
Παλιά επαγγέλματα: Ζούμε στην εποχή της πληροφορίας! Της ταχύτητας! Της τάσης για μαζική κατανάλωση! Της προόδου; Όλα και όλοι τρέχουν να προλάβουν! Τι αλήθεια; Το χρόνο; Τις προθεσμίες που έχουν τεθεί από τους ανωτέρους τους στο χώρο εργασίας τους; Εργασία! Ναι! Εν έτει 2019, κάτι τόσο απαραίτητο για την επιβίωση του ανθρώπου έχει καταλήξει τόσο δυσεύρετο! Όροι όπως ”οικονομική κρίση”, ”ανεργία”, ”καπιταλισμός”, ηχούν καθημερινά στα αυτιά μας με συνέπεια το γεγονός και μόνο πως κάποιος εργάζεται, ακόμη και σε αντικείμενο άσχετο με εκείνο των σπουδών του, με εκείνο που αγαπά, να θεωρείται θαύμα. Μα αλήθεια αυτό αποκαλούμε πρόοδο; Το όραμα της ανθρωπότητας ήταν δηλαδή να δημιουργήσει ανθρώπους, που θα ξεπουλούν τα όνειρά τους για την επιβίωση τους ή θα επιλέγουν να βιοποριστούν από ό,τι η εκάστοτε μόδα προστάζει;
Σε καιρούς κρίσης, η νοσταλγία για άλλες εποχές, πιο αγνές, πιο ”ρομανταικές”, εποχές με μία μοναδικότητα που χάθηκε, είναι κάποιες φορές αναπόφευκτη. Τότε που ο κόσμος καθόταν στα καφενεία, στα πεζοδρόμια και ξαφνικά εμφανιζόταν ένας λούστρος να τους γυαλίσει τα παπούτσια για να πάνε στη δουλειά τους περιποιημένοι και λούστρος να βγάλει το ψωμί του; Που υπάρχει αυτό σήμερα; Στις τεράστιες φανταχτερές βιτρίνες, που ο καταναλωτής μπορεί να επιλέξει μέσα από μία πληθώρα υποδημάτων, που τα εργοστάσια παράγουν μαζικά και να τα πετάξει όταν τα βαρεθεί; Πόσα επαγγέλματα σαν και αυτό χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου, άραγε!
Όταν ο κόσμος περπατούσε σε δρόμους χωμάτινους, δίχως άσφαλτο, τα παπούτσια σκονίζονταν. Ήταν η εποχή που άνθισε το επάγγελμα του λουστραδόρου. Καθισμένος σε ένα σκαμνάκι, με το κασελάκι του μπροστά και γύρω τα βερνίκια και τις βούρτσες, ο λούστρος ανέμενε τους περαστικούς, οι οποίοι πλησιάζοντας άπλωναν πρώτα το ένα και έπειτα το άλλο πόδι στη μεταλλική θέση της κασέλας και η τέχνη άρχιζε..Πόσα μικρά παιδιά κατόρθωσαν να σπουδάσουν ακόμη και γιατροί, εξασκώντας το επάγγελμα του λούστρου για τα προς το ζην!

Γνωστός στις τοπικές κοινωνίες ήταν ιδιαίτερα ο (Ν)Τελάλης. Ρίζες της λέξης στη γειτονική χώρα, Τουρκία και δεν είναι άλλος από τον δημόσιο κήρυκα. Χαρακτηριστικό του η δυνατή φωνή, με την οποία, -τοποθετώντας την παλάμη στο στόμα σαν χωνί- διαλαλούσε στους κατοίκους των κωμοπόλεων τα νέα που έφταναν με τον τηλέγραφο ή τα εμπορεύματα που έφερναν στις πλατείες των χωριών οι πραματευτάδες. Εφημερίδες, ραδιόφωνα και τηλεόραση, όπως ήταν φυσικό, αφάνισαν το τόσο γραφικό επάγγελμα.
Η χρήση των ζώων ήταν απαραίτητη για την διεκπεραίωση των εργασιών του κάθε νοικοκυριού. Ο Πεταλωτής έβαζε στα ζώα τα πέταλα που κατά μία έννοια τα παπούτσια τους. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο ήταν τα πέταλα, το σφυρί, η τανάλια, το σατράτσι και τα καρφιά. Στην αρχή ακινητοποιούσαν το πόδι του ζώου και ο πεταλωτής έβγαζε το παλιό φθαρμένο πέταλο. Μετά με το σατράτσι, ένα μαχαίρι σε σχήμα μικρού τσεκουριού, έκοβε την οπλή του ζώου από κάτω έτσι ώστε να την ισιώσει. Έπειτα έβαζε το καινούργιο πέταλο και το κάρφωνε με τα ειδικά καρφιά, τα οποία διέθεταν μεγάλο κεφάλι έτσι ώστε να προεξέχουν από το πέλμα του ζώου και να μη γλιστράει. Τα πέταλα ήταν σε διάφορα μεγέθη και τα κατασκεύαζαν από σίδερο, ενώ είχαν τρύπες γύρω – γύρω για να μπαίνουν τα καρφιά. Το πετάλωμα γινόταν και στα τέσσερα πόδια του ζώου, ούτως ώστε να μπορεί να περπατάει στους κακοτράχαλους δρόμους χωρίς να πληγώνονται τα πόδια του και για να διατηρεί την ισορροπία του. Τα πέταλα ήταν σιδερένια και κατασκευάζονταν χειροποίητα στο αμόνι, ενώ οι τεχνίτες που τα έφτιαχναν αναλάμβαναν ταυτόχρονα και το το πετάλωμα των ζώων, που απαιτούσε μεγάλη εμπειρία και δεξιοτεχνία. Οι πεταλωτές συχνά ασκούσαν παράλληλα και το επάγγελμα του σιδερά, ενώ κάποιοι από αυτούς ήταν και πρακτικοί κτηνίατροι.

Η καλλιέργεια σιτηρών ήταν πολύ διαδεδομένη μέχρι τον 17ο αιώνα, ενώ στη συνέχεια περιορίστηκε σημαντικά. Οι άνθρωποι τότε φρόντιζαν δυο φορές το χρόνο, (φθινόπωρο – άνοιξη), για την παρασκευή του σταρένιου ή καλαμποκίσιου αλευριού. Μετέφεραν τα τσουβάλια τους το πρωί στο μύλο για άλεσμα και επέστρεφαν το βράδυ. Αλευρόμυλοι υπήρχαν σε όλα τα χωριά , οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν υδρόμυλοι, τους κινούσε η δύναμη του νερού, οπότε τους έχτιζαν πάντα δίπλα σε ποτάμια και ρεματιές. Σήμερα λειτουργούν ελάχιστοι. Ο μύλος ήταν συνήθως το σπίτι του Μυλωνά. Κάτω από τις μυλόπετρες υπήρχε ένας μικρός χώρος, όπου ήταν εγκατεστημένος ο κινητός μηχανισμός, όπου έπεφτε από το βαγένι το και τον περιέστρεφε.
– Ο αλεστικός μηχανισμός είχε δυο οριζόντιες κυλινδρικές μυλόπετρες, τη μια πάνω στην άλλη, με την κάτω ακίνητη. Το σιτάρι διοχετεύονταν ανάμεσά τους από μια τρύπα στο κέντρο της επάνω περιστρεφόμενης πέτρας. Με την κίνηση το σιτάρι ή το καλαμπόκι συνθλίβεται ανάμεσα στις πέτρες και μετατρέπεται σε σκόνη. Ως αμοιβή του ο μυλωνάς κράταγε ένα μέρος από τα αλεστικά (5-12%) και σπάνια έπαιρνε χρήματα. Οι υδρόμυλοι έπαιρναν ως αλεστικό δικαίωμα ένα “σινίκι” (= 6 οκάδες) για την άλεση 100 οκάδων σιτηρών .
Γανωτής ή γανωτζής ή γανωματής ήταν ο τεχνίτης που επικάλυπτε τα χάλκινα σκεύη με κασσίτερο. Το επάγγελμα του γανωτή είναι από τα πιο παλιά που μπορεί ακόμα σπάνια να συναντήσει κανείς. Λένε ότι καθιερώθηκε στην εποχή του Βυζαντίου και ήταν χρήσιμη η δουλειά τους, γιατί έσωζαν τους ανθρώπους από το θάνατο που προκαλούσαν τα αγάνωτα χάλκινα σκεύη. Τα παλιά χρόνια, τα περισσότερα σκεύη που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι για τις καθημερινές τους δουλειές και ιδιαίτερα στη μαγειρική ήταν χάλκινα. Με τον καιρό και με τη μεγάλη χρήση οξειδώνονταν και γινόταν επικίνδυνα για δηλητηριάσεις. Έπρεπε λοιπόν να γανωθούν, να περαστεί δηλαδή η επιφάνειά τους για προστασία με ένα ειδικό μέταλλο, το καλάι (κασσίτερος). Ο γανωματής αφού καθάριζε καλά τα σκεύη, άλειφε το εσωτερικό τους με σπίρτο (υδροχλωρικό οξύ ) και το έτριβε με τριμμένο κεραμίδι ή άμμο. Ύστερα ζέσταινε καλά το χάλκινο σκεύος στη και έριχνε μέσα το χλωριούχο αμμώνιο για να στρώσει καλύτερα το καλάι. Στη συνέχεια, το σκούπιζε καλά και μετά άπλωνε το λιωμένο καλάι στην επιφάνεια του σκεύους με τη βοήθεια ενός χοντρού βαμβακερού υφάσματος. Στο τέλος το σκούπιζε με καθαρό βαμβάκι για να γυαλίσει.
Ο Αγωγιάτης, ο Νερουλάς, ο Γαλατάς, ο Παγοπώλης, ο Καρεκλάς, ο Καλαθοποιός είναι και τούτα επαγγέλματα που δέσποζαν σε μια Ελλάδα, που οι άνθρωποι ήταν γνησιότεροι, αυτάρκεις, ήξεραν να μοιράζονται, επικοινωνούσαν ουσιαστικότερα και καθείς είχε το ρόλο του στην κοινωνία. Τότε που οι μεγαλοβιομηχανίες δεν είχαν παρεισφρήσει στο οικονομικό γίγνεσθαι και οι άνθρωποι έδιναν στα αγαθά την αξία που τους άρμοζε. Πόσο μας λείπει άραγε τούτη η αυθεντικότητα!
Πηγές:
- evia365.gr
- antologio.wordpress.com
Σύνταξη κειμένου: Γιούλη Αμπαρτζόγλου
Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Σακελλαρίου