
Πρωτεύοντα ρόλο στην επιβίωση του ανθρώπου, ήδη από τα προϊστορικά έτη διαδραμάτιζε η φύση. Όλες οι δραστηριότητες του από την επιλογή μιας θέσης μόνιμης ή περιοδικής κατοίκησης, έως και την συλλογή φυσικών πόρων απαραίτητων για τη σίτιση του, είναι άμεσα συνυφασμένες με τη φύση. Δεν είναι τυχαίο ότι στις περιοχές με άφθονους υδάτινους πόρους, οι πολιτισμοί που ήκμασαν παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τα αίτια που οι οικισμοί που δημιουργήθηκαν κοντά σε λίμνες και γενικότερα στο υγρό στοιχείο, αφορούν κυρίως ζητήματα επισιτιστικά και οχύρωσης. Η ιδιομορφία των “λιμναίων οικισμών” καθίσταται ιδιαιτέρως πρόδηλη στην περίπτωση του Δισπηλιού, του πρώτου προϊστορικού λιμναίου οικισμού στον ελλαδικό χώρο. Οι πρώτες αναφορές στους λιμναίους οικισμούς έγιναν από τον Ηρόδοτο. Ο λόγος σήμερα για τον σπουδαιότερο ίσως λιμναίο οικισμό στην παγκόσμια ιστορία, το Δισπηλιό Καστοριάς.
Τα πρώτα στοιχεία αναφορικά με την αρχαιολογική θέση στο Δισπηλιό προκύπτουν από έρευνα του τότε καθηγητή Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Α. Κεραμόπουλο, ο οποίος σε έρευνα του σχετικά με την κοιτίδα των Μακεδόνων έφτασε στο Δισπηλιό μία χρονιά έντονης ξηρασίας, κατά την οποία η στάθμη της λίμνης είχε κατέβει αισθητά με αποτέλεσμα πάσσαλοι, που καταδείκνυαν την ύπαρξη ενός προϊστορικού οικισμού να αναδυθούν στην επιφάνεια. Ανασκαφές πραγματοποιήθηκαν κατά την επιστροφή του το 1938, όταν η ξηρασία έκανε την επανεμφάνιση της, οι οποίες πραγματώθηκαν στη χερσαία θέση <<Νησί>> και διήρκησαν έως και το 1940. Κατά το πέρασμα των επόμενων 60 ετών η έρευνα στην περιοχή ήταν σε αδράνεια. Μία αδράνεια που διαταράχθηκε από τον καθηγητή του τμήματος Αρχιτεκτονικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ν. Μουτσόπουλο, η μελέτη του οποίου με αντικείμενο τις βυζαντινές εκκλησίες τον οδήγησε στην περιοχή. Ωστόσο, ο κύριος υπεύθυνος της ανασκαφικής δραστηριότητας από το 1992 και έπειτα είναι ο Γ.Χ.Χουρμουζιάδης.
Οι πρώτες συστηματικές ανασκαφές στον χώρο του λιμναίου οικισμού έγιναν στη θέση «Νησί» από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και έδειξαν πως η επιλογή της θέσης δεν ήταν τυχαία. Τη θέση αυτή που χαρακτήρισε ο Κεραμόπουλλος ως προϊόν «επακτής γης», αποδείχτηκε πως δεν ήταν απλά ένας λόφος δίπλα στη λίμνη που αποτέλεσε κατασκευή των προϊστορικών Δισπηλιωτών για να οργανώσουν το χώρο της κατοίκησης τους, αλλά ήταν μέρος του προϊστορικού οικισμού και τα χώματα του ήταν γεμάτα µε τα τεκμήρια της ζωής που αναπτύχθηκε εκεί.
Συνεπώς, ο λιμναίος προϊστορικός οικισμός στο Δισπηλιό είναι ένας νεολιθικός πασσαλόπηκτος οικισμός, που εδραιώθηκε και αναπτύχθηκε δίπλα στις όχθες της λίμνης Ορεστιάδας σε απόσταση 8 χ.μ. από την πόλη της Καστοριάς. Το «Νησί» ως βασικό στοιχείο του λιμναίου οικισμού, φαίνεται ότι κατοικήθηκε από τη Μέση Νεολιθική περίοδο (5500 π.Χ), έως και την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (3500 π.Χ). Ο οικισμός κατά πάσα πιθανότητα κατοικήθηκε συνεχόμενα για περισσότερο από 2.500 χρόνια, καθώς δεν φανερώνεται µέσω της στρωματογραφίας και των αρχαιολογικών καταλοίπων, καμία φάση βίαιης εγκατάλειψης, δηλαδή δεν έχουν εντοπιστεί στρώματα καταστροφής που θα αποκάλυπταν «εισβολές» και βίαιες απομακρύνσεις των κατοίκων στο προϊστορικό Δισπηλιό. Πιθανολογείται πως ο πληθυσμός μετακινήθηκε για λόγους οικολογικούς, που αφορούν την οικονομία και τη διατροφή, σε ορεινές ή άλλες ζώνες της περιοχής. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο οικισμός περιελάμβανε έκταση 20 στρεμμάτων, ενώ υπολογίζεται ότι κατά την περίοδο της ακμής του ζούσαν εκεί περίπου 5000 άνθρωποι.
Με βάση τα στρωματογραφικά δεδομένα και σε συνδυασμό των κινητών και σταθερών ευρημάτων, οι φάσεις κατοίκησης του οικισμού διακρίνονται σε τρεις, «λιμναία», «αμφίβια», και «χερσαία». Οι τρεις αυτές διαδοχικές πολιτισμικές φάσεις προσδιορίζονται από τη σχέση του οικισμού µε την λίμνη και τις παραγωγικές δραστηριότητες των κατοίκων που καθορίζονται από τη σχέση αυτήν. Συνεπώς, η κάθε µία από τις φάσεις αυτές, καλύπτει και από µία διαφορετική φάση του οικισμού δίνοντας εξελικτικά στοιχεία διαβίωσης µέσω των διαφόρων ευρημάτων που βρίσκονται στον χώρο.
Στα ευρήματα που έχουν έρθει στο φως συγκαταλέγονται πλήθος πασσάλων και ξυλοτεμαχείων χωμένων στο έδαφος, πασσαλότρυπες μέσω των οποίων γίνεται αντιληπτή η θέση των καλυβών, σύνολα πήλινων και ξύλινων δομικών στοιχείων, τέσσερις ταφές με ανθρώπινα οστά, οι θέσεις επτά προϊστορικών φούρνων και υπολείμματα καύσης. Τα κινητά ευρήματα περιλαμβάνουν θραύσματα κεραμικών σκευών και εργαλείων, ποικιλία αγγείων, ειδώλια, κοσμήματα, λίθινα τριβεία τροφής, αντικείμενα αναπαραγωγής ήχου, πήλινη σφραγίδα. Το σημαντικότερο εύρημα καθίσταται μία ξύλινη επιγραφή, η οποία παραπέμπει στην Γραμμική Β’. Η ανάπτυξη του οικισμού οφείλεται στην γεωργοκτηνοτροφική οικονομία και δευτερευόντως στην αλιεία. Η εκτραφή των ζώων αποσκοπούσε τόσο στην συλλογή κρέατος όσο και στην συλλογή των οστών τέρψιν κατασκευής εργαλείων.
Ο οικισμός στο Δισπηλιό εκτιμάται ότι δεν ήταν ένας απομονωμένος προϊστορικός νεολιθικός οικισμός, γεγονός που αποδεικνύεται από την επικοινωνία με οικισμούς που εντοπίσθηκαν στα όρια του νομού Καστοριάς, τους οικισμούς της δυτικής Μακεδονίας και της Αλβανίας.
Αδιαμφισβήτητα μια επίσκεψη στην περιοχή είναι ένα πραγματικό ταξίδι στο χωροχρόνο. Ταξίδι ιστορίας. Ταξίδι γνώσης. Καμία κοινωνία ποτέ δεν αναπτύχθηκε, δίχως τα μέλη της να γνωρίζουν τι συνετέλεσε στην σημερινή υπόσταση τους ως αυτοτελείς οντότητες.




Πηγές:
- kastoria.gov.gr
- aboutkastoria.gr
- mixanitouxronou.gr
Σύνταξη κειμένου: Γιούλη Αμπαρτζόγλου
Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Σακελλαρίου