Μία γυναίκα παθιασμένη, μοιραία, «αθυρόστομη» και ομολογουμένως η τελευταία «μάγκισσα» του ελληνικού κινηματογράφου. Έζησε μεγάλα πάθη και απρόσμενη δόξα. Έζησε ολόκληρη τη ζωή της στο έπακρον, χωρίς περιορισμούς, ηθικές αναστολές, απαγορεύσεις. Ήταν ο προάγγελος της επανάστασης των σεξουαλικών ηθών στην μεταπολεμική Ελλάδα. Η Σπεράντζα Βρανά ήταν μια γυναίκα πληθωρική που απολάμβανε τη ζωή, τον έρωτα, το σεξ και δε δίσταζε να μιλάει ανοιχτά και απενοχοποιημένα για αυτό, σε μία κοινωνία μακράν σεμνότυφη.
Σπεράντζα Βρανά: Τα πρώτα της χρόνια στο Μεσολόγγι
Στις 6 Φεβρουαρίου του 1928 (υπάρχουν πληροφορίες και για διαφορετικές χρονολογίες γέννησης, όμως η επικρατέστερη είναι το 1928) γεννιέται στο Μεσολόγγι η μικρή Ελπίδα Χωματιανού. Ήταν γόνος μίας αρκετά ευκατάστατης οικογένειας, καθώς ο πατέρας ήταν υπήρξε Αθηναίος αστός, ενώ η μητέρα της μία πλούσια Μεσολογγίτισσα. Μετά τη γέννηση της κόρης τους, αποφασίζουν να αφήσουν το Μεσολόγγι και μετακομίζουν στην Αθήνα. Η αναχώρηση αυτή επισφραγίστηκε δυσοίωνα, καθώς οι γονείς της χωρίζουν και ο πατέρας της πεθαίνει, πριν καν η Ελπίδα κλείσει τα εφτά της χρόνια. Η ατυχία την ακολουθεί, καθώς κατά τη διάρκεια της Κατοχής, χάνει και το μοναδικό της εναπομείναν στήριγμα, τη μητέρα της, με αποτέλεσμα το 1942 να επιστρέψει στη γενέτειρα της.
Όνειρο της ήταν να σπουδάσει φιλολογία, όμως η αλήθεια είναι πως τέλειωσε το Γυμνάσιο με μεγάλη δυσκολία.
Γύρω στο 1943, ενώ είχε κάνει δειλά δειλά τα πρώτα της βήματα στο θεατρικό σανίδι, ούσα μαθήτρια σε σχολικές παραστάσεις, αποφασίζει να ακολουθήσει τα περιπλανώμενα μπουλούκια που κατέφταναν στο Μεσολόγγι για βιοποριστικούς κυρίως λόγους. Δε «μασούσε» η Ελπίδα, είχε τσαγανό και θράσος. Ήξερε ότι μόνη της θα καταφέρει τα πάντα. Στα μπουλούκια, λοιπόν, γνώρισε και διδάχτηκε δίπλα σε έμπειρους ηθοποιούς που έπαιζαν πρακτικά τα πάντα, από μουσικοχορευτικά σόου και οπερέτες, μέχρι πρόζα και κωμωδίες. Κύριος στόχος της ήταν να ακολουθήσει τους περιοδεύοντες θιάσους και να κατέβει στη μοναδική πόλη που θα είχε ευκαιρίες επαγγελματικής εκπαίδευσης και εξέλιξης, την Αθήνα.
Το 1945, σε ηλικία 16 μόνο ετών, κάνει ένα διάλειμμα και αποφασίζει να παντρευτεί και να ακολουθήσει τον ναυπηγό σύζυγό της στην Αίγυπτο. Η οικογενειακή ζωή και θαλπωρή, όμως, δεν της ταίριαζε και έτσι χώρισε (πολλοί λένε μέσα σε 24 μέρες συζυγικής ζωής) και επέστρεψε στην Ελλάδα και στα αγαπημένα της μπουλούκια.
Ορφάνεψα μικρή και έτσι δεν είχα να δώσω λογαριασμό πουθενά. Έπαιρνα τη ζωή όπως μου ερχόταν. Γλεντούσα όπως μου άρεσε. Το σεξ ήταν κάτι σαν φαγητό για μένα, και πείναγα πολύ συχνά…
Θεατρική καριέρα
Το 1948 το Ελπίδα μετατρέπεται σε Σπεράντζα και κάπως έτσι κάνει το ντεμπούτο της στο θέατρο «Μετροπόλιταν» της Αθήνας, στην επιθεώρηση των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου «Άνθρωποι, Άνθρωποι». Εκεί, θα τραγουδήσει το «Τραμ το τελευταίο», ένα κλασικό αρχοντορεμπέτικο που θα γίνει το σήμα κατατεθέν της.
Διαθέτοντας μπρίο, νάζι και τσαχπινιά κατακτάει τους πάντες και μετατρέπεται αβίαστα στον επιθεωρησιακό τύπο της «σέξι μαγκιόρας». Συνεργάζεται με τα πιο γνωστά ονόματα της εποχής και ερμηνεύει με τεράστια επιτυχία διαχρονικά επιθεωρησιακά τραγούδια, όπως το «Μάμπο μπραζιλέρο», το «Δώσε», και «Η Βαλίτσα».
Συνεργάστηκε άψογα με τους Φωτόπουλο και Ρίζο και βρήκε νέο καλλιτεχνικό σπίτι στο θίασο Μπουρνέλλη. Παρέμεινε εκεί για 18 ολόκληρα χρόνια, έως ότου έγινε και η ίδια θιασάρχις. Το 1985 πήρε τη μεγάλη απόφαση να εγκαταλείψει οριστικά το θεατρικό σανίδι και τη μεγάλη της αγάπη, την επιθεώρηση.
Στην αυτοβιογραφία της, παραθέτει σημαντικές πληροφορίες για την πορεία της στο θέατρο και το τι είχε αντιμετωπίσει. Παραθέτει όχι μόνο πληροφορίες, αλλά και πικάντικα «κουτσομπολιά». Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο άγριος τσακωμός της με την Σοφία Βέμπο.
Η πληθωρική και τσαούσα Σπεράντζα συμμετείχε στις αρχές τις δεκαετίας του ’50 σε μια επιθεώρηση της Σοφίας Βέμπο. Μαζί τους δούλευε και ο σύζυγός της Βέμπο, Μίμης Τραϊφόρος. Η ίδια αναφέρει τα εξής: «[..] αλλά όπως κατάλαβα η Βέμπο δεν με συμπαθούσε, ίσως επειδή ζήλευε τον Μίμη πάρα πολύ, και μ’ έβλεπε με άσχημο μάτι, ποιος ξέρει, ίσως φοβόταν μήπως συμβεί κάτι με μένα και τον Μίμη, άδικα όμως, διότι ποτέ δεν συνέβη τίποτα, ούτε κατά διάνοια». Μόλις δόθηκε μια μικρή αφορμή, σε ένα καυγά των δύο γυναικών, η Σοφία Βέμπο άρχισε να χτυπάει την Σπεράντζα και της είχε καταματώσει τα χέρια και το πρόσωπο με τα νύχια της με τη τελευταία να είναι σε μαύρα χάλια. Πολύ αργότερα, οι δυο τους τα βρήκαν, με την Σοφία Βέμπο να ζητάει συγγνώμη, κάνοντας μια πρόποση και λέγοντας μετανιωμένη στο τέλος της συνεργασίας τους τα εξής: «Πίνω στην υγειά της Βρανά που είναι το καλύτερο κορίτσι του θιάσου και της εύχομαι «Καλή επιτυχία» τώρα που θα γυρίσει και καλή καριέρα γιατί της αξίζει».
Σπεράντζα Βρανά & κινηματογράφος
Η πρώτη της επαφή με τον κινηματογράφο έγινε με την κωμωδία του Νίκου Τσιφόρου «Έλα στο θείο» το 1950, δίπλα στον μεγάλο Σταυρίδη. Μετά ακολούθησαν αρκετές επιτυχίες, όπως «Το σωφεράκι» (1953), «Η ωραία των Αθηνών» (1954), «Κάλπικη Λίρα» (1955) και «Απόκληροι της κοινωνίας» (1965).
Συμμετείχε σε παραπάνω από 50 ταινίες με τελευταία της εμφάνιση να λαμβάνει χώρα το 1999, στην κωμωδία των Ρέππα – Παπαθανασίου, «Safe Sex».
Η αλήθεια είναι πως δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα τον κινηματογράφο και πάντα τόνιζε πως η μεγαλύτερη αγάπη της ήταν το θέατρο, που της είχε κλέψει την καρδιά. Μάλιστα, σε συνέντευξη της έχει δηλώσει ότι έπαιζε σε κινηματογραφικές ταινίες μόνο και μόνο για να μαζέψει λεφτά -καθώς πληρωνόταν αδρά για τα δεδομένα της εποχής- και να τα ξοδέψει για το θέατρο και τις υποχρεώσεις του επαγγέλματος της εκεί. (Ρούχα υψηλής ραπτικής από την Γαλλία, κοσμήματα κτλ.).
Η συγγραφέας Σπεράντζα Βρανά
Κλείνοντας τη θεατρική της πορεία, η χειμαρώδης Σπεράντζα Βρανά ξεδίπλωσε το ταλέντο της και στη συγγραφή. Κύριο χαρακτηριστικό της γραφής της: ο εξομολογητικός χαρακτήρας, το «αθυρόστομο» ύφος. Η γραφή της έκανε αίσθηση γιατί ήταν ντόμπρα και «σταράτη», καθαρή, χωρίς σεμνοτυφίες και υποκριτικό ύφος.
Ξεκίνησε με το αιχμηρό αυτοβιογραφικό «Τολμώ» (1981), ένα βιβλίο για τα πρώτα χρόνια της ζωής της. Ακολούθησαν πλήθος ακόμα κειμένων που συνδύασαν τη θεατρική ιστορία της χώρας μας με τα προσωπικά βιώματα της Σπεράντζας, όπως «Τα μπουλούκια, το θέατρο και εγώ» (1982), «Τίμιο μπορντέλο» (1983), «Επιθεώρηση καψούρα μου» (1985), «Πώς πάχυνα κάνοντας δίαιτα» (1996), «Ποιος θα μου πει την αλήθεια;» (1997), «Απορίες» (1999), «Ο Οργασμός του Μπράβο» (2001), «Η Γοητεία της πόρνης» (2003), «Τρούμπα» (2003), «Πιπεράτα αυθεντικά», «Ελα καλέ, Τώραααα» (2005) και «Ο επιβήτορας» (2007).
Έρωτες, ειδύλλια, γάμοι
Το κεφάλαιο έρωτας και σεξ ήταν το βασικότερο για την παθιασμένη Σπεράντζα.
Μετά το πρώτο της γάμο που έκανε σε πολύ νεαρή ηλικία, η ίδια η Σπεράντζα είχε δηλώσει πως ποτέ δεν ήταν μόνη. Πάντα είχε δίπλα της έναν άντρα, πάντα είχε ένα δεσμό. Πώς θα μπορούσε άλλωστε αυτή η τόσο χειμαρρώδης γυναίκα να είναι μόνη, όταν την ποθούσαν και την κυνηγούσαν όχι μόνο άντρες, αλλά και γυναίκες; Τόσο ελκυστική ήταν.
To 1959, λοιπόν, γνωρίζει τον Κώστα Βουτσά στα παρασκήνια του θεάτρου «Ακροπόλ». Η γνωριμία τους εξελίχθηκε σε μια σχέση γεμάτη ζήλιες, απιστίες, χωρισμούς και επανασυνδέσεις. Η Σπεράντζα δεν ήταν ερωτευμένη μαζί του στην αρχή και πίστευε πως εκείνος ήταν μαζί της για να γίνει διάσημος, αφού τότε έκανε τα πρώτα του βήματα στο χώρο. Στην πορεία όλα άλλαξαν, οι δύο νέοι αγαπήθηκαν και την άνοιξη του ’61 αρραβωνιάστηκαν. Η ιστορία δεν είχε ευχάριστο τέλος, καθώς ο Βουτσάς λίγο καιρό μετά έλαβε ανώνυμο γράμμα που έλεγε ότι η Σπεράντζα τον απατάει.
Ναι τέτοιος κωλοχαρακτήρας ήμουν, όσο μου ήταν εντάξει ο Κώστας του καθόμουνα και εγώ εντάξει, μόλις έκανε ότι μου κουνιόταν, αμέσως πήγαινα με τον πρώτο που έβρισκα μπροστά μου και τον κεράτωνα, από αντίδραση.
Αυτό σε συνδυασμό με την απαίτηση του Βουτσά να παρατήσει η Σπεράντζα την υποκριτική μετά το γάμο τους -κάτι που η ίδια δεν ήταν διατεθειμένη να κάνει- έθεσε το θεμέλιο λίθο της διάλυσης της σχέσης τους μετά από 4,5 χρόνια.
Μην ξεχνάς πως όταν παντρευτούμε, θα φύγεις απ’ το θέατρο, δεν μπορώ εγώ να ‘χω τη γυναίκα μου στη σκηνή και να σου βλέπουν τα πόδια και να μαλακίζονται.
Κώστας Βουτσάς, (Από την αυτοβιογραφία «Τολμώ» της Σπεράντζα Βρανά)
Λίγο καιρό μετά, γνωρίζει και ερωτεύεται παράφορα τον τραγουδιστή Παύλο Πατάκα. Τον φλέρταρε ξεκάθαρα πρώτη, χωρίς ενδοιασμούς και αναστολές, όπως έχει δηλώσει. Οι δύο τους παντρεύτηκαν, έζησαν μια γεμάτη ζωή, με πολύ έρωτα και έμειναν μαζί μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος το 2008, όταν πέθανε ο αγαπημένος της μετά από μια εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς.
Το «φινάλε»
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της αντιμετώπιζε κινητικά προβλήματα, εξαιτίας ενός σοβαρού τροχαίου που συνέβη το 2000. Το συμβάν αυτό την καθήλωσε στο αναπηρικό καρότσι. Αυτό όμως που της στέρησε το χαμόγελο από τα χείλη, ήταν ο χαμός του αγαπημένου της συντρόφου, γεγονός που δεν άντεξε και έτσι στις 29 Σεπτεμβρίου του 2009 αφήνει την τελευταία της πνοή από ανακοπή καρδιάς.
Είμαι ισορροπημένο άτομο γιατί γαμήθηκα καλά τον καιρό που έπρεπε. Αγαπήθηκα, ερωτεύθηκα, χόρτασα τις ηδονές και έτσι δεν έχω απωθημένα. Γύρισα. Ταξίδεψα. Είμαι «πλήρης ημερών» από σεξ – ακόμα το κάνω όποτε μπορώ. Είμαι επίσης γεμάτη από χειροκρότημα για τη δουλειά μου. Τι άλλο να ζητήσω; Μόνο μου παράπονο ότι δυσκολεύομαι πια να βγαίνω βόλτα στις βιτρίνες.
Σπεράντζα Βρανά
Ακολουθεί ένα υπέροχο ποτ πουρί κειμένων και ρεμπέτικων και αρχοντορεμπέτικων τραγουδιών στο επετειακό αφιέρωμα της ΕΤ1 για την επιθεώρηση.
Info
www.newsbeast.gr|www.lifo.gr|www.mixanitouxronou.gr