Γαβριά: Στην καρδιά του κάμπου της Άρτας

Γαβριά

Η Γαβριά Άρτας είναι ένα μικρό χωριό του Δήμου Αρταίων, στην πεδιάδα της πόλης, με έκταση 6.174 τ.χλμ και απέχει από την πόλη περίπου 8 χιλιόμετρα. Bρίσκεται στη καρδιά του κάμπου της Άρτας και γειτνιάζει με άλλα χώρια όπως το Ψαθοτόπι, το Απόμερο, το Μύτικα, την Ανέζα, τα Καλομόδια, τους Κωστακιούς και απέχει περίπου 3,5 χλμ από τις εγκαταστάσεις των σχολών τεχνολογίας-γεωπονίας του ΤΕΙ Ηπείρου. Επίσης η απόσταση που χωρίζει το χωριό από τις λιμνοθάλασσες του Αμβρακικού είναι περίπου 14 χλμ. Συνδέεται οδικώς με την Άρτα μέσω της Επαρχιακής οδού Άρτας – Κορωνησίας. Το χωριό εξυπηρετεί η γραμμή Άρτα – Μύτικα, του Αστικού ΚΤΕΛ Άρτας.

Σήμερα ο πληθυσμός ανέρχεται στους 377 μόνιμους κατοίκους (απογραφή 2011), εμφανίζοντας μείωση σε σχέση με την απογραφή του 2001, όπου ο πληθυσμός ανερχόταν στους 399 κατοίκους. Στη Γαβριά διαμένει περίπου το 1% του συνολικού πληθυσμού του διευρυμένου Δήμου Αρταίων. Ο πληθυσμός του χωριού μετά από χρόνια συνεχούς αύξησης (από το 1961 έως το 1991 ο πληθυσμός διατηρήθηκε πάνω από τους 400 κατοίκους), σημείωσε μείωση στην απογραφή του 2001. Η πρώτη φορά που το χωριό ξεπέρασε τους 400 κατοίκους ήταν το 1961 ενώ ο μέγιστος αριθμός κατοίκων σημειώθηκε το 1991 με 445 κατοίκους. Με την απογραφή του 2011, το επίπεδο του πληθυσμού, πλησίασε εκείνο του 1951. Η μείωση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη μετακίνηση πολλών κατοίκων στην πόλη της Άρτας, στη μετανάστευση αλλά και στο γενικό κλίμα υπογεννητικότητας. Τα πιο κοινά επίθετα στο χωριό είναι Τζιομάκης, Νάσης, Φούντας, Λούσιας.

Το κλίμα της περιοχής του κάμπου της Άρτας, με βάση τη βιοκλιματική κατάταξη του Emberger που εφαρμόζεται στα μεσογειακά κλίματα, αποτιμάται ως μέτρια θερμό και υγρό ενώ με βάση την κλίμακα του Köppen το κλίμα εντάσσεται στην κατηγορία Csa με πολλές βροχοπτώσεις και υγρασία από το φθινόπωρο έως την άνοιξη και έντονη ζέστη και σχετική ξηρασία κατά τους θερινούς μήνες. Ο κλιματικός τύπος κατά Thornthwaite εντάσσει την περιοχή στην κατηγορία B3′ b4′ s2 C2 δηλαδή το κλίμα ανήκει στα μεσόθερμα με δείκτη θερμικής αποτελεσματικότητας από 85,5 μέχρι 99,7 cm, δείκτη θερινής συγκέντρωσης από 48,0 μέχρι 51,9%, κλιματικό τύπο υγρασίας  ημίυγρο προς υγρό, μεγάλο έλλειμμα νερού κατά το θέρος  και δείκτη ξηρότητας πάνω από 20%. Η περίοδος κατά την οποία απουσιάζουν φαινόμενα παγετού αρχίζει τον Μάρτιο και φθάνει ως τις αρχές του Δεκέμβρη ενώ η θερμοκρασία πολύ σπάνια πέφτει κάτω από τους -5 °C με βάση τις κλιματοδασικές ζώνες του Mayr. Οι χιονοπτώσεις είναι σπάνιες, με σημαντικότερη των τελευταίων 30 ετών, εκείνη του Μαρτίου του 1987.

Παραγωγή και Απασχόληση

Οι κάτοικοι έχουν ως κύρια ασχολία την κτηνοτροφία, την πτηνοτροφία, τη χοιροτροφία και τη γεωργία με κύριες καλλιέργειες: πορτοκάλι, μανταρίνι, ακτινίδιο, καλαμπόκι, τριφύλλι. Τα τελευταία χρόνια έχει ξεκινήσει και η καλλιέργεια ροδιών. Πριν τα μέσα της δεκαετίας του ’60 υπήρξε ιδιαίτερα διαδεδομένη η καλλιέργεια ρυζιού εξαιτίας της βαλτώδης έκτασης που κάλυπτε την περιοχή. Αξιόλογη είναι και η θερμοκηπιακή καλλιέργεια οπωρολαχανικών όπως ντομάτες, αγγούρια και πιπεριές. Σήμερα, οι συνολικές καλλιεργήσιμες εκτάσεις καλύπτουν μια περιοχή 5.400 τ.μ και αντιστοιχούν στο 3,30% επί του συνόλου των καλλιεργήσιμων εκτάσεων του πρώην Δήμου Αμβρακικού.

Advertising

Advertisements
Ad 14

Αξιοσημείωτη είναι η φυλή προβάτων που εκτρέφουν οι κάτοικοι του χωριού αλλά και γενικά στην υπόλοιπη περιοχή της Άρτας. Η φυλή προβάτων Άρτας (Φριζάρτα, Φρισλανδόμορφο ή Φρισλανδινόμορφο πρόβατο της Άρτας), είναι «συνθετική» φυλή. Το 50% περίπου των γονιδίων της προέρχονται από τη Φρισλανδική φυλή, η οποία είναι η καλύτερη γαλακτοπαραγωγός φυλή προβάτων στον κόσμο. Η βελτιωμένη αυτή φυλή πρωτοδημιουργήθηκε στην πεδινή περιοχή της Άρτας. Στην περιοχή αυτή εκτρέφονταν αρχικά το κοινό πρόβατο της περιοχής. Από το 1900 μέχρι το 1965 εισήχθησαν κατά καιρούς πολλές φυλές προβάτων. Από το 1968 ξεκίνησε η διασταύρωση με πρόβατα Ανατολικής Φρισλανδίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένας ομοιογενής πληθυσμός προβάτων, τα οποία από το 1982 αναγνωρίστηκαν από το Υπουργείο Γεωργίας ως μια νέα γνωστή φυλή, η φυλή Άρτας.

Στη Γαβριά λειτουργεί βιομηχανία χυμοποίησης πορτοκαλιών, μια μονάδα μηχανικής επεξεργασίας και παραγωγής μεταλλικών προϊόντων και ειδικών κραμάτων αλουμινίου και πτηνοτροφικός συνεταιρισμός, ο οποίος ιδρύθηκε το 1966 από 8 πτηνοτρόφους και σήμερα θεωρείται η μεγαλύτερη βιομηχανία της Άρτας. Το χωριό διαθέτει αγροτικό συνεταιρισμό, ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας του ’90 κατασκεύασε ιδιόκτητη γεφυροπλάστιγγα για την εξυπηρέτηση των αγροτών της περιοχής.

Ιστορία

Η Γαβριά μαζί με τα υπόλοιπα χωριά του κάμπου βρίσκεται σε μια τοποθεσία η οποία κατά την αρχαιότητα είχε κατοικηθεί από τους Δρύοπες, ένα θεσπρωτικό φύλο, οι οποίοι εκδιώχθηκαν το 625 π.Χ. από τους Κορίνθιους. Η ανθρώπινη δραστηριότητα στην περιοχή υπήρξε έντονη εξαιτίας της μικρής απόστασης που χωρίζει τη Γαβριά από το επίνειο της Αρχαίας Αμβρακίας, τον Άμβρακο, γνωστό και ως Φιδόκαστρο. Τα ευρήματα που έφερε στην επιφάνεια η αρχαιολογική έρευνα, πιστοποιούν την ύπαρξη οικιστικών θέσεων στην γύρω περιοχή. Οι ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν το 1976 στη θέση Γαλατσίδα Γαβριάς, έφεραν στο φως μεγάλους ασβεστολιθικούς ογκόλιθους, οι οποίοι άνηκαν σε τοίχους κτισμάτων, όστρακα αγγείων ελληνιστικής περιόδου και ένα κομμάτι από τη βάση μεγάλου πιθαριού.

Διαβάστε επίσης  Βούρλα: Το δημόσιο πορνείο του Πειραιά

Ιστορικά η πρώτη πηγή που μας γνωστοποιεί την ύπαρξη του χωριού είναι τα αρχεία της Βενετίας. Oι Βενετοί από τα τέλη του 17ου αιώνα άρχισαν να συνεργάζονται με διάφορες τυχοδιωκτικές ομάδες ατάκτων, κυρίως Ελλήνων από την Κεφαλονιά και την Ιθάκη, οι οποίες λεηλατούσαν τις πλούσιες περιοχές του κάμπου της Άρτας. Οι Βενετοί είχαν ως στόχο από τη μία να δημιουργήσουν προβλήματα στους Τούρκους και από την άλλη να ωθήσουν τους κατοίκους των αγροτικών περιοχών στο να ζητήσουν προστασία από τις ληστρικές επιδρομές, καταβάλλοντας ένα σημαντικό χρηματικό ποσό.

Advertising

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Μανιάτη πειρατή Λιμπεράκη Γερακάρη, ο οποίος το 1696 λεηλάτησε την πόλη της Άρτας και τα καμποχώρια και έκλεψε περίπου 50.000 ρεάλια δηλαδή ένα τεράστιο ποσό για την εποχή εκείνη που όμως μαρτυρά και τον πλούτο της περιοχής. Με βάση τις πληροφορίες που μας δίνουν τα αρχεία, οι Βενετοί γνώριζαν για το σχέδιο του Γερακάρη να επιτεθεί στην Άρτα και το έβλεπαν ως μία ακόμη ευκαιρία για να αυξήσουν τα έσοδα τους από τον φόρο προστασίας. Οι Αρτινοί έστειλαν επιστολή στον Δόγη της Βενετίας και τον ενημέρωσαν για την επιδρομή του Γερακάρη και για το γεγονός ότι ο Μανιάτης πειρατής λήστεψε μόνο τους χριστιανούς και δεν προξένησε καμία ζημιά στους Τούρκους και τους Εβραίους. Οι Βενετοί συνέλαβαν τον Γερακάρη και τον φυλάκισαν στην Μπρέσια της Ιταλίας όπου και πέθανε.

Γαβριά

Σύμφωνα λοιπόν με τα αρχεία της Βενετίας, μας γίνεται γνωστό ότι το έτος 1695, δηλαδή την εποχή που Δόγης της Βενετίας ήταν ο Συλβέστρο Βαλιέρο, η Γαβριά μαζί με πολλά άλλα χωριά της Άρτας, κατέβαλε φόρο στην Βενετική διοίκηση με αντάλλαγμα την προστασία από τις επιδρομές των πειρατών. Οι κάτοικοι των χωριών της Άρτας πλήρωναν ετησίως συνολικά 1500 Ισπανικά ρεάλια (1 ρεάλι ισοδυναμούσε με 9 ½ βενετικές λίρες) ενώ συγκεκριμένα η Γαβριά πλήρωνε 3 ρεάλια. Αυτό λοιπόν μας επιτρέπει να συμπεράνουμε από τη μία ότι η Γαβριά ήταν ένα μικρός οικισμός και από την άλλη ότι η οίκηση του χωριού έγινε πολλά χρόνια πριν από το 1695.

Ευρωπαίοι περιηγητές που επισκέφθηκαν τον κάμπο της Άρτας τον 17o, 18ο και 19ο αιώνα, περιγράφουν το τοπίο της περιοχής και μας δίνουν σημαντικές πληροφορίες για τη ζωή και τις δραστηριότητες των κατοίκων της εποχής. Η Σαλαώρα ήταν το σημαντικότερο λιμάνι της Άρτας και η πρόσβαση στην πόλη γινόταν μέσω του δρόμου που περνάει από τα χωριά Ανέζα και Κωστακιούς, ανάμεσα από τα οποία βρίσκεται η Γαβριά. Το 1676 ο Γάλλος γιατρός Ζακ Σπον φτάνει στην Άρτα και μας πληροφορεί ότι όλη η περιοχή γύρω από την πόλη καλλιεργεί καπνό και εξάγει μάλλινα και αυγοτάραχο. Σύμφωνα με το έργο «Voyage en Grèce» του Ιταλού πολιτικού Σαβέριο Σκρόφανι, το 1794 οι κάτοικοι καλλιεργούσαν σιτάρι, καλαμπόκι, κριθάρι, βρώμη, φασόλια και έκαναν εξαγωγή δερμάτων από βουβάλια, γεγονός που μαρτυρεί την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. Ο Σκρόφανι μας πληροφορεί και για την εξαγωγή ξύλου από τις σημαντικές δασικές εκτάσεις με βελανιδιές και φτελιές που υπήρχαν στον κάμπο και άνηκαν εν μέρει στο κράτος και εν μέρει σε ιδιώτες.

Advertising

Ο Βρετανός στρατιωτικός Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ επισκέφθηκε την περιοχή του κάμπου το 1805. Σύμφωνα με το βιβλίο του «Travels in northern Greece», ο Ληκ στην πορεία του από την Σαλαώρα προς την Άρτα, πέρασε ανάμεσα από τα χωριά Ανέζα και Κωστακιούς και αναφέρει την ύπαρξη χωραφιών με καλαμπόκι, τα οποία διαχώριζαν έρημες εκτάσεις καλυμμένες με χαμομήλι. Μία εικόνα της περιοχής μας δίνει και ο Βρετανός περιηγητής και πολιτικός Τζον Χομπχάουζ, ο οποίος το 1809 αποβιβάστηκε στη Σαλαώρα και στη διαδρομή προς την πόλη της Άρτας, παρατήρησε κάποιες εκτάσεις οι οποίες χρησίμευαν ως βοσκότοποι για άλογα και βοοειδή. Ο Βρετανός γιατρός Χένρυ Χόλλαντ, ήρθε στην περιοχή το 1812 και στην πορεία προς την πόλη, πέρασε από την Ανέζα. Ο Χόλλαντ μας πληροφορεί για τα βοσκοτόπια της περιοχής και τις καλλιέργειες καλαμποκιού, σιταριού, ρυζιού και καπνού. Αναφορά στις σημαντικές καλλιέργειες καλαμποκιού κάνει και ο Ουίλλιαμ Τέρνερ, Βρετανός διπλωμάτης και συγγραφέας, ο οποίος πέρασε από την περιοχή το 1813. Ο Φρανσουά Πουκεβίλ στο έργο του «Ταξίδι στην Ελλάδα», το οποίο εκδόθηκε το 1820, κάνει αναφορά στον κάμπο της Άρτας, τον οποίο χαρακτηρίζει ως ιδιαίτερα εύφορη περιοχή. Ο Γάλλος περιηγητής μας πληροφορεί επίσης ότι κατά τη διάρκεια της εξόρμησης του στα χωριά του κάμπου, επισκέφθηκε την περιοχή γύρω από τη Γαβριά και συγκεκριμένα τα γειτονικά χωριά Απόμερο και Καλομόδια.

Σύμφωνα με το έργο του Σπυρίδωνος Αραβαντινού, «Ιστορία Αλή πασά του Τεπελενλή», η Γαβριά, σε αντίθεση με τα γειτονικά χωριά Ανέζα, Μύτικας, Κωστακιοί και Καλομόδια, δεν ήταν ανάμεσα στα τσιφλίκια του πασά των Ιωαννίνων, ο οποίος είχε στην κατοχή του το μεγαλύτερο μέρος του κάμπου ενώ με βάση την εργασία του Κων.Διαμαντή με τίτλο «Η Άρτα και τα περίχωρα αυτής κατά τους χρόνους της επανάστασης», η Γαβριά ήταν ένας μικρός οικισμός με 15 οικογένειες την περίοδο που ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση του 1821.

Διαβάστε επίσης  Σπέτσες, το νησί της Μπουμπουλίνας

Ο Παναγιώτης Αραβαντινός στο έργο του «Χρονογραφία της Ηπείρου» μας ενημερώνει ότι, με βάση τον κατάλογο της απογραφής του 1845, η Γαβριά ήταν ιδιόκτητο χωριό, υπαγόταν στο τμήμα Ιωαννίνων και κατοικούσαν 13 χριστιανικές οικογένειες ενώ η έκθεση του Ρωσικού Υποπροξενείου Άρτας, το 1877, μας πληροφορεί ότι το χωριό υπήρξε ιδιοκτησία της Μητρόπολης Άρτας και κατοικούσαν σε αυτό 15 οικογένειες. Το 1878, ο Ηπειρώτης λόγιος Βασίλης Ζώτος στο έργο του «Ηπειρωτικαί Μελέται», κάνει αναφορά στα δύο γειτονικά χωριά, την Ανέζα και τους Κωστακιούς και μας πληροφορεί, ότι οι Κωστακιοί απείχαν από την Άρτα περίπου μία ώρα ενώ η Ανέζα περίπου δύο ώρες, γεγονός που μας κάνει να υποθέσουμε ότι η απόσταση που χώριζε τη Γαβριά από την πόλη ήταν περίπου 1 ώρα και 30 λεπτά.

Αναφορά στο χωριό κάνει και ο Ιφικράτης Κοκκίδης στο έργο του «Οδοιπορικά Ηπείρου και Θεσσαλίας» που εξέδωσε το ελληνικό Υπουργείο Στρατιωτικών (Αθήνα 1880) και μας δίνει την πληροφορία ότι στο χωριό κατοικούσαν περίπου 50 άνθρωποι. Ο Ι. Κοκκίδης μας ενημερώνει ότι η επαρχία Άρτας χωριζόταν σε 2 περιοχές: την περιοχή Άρτας και την περιοχή Πρεβέζης. Η περιοχή της Άρτας χωριζόταν με τη σειρά της σε 7 τμήματα: τμήμα Ποταμιάς, τμήμα Βρύσεως, τμήμα Ραδοβυζίου, τμήμα Τζουμέρκων, τμήμα Κάμπου, τμήμα Καρβασαρά και τμήμα Λάκκας. Η Γαβριά αποτελούσε μέρος του τμήματος Κάμπου.

Advertising

Άλλη αξιόλογη πηγή αποτελεί το «Δοκίμιον Ιστορικόν περί Άρτης & Πρεβέζης» (εκδ.1884) του Σεραφείμ Ξενόπουλου, μητροπολίτη Άρτας. Σύμφωνα με αυτή την πηγή, την εποχή εκείνη οι κάτοικοι του χωριού εκκλησιάζονταν στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου Ανέζας. Εμπρός από τον ναό λειτουργούσε αλληλοδιδακτικό σχολείο, στο οποίο δίδασκε ένας δάσκαλος και φοιτούσαν περίπου 180 μαθητές από τη Γαβριά, το Μύτικα, την Ανέζα, το Απόμερο και το Καλογερικό. Ο Μητροπολίτης Άρτας κάνει επίσης αναφορά και σε κάποιες χορτολιβαδικές εκτάσεις που υπήρχαν στο χωριό και ήταν ιδιοκτησία της Ιεράς Μητρόπολης Άρτας.

Εξίσου σημαντική πηγή, είναι η Οθωμανική απογραφή του 1895 που εκδόθηκε με τον τίτλο «Bin üc yüz on bir sene-i maliyesine mahsus Yanya salnamesi. Yedinci defa olarak» (Σαλναμές Ιωαννίνων για το οικονομικό έτος 1311, έκδοση έβδομη). Σύμφωνα με το σχετικό οθωμανικό νόμο, που ίσχυε από το 1864, η πρωτογενής διαίρεση της αυτοκρατορίας ήταν το βιλαέτι («νομαρχία» ή «γενική διοίκηση»). Κάθε βιλαέτι χωριζόταν σε σαντζάκια και αυτά σε καζάδες. Σύμφωνά με αυτή την απογραφή, το χωριό ανήκε στον Καζά Λούρου, ο οποίος βρισκόταν στο σαντζάκι Πρεβέζης, το οποίο με τη σειρά του, ανήκε στο βιλαέτι Ιωαννίνων. Με βάση λοιπόν αυτή την απογραφή, στη Γαβριά κατοικούσαν 14 οικογένειες (χανέδες) με συνολικό πληθυσμό 82 άτομα (33 άνδρες, 49 γυναίκες). Η στατιστική μας ενημερώνει επίσης ότι η Γαβριά απείχε 2 ώρες και 30 λεπτά από την έδρα του καζά, το Λούρο, απόσταση περίπου ίδια με εκείνη της Γενίτσαρης (τμήμα της σημερινής Ανέζας) και μικρότερη κατά 1 ώρα από εκείνη του γειτονικού Ψαθοτοπίου. Η πληροφοριά αυτή αλλά και το γεγονός ότι οι κάτοικοι εκκλησιάζονταν στο ναό του Αγίου Νικολάου της Ανέζας και όχι στην εκκλησία του Αγίου Βλασίου στο Ψαθοτόπι έρχεται να δώσει κάποια βάση στα λεγόμενα των κατοίκων, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η αρχική τοποθεσία του χωριού βρισκόταν δίπλα στην Ανέζα και συγκεκριμένα στη θέση «Παλαιοχώρια». Ο αντισυνταγματάρχης του μηχανικού Νικόλαος Σχινάς στο έργο του «Οδοιπορικόν Ηπείρου» που εξέδωσε το ελληνικό Υπουργείο Στρατιωτικών (Αθήνα 1897) μας πληροφορεί ότι στη Γαβριά την εποχή εκείνη κατοικούσαν 24 οικογένειες γεωργών και το χωριό ήταν βακούφι της Μητρόπολης.

Β’ Παγκόσμιος πόλεμος

Κατα τη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου πολέμου, χιλιάδες Έλληνες στρατιώτες έχασαν την ζωή τους. Ανάμεσα σε αυτούς υπήρξαν και δύο κάτοικοι της Γαβριάς. Ο Νάσης Αναστάσιος του Βασιλείου, ο οποίος γεννήθηκε το 1916, υπήρξε στρατιώτης του 40ου Συν.Ευζώνων και σκοτώθηκε στο ύψωμα Κτισμάτων Πωγωνίου, στις 21 Νοεμβρίου 1940 και ο Νάσης Νέστωρ του Βασιλείου, ο οποίος γεννήθηκε το 1919, υπήρξε δεκανέας στο 3ο Συν.Ιππικού και σκοτώθηκε στο Μάζι Κόνιτσας, στις 24 Νοεμβρίου 1940.

Μετά την υπογραφή του οριστικού πρωτοκόλλου συνθηκολόγησης της Ελλάδας, στις 23 Απριλίου του 1941, η περιοχή της Άρτας πέρασε στην κατοχή των Ιταλικών στρατευμάτων. Από τις πρώτες ηµέρες της κατοχής ο πληθυσµός της Άρτας, αγροτικός και αστικός, βρέθηκε ενώπιον µεγάλων προβληµάτων επιβίωσης. Το 1942 οι αντιστασιακές οργανώσεις έκαναν την εμφάνιση τους στην περιοχή. Τα καμποχώρια της Άρτας αποτελούσαν τον κύριο τροφοδότη των ανταρτών, από τα οποία έπαιρναν τρόφιμα για να ενισχύσουν τον αγώνα που διεξαγόταν στον ορεινό όγκο των Τζουμέρκων. Από τις αρχές του 1943 το ένοπλο αντάρτικο γνώρισε µεγάλη ανάπτυξη στην περιοχή της Άρτας. Όσον αφορά την Ιταλική διοίκηση, αυτή προσπαθούσε να αντιµετωπίσει τα προβλήµατα που δημιουργούσε η αυξανόµενη επέκταση της αντάρτικης δράσης στην ύπαιθρο. Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Ιταλών στον κάμπο ήταν περιορισµένης κλίµακας. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, στις 8 Σεπτεμβρίου του 1943, η 37η Ιταλική μεραρχία πυροβολικού “Μόντενα” με διοικητή τον Ερμπέρτο Παπίνι, που είχε εγκατασταθεί στην περιοχή της Άρτας, παρέδωσε τον οπλισμό στους Γερμανούς, οι οποίοι ανέλαβαν τον έλεγχο του χώρου.

Διαβάστε επίσης  Τα χριστουγεννιάτικα έθιμα του Πόντου
Advertising

Πέρα από τα προβλήματα που δημιουργούσε η Γερμανική κατοχή, οι κάτοικοι του κάμπου ερχόταν καθημερινά αντιμέτωποι με επεισόδια και αψιμαχίες, αλλά και κατασταλτικές πολιτικές εκ μέρους των δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων, του ΕΔΕΣ και του ΕΛΑΣ. Την περίοδο εκείνη οι δυνάμεις του ΕΔΕΣ είχαν περιορισθεί σε στο τμήμα δυτικά του Αράχθου, ουσιαστικά στις περιοχές της Λάκκας Σουλίου και του Ξηροβουνίου, ενώ το υπόλοιπο τμήμα της Ηπείρου, ήταν ελεγχόμενο από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Παρ’ όλα αυτά η περιοχή του κάμπου της Άρτας ανήκε στις διαμφισβητούμενες περιοχές, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την έντονη παρουσία και των δύο αντάρτικων ομάδων. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά της 8ης Μεραρχίας προς το γενικό στρατηγείο του ΕΛΑΣ στην οποία διαβάζουμε “Την 19ην ώραν της 21ης Μαρτίου, ο πρόεδρος Ανέζης Μιχαήλ Ρώσας, οδήγησεν Εδεσικόν Τμήμα εις Ανέζαν. Το τμήμα τούτο μέχρι της πρωϊας της 22ας είχε περιέλθει τα χωριά Κωστακιούς, Κεραμάτες, Γαβριά, Ψαθοτόπι, Μύτικα, Αγία Παρασκευή, Κολομόδια” ενώ δεν έλειπαν και τα ακραία φαινόμενα λεηλασίας όπως μας πληροφορεί μία άλλη αναφορά της ίδιας μεραρχίας στην οποία διαβάζουμε “Η κατάσταση που επικρατεί εκεί (στον κάμπο) είναι απερίγραπτη, κλοπές, λεηλασίες, αρπαγές, βιασμοί, δολοφονίες, αποτελούν τη δράση των Εδεσικών ομάδων Παπαπάνου, Μίκροβα (μοιράρχου), Πλαστήρα (ανθ/στη χωρ/κής), Βόιδαρου, Καϋμενάκη, Ρίγανη (ληστων) κ.λπ.” όπως επίσης “Στις αρχές του Μάη τραυματίζουν τους συναγ. Δ. Τσαμπάν από την Ανέζα και Ε. Γιώτην από Γαβριάν. Λεηλατήθηκαν ολόκληρες προίκες, ιδιαίτερα στην Ανέζα, Κωστακιούς, Γαβριά, Άγ. Σπυρίδωνα”.

Αξιοσημείωτο γεγονός είναι αυτό που μας περιγράφει ο υπομοίραρχος της χωροφυλακής Ιωάννης Πλαστήρας, ο οποίος το 1944, στα πλαίσια της κατασκοπευτικής του δράσης, εισήλθε στην πόλη της Άρτας μεταμφιεσμένος σε ιερέα και με πλαστή ταυτότητα στην οποία αναγραφόταν τα στοιχεία του τότε ιερέα της Γαβριάς, π. Αριστείδη Χαραλάμπους, κατάφερε να συγκεντρώσει σημαντικές πληροφορίες για τον απελευθερωτικό αγώνα.

Ο ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου

Στην είσοδο του χωριού, κοντά στην πλατεία, βρίσκεται ο ενοριακός ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ο ναός κατασκευάστηκε το 1915, σε οικόπεδο έκτασης 2 στρεμμάτων, το οποίο δώρισε ένας κάτοικος του χωριού, ο Βασίλειος Νάσης. Πρόκειται για μεγάλων διαστάσεων, μονόχωρο, δρομικό ναό με νεωτερικό χαγιάτι στα νότια. Ο περίβολος του ναού περικλείεται από τοίχο και η πρόσβαση σε αυτόν είναι δυνατή μέσω της κεντρικής εισόδου στην οποία δεσπόζει το ανακαινισμένο κωδωνοστάσιο. Το εσωτερικό του ναού παρουσιάζει ξυλόγλυπτη διακόσμηση και πολλές τοιχογραφίες. Σύμφωνα με την επιγραφή, που βρίσκεται επάνω από την δεξιά θύρα εισόδου, ο ναός ανακαινίσθηκε και τοιχογραφήθηκε τη δεκαετία του 90′ επί μητροπολίτη Νικοπόλεως και Πρεβέζης Μελέτιο με δαπάνες τοπικών οικογενειών. Η εικονογράφηση στο εσωτερικό του ναού διατάσσεται σε δύο ζώνες. Στην κατώτερη απεικονίζονται ολόσωμοι άγιοι και μάρτυρες, και στην ανώτερη πρόσωπα αγίων και σκηνές από το βίο του Χριστού και της Παναγίας. Ο τρούλος του ναού είναι διακοσμημένος με την εικόνα του Παντοκράτορα Ιησού.

Γαβριά

Advertising

Το πιο αξιοσημείωτο στοιχείο του ναού είναι το τέμπλο, το οποίο σύμφωνα με τη σκαλιστή επιγραφή πάνω από την Ωραία Πύλη, χρονολογείται από το 1928. Είναι ξύλινης χειροποίητης κατασκευής και φέρει πυκνή φυτική διακόσμηση. Το επιστύλιο του τέμπλου είναι διακοσμημένο με 15 εικόνες που απεικονίζουν το πρόσωπο του Ιησού στο ιερό σάβανο και τους μαθητές του. Κάτω από την εικόνα του Ιησού απεικονίζεται ένας άγγελος με τη μορφή ενός αστεριού με 16 αχτίδες. Στην κορυφή απεικονίζεται ο Εσταυρωμένος στο κέντρο του Σταυρού της επίστεψης και οι μορφές της Θεοτόκου και του Ευαγγελιστή Ιωάννη στα λυπηρά. Άξιοι προσοχής είναι οι δύο δράκοντες που περιβάλλουν τον Σταυρό της επίστεψης. Στο κέντρο της Ωραίας Πύλης απεικονίζεται ο Ιησούς μέσα στο ιερό δισκοπότηρο. Οι δεσποτικές εικόνες στα πλάγια της Ωραίας Πύλης, είναι ζωγραφισμένες σε μουσαμά και απεικονίζουν την Κοίμηση της Θεοτόκου, την Οδηγήτρια Θεοτόκο, τον Ιησού Χριστό, τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και τον Άγιο Γεώργιο. Στο υπέρθυρο της Ωραία Πύλης αλλά και πάνω από τις Δεσποτικές εικόνες και τις εικόνες του επιστυλίου απεικονίζονται διπτέρυγα χερουβείμ. Το μοναδικό παραπόρτιο του τέμπλου είναι διακοσμημένο με την ολόσωμη εικόνα του Αρχαγγέλου Γαβριήλ.

Το 1997 με υπουργική απόφαση, ο ναός χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο και κτίριο που χρήζει ειδικής κρατικής προστασίας. Πίσω από τον ιερό ναό βρίσκεται το κοιμητήριο του χωριού. Ο εξωτερικός τοίχος του κοιμητηρίου εμφανίζει μία πέτρινη επιγραφή στην οποία αναγράφεται «Εδώ δεν ξεχωρίζουν πλούσιοι, φτωχοί, μεγάλοι, όλοι μαζί κείτονται στης μάνας γης αγκάλη» και χρονολογείται από το 1970. Η Γαβριά υπάγεται στη Μητρόπολη Νικοπόλεως και Πρεβέζης.


Πηγές:

Σύνταξη κειμένου: Μίλτος Γήτας

Advertising

Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Σακελλαρίου

Ο Μίλτος Γήτας είναι δημοσιογράφος σε τηλεόραση, ραδιόφωνο κι εφημερίδες. Ζει και εργάζεται στα Γιάννενα. Από παιδί λατρεύει την ποίηση και μέχρι σήμερα έχει εκδώσει 7 ποιητικές συλλογές. Αγαπάει τα βιβλία, τις ταινίες και την καλή μουσική. Σπαταλάει τον χρόνο του συλλέγοντας γραμματόσημα, νομίσματα και χορεύοντας παραδοσιακούς χορούς! Όνειρο του να ταξιδέψει στα άκρα της γης και να καταφέρει κάποτε, έστω και γέρος, να ζει γράφοντας βιβλία.

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Θιουδάδ Ρεάλ

Θιουδάδ Ρεάλ: ταξίδι στα χνάρια του Δον Κιχώτη

H Θιουδάδ Ρεάλ, είναι στο κάμπο Καλατράβα της Ισπανίας, στο

100 χρόνια έρευνας: Σύνδεση προσωπικότητας και νοημοσύνης

Προσωπικότητα και νοημοσύνη Η προσωπικότητα περιγράφει το πώς ένα άτομο