Χαλασμένη Πυξίδα

Βρίσκομαι σε μια χαράδρα, σε μια χαράδρα γεμάτη διαμάντια. Πέφτω και ξαναπέφτω και ξαναπέφτω. Τι ανόητος. Εθισμένος σε μία θανάσιμη ρουτίνα. Κανείς όμως δε με έχει φυλακίσει σ’ αυτή. Εγώ είμαι ο κατηγορούμενος. Εγώ είμαι κ’ ο κατήγορος. Εγώ και ο δικαστής. Παραβιάζω τους νόμους…τους νόμους που έχω θέσει για τον εαυτό μου. Με κατηγορώ. Με δικάζω. Με τιμωρώ. Με αθωώνω και ξανά από την αρχή. Πάντα όμως έβλεπα εκείνη την ετοιμόρροπη σαπισμένη γεφυρούλα στο τέλος της χαράδρας που κρυβόταν-να μη τη δω-πίσω από την ομίχλη, πίσω από τα ανεξέλεγκτα ταχέως κινούμενα ηλεκτρόνια που θερμαίνονται, καίγονται· τα συναισθήματα μου. Ξέρεις από ποιον. Είμαι σίγουρος πώς ξέρεις. Και οι δύο τον ξέρουμε. Τόσες φορές σ’ αυτό το σημείο, σ’ αυτό το σκηνικό, σ ‘αυτό το σενάριο. Τόσες πτώσεις. Τόσα σημάδια. Τόσες πληγές που καθρεφτίζονται μπροστά στα αστραφτερά διαμάντια. Ας τα ξεχάσουμε ε; Ας ξανά ανέβουμε. Ας ξανά προσπαθήσουμε. Κάποτε σ αυτά τα διαμάντια ίσως να καθρεφτίζεται ένας επουλωμένος Εγώ που εκείνος δε θα αγκαλιάσει γι’ ακόμη μία φορά με τις κρυστάλλινες παλάμες του, με τα κοφτερά του διαμαντένια νύχια. Σκέφτομαι. Ξανά σκέφτομαι αλλά δε λειτουργεί το μυαλό μου σαν μία χαλασμένη μίζα αυτοκινήτου, παρά μόνο η καρδιά μου που χτυπάει βίαια τη πόρτα του σώματος μου, έτοιμη να αποδράσει, να πηδήξει πρώτη στη χαράδρα περιμένοντας το σώμα μου να ακολουθήσει.

Αυτή τη φορά θα χαράξω ένα νέο μονοπάτι μιας και αυτό το που βαδίζω εδώ και χρόνια έχει χαραχτεί βαθιά στη γη από τα ματωμένα μου πέλματα και τα μικρά ψεγάδια διαμαντιών μη τυχόν και το χάσω. Περπατάω προς τη γεφυρούλα που τόσα χρόνια υποτιμούσα όλο και περισσότερο. Το έδαφος μοιάζει πιο εύφορο εδώ. Τι περίεργο λέω χαμογελαστός. Όσο απομακρυνόμουν από τους κρυστάλλους το έδαφος τραγουδούσε. Στις πατημασιές μου άνθιζαν κόκκινα τριαντάφυλλα. Η ομίχλη όμως φιλούσε το έδαφος όλο και πιο έντονα ,με περισσότερο πάθος. Με έπνιγε. Με πονούσε. Η καρδιά μου ακουγόταν σε κάθε γωνιά του σώματος μου αλλά εκείνο ασταμάτητο προχωρούσε και προχωρούσε χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει. Κοφτερά διαμάντια άνθιζαν στο έδαφος προσπαθώντας να με εμποδίσουν. Από τι αναρωτήθηκα… Βρισκόμουν στο μονοπάτι του χάους και της αρμονίας. Του διαβόλου και του θεού. Του ψεύδους και της αλήθειας. Ένα εκτυφλωτικό φως με χτύπησε τόσο δυνατά που νόμιζα ότι…Όχι όμως. Ήταν το φως του ηλίου που αντανακλούσε στους λείους διαμαντένιους βράχους κάτω από τη γεφυρούλα. Μαγευτικοί για ακόμη μία φορά. Μία αμοιβαία αίσθηση μαγνητισμού εισέβαλε στην ατμόσφαιρα. Η σάρκα μου καιγόταν από μία γοητευτική ακτινοβολία που εκπέμπαμε ο ένας στον άλλον. Βρίσκομαι στη μέση της ξύλινης γέφυρας. Δε θυμάμαι πότε έφτασα ως εδώ. Το σώμα μου ανυπάκουο. Κοιτάω πίσω μου. Το ξύλο της γέφυρας σάπιζε στο πέρασμα μου. Δεν υπάρχει επιστροφή; Μα τι. Εκείνος. Πώς. Θα με περιμένει να επιστρέψω όπου να ναι με τη συνηθισμένη πτώση μου στην θανατηφόρα αλλά διαμαντένια αγκαλιά του. Ένα χαοτικό συναίσθημα άρχισε να με πνίγει, να με διχάζει. Κάνω το σωστό ή το λάθος. Αυτό θα με καθορίσει για πάντα είπα. Θα χάσω…Θα χάσω…Μία πομπώδης σιγή πλημμύρισε στην ατμόσφαιρα και ένα ερώτημα στο μυαλό μου : «Τι θα χάσεις μικρέ;»

Διαβάστε επίσης  Ναρκισσισμός και social media: επιπτώσεις στην ψυχική υγεία

-Όλα αυτά που…από πάντα ήθελα.

Advertising

Advertisements
Ad 14

-Ποια βρε;

Τρελάθηκα είπα- πιάνω κουβεντούλα με τον εαυτό μου στη μέση μίας ετοιμόρροπης γέφυρας.

-Πλησιάζεις

-Τι εννοείς;

Advertising

-Σωστά σκέφτεσαι. Από κάτω βρίσκεται η κόλαση σου. Θες μήπως να ξαναπηδήξεις, να ξανά πληγωθείς, να σε πιάσει στην αγκαλιά του με τα κοφτερά διαμάντια του και να σε δεις ξανά…ξέρεις πώς.

Ένιωθα ένα μποτιριάλισμα στις αρτηρίες του σώματος μου. Η καρδιά μου σταμάτησε. Το σώμα μου με εγκατέλειψε. Έχασα το κέντρο βάρους μου και έπεσα. Το μυαλό μου ξύπνησε από αυτόν τον θανατηφόρα ιαματικό ύπνο. Η σαπίλα της γέφυρας αγκάλιαζε τις πληγές μου. Από μία γλυκιά σχισμή που σχημάτιζαν δύο σανίδες της γέφυρας-τον είδα. Πόσο μου έλειψε.

-Λοιπόν; Έλα σε περιμένει μην αργείς.

-Σταμάτα

Advertising

-Έλα πήγαινε μικρέ. Άλλη μια πτώση. Και τι έγινε;

Το βλέμμα του και ο ενοχλητικός μου εαυτός ήταν δύο εχθρικοί σύμμαχοι που πάλευαν να με κερδίσουν.

«Σήκω και προχώρα ηλίθιε!» μου είπα

Σηκώθηκα και προχώρησα όπως είπε. Ένιωθα το βλέμμα του να με καρφώνει και εγώ μέσα μου να θρηνώ την αγάπη μας και να αναγεννώ τον εαυτό μου.

Advertising

-Κάτι χάνεις και κάτι κερδίζεις σ αυτή τη ζωή ε;

Διαβάστε επίσης  Η σεξουαλική απελευθέρωση δεν χρήζει φίλτρο

-Εκείνος τι θα κάνει χωρίς εμένα;

Έπεσα. Μέχρι να με πιάσει ένιωθα να είμαι ένας ζωντανός νεκρός, ένας αδιανόητα χαζός έξυπνος.

Κατάλαβες λοιπόν; Σου γράφω αυτό για να μη το ξεχάσεις, για να μη ξαναπέσεις και να αποφασίσεις να φτιάξεις επιτέλους αυτή τη γέφυρα και να τη διασχίσεις επιτέλους. Έλα. Πάμε. Μία τελευταία φορά.

Advertising

 

 

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Disney vs Studio Ghibli – Ως πότε θα προσποιείσαι ότι η Disney είναι μαγεία;

Δεν ξέρω πώς να στο πω ευγενικά, αλλά αν ακόμα

Alice + Freda Forever: Ένα λεσβιακό έγκλημα του 19ου αιώνα

Το βιβλίο «Alice + Freda Forever» της Alexis Coe είναι