Μετά τις απειλές προς τη Βόρεια Κορέα, ο Αμερικανός πρόεδρος δήλωσε ότι εξετάζει μια «στρατιωτική επιχείρηση» στη Βενεζουέλα, σε μια αιφνιδιαστική τοποθέτηση εν μέσω της πολιτικής κρίσης που μαίνεται στη χώρα της Λατινικής Αμερικής.
«Έχουμε στρατεύματα σε όλο τον κόσμο, σε μέρη που βρίσκονται πολύ μακριά. Η Βενεζουέλα δεν είναι τόσο μακριά και ο λαός υποφέρει και άνθρωποι πεθαίνουν», είπε ο Ντόναλντ Τραμπ από το Μπέντμινστερ στο Νιου Τζέρσεϊ, όπου παραθερίζει, και συνέχισε: «Έχουμε πολλές επιλογές για τη Βενεζουέλα, ανάμεσα σε αυτές και μια πιθανή στρατιωτική επιλογή αν κριθεί αναγκαίο».
Λίγο μετά τη δήλωση Τραμπ, ο εκπρόσωπος του Πενταγώνου Έρικ Πάχον τόνισε ότι το Πεντάγωνο δεν έχει λάβει καμία εντολή από το Λευκό Οίκο σχετικά με τη Βενεζουέλα. Ωστόσο, οι απειλές Τραμπ έρχονται αφότου η Ουάσινγκτον επέβαλε στοχευμένες κυρώσεις εναντίον του προέδρου Μαδούρο και ανώτερων κρατικών αξιωματούχων της Βενεζουέλας, μερικές ημέρες πριν από τη διαδικασία εκλογής των μελών της Συντακτικής Συνέλευσης.
«Με την επιβολή των κυρώσεων εναντίον του Μαδούρο οι ΗΠΑ καθιστούν σαφή την αντίθεσή τους στις πολιτικές αυτού του καθεστώτος και δηλώνουν τη στήριξή τους στο λαό της Βενεζουέλας που επιδιώκει την επιστροφή της χώρας σε μια πλήρη και ευημερούσα δημοκρατία», ανακοίνωνε στις 11 Ιουλίου ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών, Στίβεν Μνούτσιν.
(πηγή : Νόστιμον ήμαρ)
Είναι γεγονός πως από τις πρώτες ημέρες της διακυβέρνησης του Μπολιβαριανού Επαναστατικού Κινήματος 200 (Movimiento Bolivariano Revolucionario 200, MBR-200) που ανήλθε στην κυβέρνηση στις 6 Δεκεμβρίου 1998 οι ΗΠΑ δεν ήταν καθόλου φιλικές προς το νέο καθεστώς και τον τότε Πρόεδρο Ούγκο Τσάβες.
Ο ανοιχτά σοσιαλιστικός προσανατολισμός της κυβέρνησης Τσάβες ανησύχησε από την αρχή την τότε αμερικανική κυβέρνηση, ιδιαίτερα από τη στιγμή που έγινε εμφανές πως δεν ήταν μόνο προσχηματικός, αλλά πραγματικά στόχευε στην εφαρμογή δικαιότερης κατανομής του πλούτου και απεξάρτησης της Βενεζουέλας από τη σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ.
Η πολιτική των εθνικοποιήσεων μεγάλων εταιρειών και εθνικών πόρων (κυρίως του πετρελαίου) καθώς και η σύσφιξη των σχέσεων της Βενεζουέλας με τις κυβερνήσεις της Κίνας, της Κούβας και της Ρωσίας οδήγησε τις αμερικανικές πολυεθνικές όχι μόνο να χάσουν τεράστιο μέρος των κερδών τους, αλλά να δουν και τον κίνδυνο της ανόδου παρόμοιων κυβερνήσεων σε όλη τη Λατινική Αμερική.
Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Τσάβες (1998–2013) έγιναν αρκετές εξεγέρσεις και απεργίες καθοδηγούμενες από την αντιπολίτευση με σκοπό την ανατροπή του. Ο Τσάβες, πάντα υποστήριζε πως αυτές χρηματοδοτούνταν και υποκινούνταν από τις ΗΠΑ ενώ είχε καταγγείλει και την ύπαρξη παραστρατιωτικών ομάδων στη χώρα που αποστέλλονταν από τη γειτονική φιλο-αμερικανική Κολομβία.
Το βασικό πρόβλημα των ΗΠΑ ήταν πως ο Τσάβες σαν προσωπικότητα ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής και οι εκλογές μέσα από τις οποίες είχε εκλεγεί, όχι μόνο ήταν απαλλαγμένες από νοθεία αλλά σημείωναν τη μεγαλύτερη συμμετοχή του λαού τα τελευταία σαράντα χρόνια. Ήταν συνεπώς αδύνατο να επικαλεστούν έλλειψη δημοκρατικής νομιμοποίησης και δικτατορική διακυβέρνηση.
Ο διάδοχος του Τσάβες, Νικολάς Μαδούρο, δεν φαίνεται να εμπνέει τον λαό όσο ο προκάτοχος του, ενώ μια σειρά αποτυχιών σε κάποια οικονομικά προγράμματα όπως της στέγασης και της αναδιανομής αγροτικής γης φαίνεται να κλόνισαν την εμπιστοσύνη μέρους του λαού στο Μπολιβαριανό κίνημα. Αυτό αποδεικνύεται τόσο από τη συμμετοχή των πολιτών στις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις όσο και στη διάρκεια και στην έντασή τους.
Αξίζει ακόμα να σημειωθεί πως ο Νικολάς Μαδούρο αναγκάστηκε στη χρήση σκληρών και εκτεταμένων μέτρων καταστολής των εξεγερμένων, κάτι που επί Προεδρίας Τσάβες ήταν σπάνιο μιας και οι εξεγερμένοι δεν είχαν τόσο μεγάλη δυναμική και συμμετοχή. Αποκορύφωμα της καταστολής ήταν τα αιματηρά επεισόδια που ακολούθησαν τις πρόσφατες εκλογές, όπου η σύγκρουση αστυνομίας και στρατού με τους διαδηλωτές άφησε πίσω της 10 τουλάχιστον νεκρούς.
Επίσης παρά τη διάρκεια των ταραχών, η διεθνής υποστήριξη από τις φιλικές στο καθεστώς χώρες είναι μάλλον περιορισμένη. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την κρίση στην Κορέα που εμπλέκει δύο συμμαχικές χώρες της Βενεζουέλας (Κίνα, Ρωσία) δίνουν την κατάλληλη ευκαιρία στην Ουάσιγκτον να προσπαθήσει να ανακτήσει το χαμένο της κύρος στην περιοχή, καθώς και τα κέρδη των αμερικανικών εταιρειών.
Η πολιτική του Ντόναλντ Τράμπ «Κάντε την Αμερική μεγάλη ξανά» (Make America great again) φαίνεται να στοχεύει πλέον να προσδώσει στις ΗΠΑ το ρόλο που είχαν την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Αυτή της προστάτιδας δύναμης του «Ελεύθερου Κόσμου» δηλαδή των χωρών με αστική δημοκρατία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η επιθετική πολιτική απέναντι στη Β.Κορέα αλλά και οι κατηγορίες κατά της Ρωσίας για κυβερνοεπιθέσεις και απόπειρα νοθείας των αμερικανικών εκλογών.
Οι συνθήκες δείχνουν να γίνονται ιδανικές για την κυβέρνηση Τραμπ, καθώς κατάφερε να πιστώσει στον εαυτό της τη συρρίκνωση του Ισλαμικού Κράτους στη Μέση Ανατολή, αλλά και να αυξήσει την παρουσία του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη. Κάτι που ο Μπαράκ Ομπάμα και ο Τζώρτζ Μπους είχαν αποφύγει συστηματικά.
Τα παραπάνω δίνουν στο μέσο Αμερικανό συντηρητικό ψηφοφόρο την αίσθηση πως η Αμερική γίνεται όντως «μεγάλη ξανά» ειδικά μετά από σχεδόν 16 χρόνια, οπού το κύρος της τσαλακώθηκε αρκετά.
Με την αρχή να γίνεται από το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους το 2001 και συνεχίζοντας με την οικονομική κρίση, οι ΗΠΑ άρχισαν να υποβαθμίζονται σε διεθνές επίπεδο. Η ανάδυση νέων οικονομικών και στρατιωτικών δυνάμεων (Κίνα, Ρωσία) διέψευσε το όνειρο του «Αμερικανικού 21ου αιώνα» και του πολυδιαφημισμένου «τέλους της Ιστορίας». Σαν κερασάκι στην τούρτα ήρθε και η σταδιακή αποδέσμευση των οικονομιών της Λατινικής Αμερικής από την Ουάσιγκτον.
Με τη Βενεζουέλα, την Αργεντινή, τη Βραζιλία, τη Βολιβία, την Ουρουγουάη και το Εκουαδόρ να αποδεσμεύονται και να αναπτύσσουν σχέσεις με την Κίνα και τη Ρωσία, αλλά και την «επικίνδυνη» Κούβα, καθώς και να αμφισβητούν το νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο, οι ΗΠΑ ένιωσαν να παραγκωνίζονται στη μόνη περιοχή του πλανήτη όπου η κυριαρχία τους θεωρούνταν αναμφισβήτητη – στη Λατινική Αμερική.
Η κυβέρνηση Τραμπ λοιπόν θέλει να διορθώσει αυτό το «λάθος» και εμφανίζεται ως ο αποκαταστάτης της αμερικανικής παντοδυναμίας, προστάτιδας της Δημοκρατίας. Που φυσικά δεν μπορεί να πείσει κανέναν ότι θα καταφέρει να επέμβει αποτελεσματικά σε απομακρυσμένα γεωγραφικά μέρη αν πρώτα δεν επιβάλει την τάξη στην ίδια «την αυλή της».
Έτσι λοιπόν μια στρατιωτική επέμβαση στη Βενεζουέλα είναι μάλλον πιθανότερη από μια επίθεση στη Β. Κορέα. Η Βενεζουέλα δεν διαθέτει πυρηνικό οπλοστάσιο και δεν μπορεί να πλήξει αμερικανικό έδαφος. Ο Τραμπ θα μπορέσει να πετύχει τους επικοινωνιακούς του στόχους σχεδόν ακίνδυνα και να ανεβάσει τη φθίνουσα δημοτικότητά του, ενώ παράλληλα θα ανοίξει το δρόμο για την «επανάκτηση» της Λατινικής Αμερικής από τις μεγάλες εταιρείες των ΗΠΑ. εξασφαλίζοντας έτσι τη μελλοντική υποστήριξή τους.
Τέλος, μια σύρραξη στη Βενεζουέλα είναι πιθανόν να τραβήξει επάνω της το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και της διεθνούς διπλωματίας, δίνοντας έτσι την ασφαλή διέξοδο στο επικίνδυνο παιχνίδι των πυρηνικών που έχει ξεκινήσει στην Κορεατική Χερσόνησο.