραφικά καρέ ιερών τεράτων της έβδομης τέχνης, όπως ο Μπερτολούτσι και ο Τέρι Γκίλιαμ.
Ένας ζωγράφος με τη ψυχή φιλοσόφου
O τελευταίος βέρος σουρεαλιστής ζωγράφος, Kόνροϋ Μάντοξ (1912-2005), πίστευε πως το λίκνο της ιδιοφυΐας του Ρενέ Μαγκρίτ, έγκειτο στο περιεχόμενο: «Αν τους κοιτάξεις σαν πίνακες, μοιάζουν με το χειρότερο είδος ακαδημαϊκής μανιέρας, μα ο Μαγκρίτ ανυψώνεται πέρα από αυτό. Χρησιμοποιεί τις ιδέες πανέμορφα». Και σε μεγάλο βαθμό είχε δίκιο. Ο Μαγκρίτ ουδέποτε επιχείρησε να χειριστεί τα πινέλα του με τρόπους παράτολμους. Τεχνικά, σχηματικά και χρωματικά, οι εικόνες του είναι άρτιες, χωρίς όμως να σπάνε κάποια αισθητική νόρμα. Τα νοήματα -και συχνά η πλήρης απουσία αυτών- κάτω από την επιφάνεια, είναι αιρετικά. Η γραμμή μεταξύ πραγματικού και αισθητό, θολώνει· οι νόμοι της λογικής κάμπτονται σαν πυρωμένο γυαλί.
Σε ολόκληρο τον κορμό του έργου του παρουσιάζεται σταθερά το εξής παράδοξο: εικόνες που είναι ευχάριστες στην όψη, με μια δεύτερη ματιά, αποκαλύπτουν κάτι το φρικώδες. Το σοκ προξενείται στο θεατή, από αντικείμενα σε αναπάντεχες τοποθεσίες και διαστάσεις, ή από απλές δυάδες αντιθέσεων. Στο διάσημο πίνακα L’empire des lumières (H αυτοκρατορία του φωτός), έρχεται κανείς αντιμέτωπος με ένα σχεδόν κινηματογραφικό τρικ. Το βλέμμα, αρχικά, πέφτει στο σύνολο, σε έναν σκοτεινό δρόμο δηλαδή, με σπίτια που φωτίζονται από μια μοναχική λάμπα. Όταν, όμως, το μυαλό επεξεργάζεται αυτό που βλέπει, ξαφνιαζόμαστε ανεπανόρθωτα. Ο ουρανός πάνω από την πόλη διαγράφεται καταγάλανος, μεσημεριανός, γεμάτος χαρούμενα, χνουδωτά συννεφάκια.
Ένας ερημίτης με χιούμορ
Ο χαρακτήρας του Μαγκρίτ ήταν -εξίσου- ασυνήθιστος με την τέχνη του. Ήταν άνθρωπος μοναχικός και αντισυμβατικός, μελαγχολικός, μα συνάμα, χιουμορίστας. Συνέλεγε παπαγαλάκια Budgie και αγαπούσε τα σκυλιά Πομεράνιαν. Στις «αυτοπροσωπογραφίες» του, ζωγράφιζε τον εαυτό του, είτε πλάτη, είτε με κάποιο αντικείμενο να αιωρείται βολικά στο ύψος των ματιών του. Όταν ζωγράφιζε τη γυναίκα του Ζωρζέτ, έκρυβε συχνά το πρόσωπό της, πίσω από κομμάτια υφάσματος. Δεν έψαχνε πολύ, προτού σκηνοθετήσει τα μυστήριά του, διότι πίστευε πως η απλή καθημερινότητα βρίθει από αυτά.

Ως προς τα διάφορα καλλιτεχνικά κινήματα, ο Ρενέ Μαγκρίτ δε διακατέχονταν από καμία αίσθηση του ανήκειν. Διαφωνούσε συχνά με τους άλλους σουρεαλιστές, ιδιαίτερα με τον Μπρετόν. Ερωτώμενος για την πατρότητα της ποπ-άρτ, εξέφρασε αηδία. Ενώ το έργο του αμφισβητούσε το τετριμμένο, η ποπ-αρτ το θεοποίησε.
Πρόκειται για στυλ διαθέσιμο σε κάθε επιτυχημένο διακοσμητή παραθύρων.
Αυτό το υποστήριζε απόλυτα, γιατί δεν ήταν, επίσης, άνθρωπος που μασούσε τα λόγια του.
Σε πολλά έργα του φαίνεται η αγάπη του για τα λογοπαίγνια και τα ιδιόρρυθμα αστεία. Σε έναν πίνακά του μας δείχνει τον εαυτό του, να ζωγραφίζει ένα πουλί, χρησιμοποιώντας ως μοντέλο ένα αυγό. Με παιχνιδιάρικη διάθεση τιτλοφορεί το έργο, Ενόραση. Σε άλλο πίνακα βλέπουμε μια πόρτα, με μια τρύπα ανθρώπινου σχήματος, σαν κάποιος να έχει μόλις κυριολεκτικά περάσει από μέσα. Σκηνές τέτοιας αισθητικής, ανεξήγητα αστείες, και ταυτόχρονα αστείες, ακριβώς επειδή είναι ανεξήγητες, επηρέασαν μετέπειτα κωμικούς σκηνοθέτες, σχεδιαστές κινουμένων σχεδίων, μέχρι και τους διάσημους Monty Python.
Ceci n’est pas une pipe!
Ο Μαγκρίτ ήταν, εξίσου, χιουμορίστας και πεσιμιστής. Αντιλαμβανόταν την ανθρώπινη κατάσταση σαν ένα αειθαλές μυστήριο. Εικονογραφούσε γρίφους, οι λύσεις των οποίων δεν υπήρξαν ποτέ. «Τι μυστήριο θα ήταν», επιχειρηματολογούσε, «αν γνώριζα την απάντηση;» Του άρεσε, επίσης, να στηλιτεύει την αδυναμία της γλώσσας να αποδώσει νοήματα, χωρίς πρώτα να τα ακρωτηριάσει. Συνδύαζε, συχνά, λεκτικά μηνύματα με εικόνες, που πρόδιδαν την αφέλεια, με την οποία η γραφή προσεγγίζει την ουσία των πραγμάτων.
Ένας από τους ομορφότερους γρίφους, που άφησε πίσω του ο Ρενέ Μαγκρίτ, είναι και ένας από τους πιο πληκτικούς -αισθητικά- πίνακές του. Φιλοτεχνημένος περί το 1928, τιτλοφορείται ως εξής: Η προδοσία των εικόνων, και δεν αναπαριστά παρά μια ξύλινη πίπα σε μονόχρωμο μπεζ φόντο. Από κάτω, σε ευανάγνωστα καλλιγραφικά, ο Μαγκρίτ φαίνεται να μας κοροϊδεύει: «Αυτή δεν είναι μια πίπα!».
A, η διάσημη πίπα. Πόσοι με κατηγόρησαν γι’ αυτήν! Και όμως, αν σας ζητούσα να μου τη γεμίσετε, θα τα καταφέρνατε; Όχι, είναι απλά ένα σύμβολο, δεν είναι; Συνεπώς, αν κάτω από τη ζωγραφιά μου είχα γράψει «Αυτή είναι μία πίπα», θα είχα πει ψέματα!
Advertising
– Ρενέ Μαγκρίτ.
Είναι εύκολο, από αυτό μόνο το έργο, να καταλάβει κανείς τη δυσκολία της καλλιτεχνικής ελίτ της εποχής, να αποδεχτεί τον Μαγκρίτ. Ο ίδιος αρνιόταν να συσχετιστεί με οποιοδήποτε κίνημα, ακόμα και με τους σουρεαλιστές, των οποίων τα τεχνάσματα συχνά έβρισκε φθηνά. Ενώ η ζωγραφική προέκυψε σαν τέχνη για τα μάτια, ο ιδιόρρυθμος Βέλγος μας χάρισε εικόνες για το μυαλό.
Η Προδοσία των Εικόνων, βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο Τέχνης του Λος Άντζελες, τόσο σκανδαλιστική στα ενενήντα της, όσο και όταν ζωγραφίστηκε. Προσπαθούσε, άραγε, ο Μαγκρίτ, με τον πίνακα αυτόν και τους τόσους όμοιούς του, να εικονογραφήσει τη φιλοσοφία του Πλάτωνα, σύμφωνα με την οποία τα πάντα είναι σκιές κάποιου άπιαστου πρωτοτύπου; Ή απλά έδειχνε με το δάκτυλο την αδυναμία της γλώσσας να ξεχωρίσει μεταξύ πραγματικού και αναπαράστασης;
Κοιτάζοντας την παγωμένη στο χρόνο πίπα, σχεδόν βλέπει κανείς το φάντασμα του Μαγκρίτ να μειδιά.
Bίντεο: Μία συνοπτική ανάλυση της Απάτης των Εικόνων.
Πηγές και περαιτέρω βιβλιογραφία:
http://www.theartstory.org/artist-magritte-rene.htm
http://www.independent.co.uk/life-style/ceci-nest-pas-an-artist-1147477.html
https://www.surreal-artists.com/rene-magritte-the-surrealist-master/
http://jigiart.blogspot.gr/2009/12/rene-magritte-alexander-iolas_04.html
http://collections.lacma.org/node/239578