Ανοίγεις τα μάτια και κοιτάς γύρω σου, σύντομα καταλαβαίνεις, πως για άλλη μια φορά, ξύπνησες στο ίδιο μέρος. Στο φαινομενικά όμορφο σπίτι σου, στον μοναδικό αυτό πλανήτη, που λέγεται γη. Αυτός είναι ο κόσμος σου και πρέπει να τον δεχτείς, μα αδυνατείς! Πόσο ωραίο θα ήταν να άνοιγες τα μάτια σου και να επέστρεφες στο όνειρο. Στον κόσμο, που μπορεί να μην υπάρχουν δράκοι, νεράϊδες και μαγεμένα δάση, αλλά αγάπη, ειρήνη, κατανόηση και ανθρωπιά! Σε έναν μέρος, που δεν θα σε τρομάζει το αύριο, αλλά θα το περιμένεις με ανυπομονησία.
Όχι, δεν είμαι τρελή, ούτε χαμένα τα έχω. Απελπισμένη είμαι! Μια εικοσιδυάχρονη νεαρή που αναζητώ απεγνωσμένα την ευτυχία. Όχι σε αγκαλιές και βράδια αξημέρωτα, όχι σε ποτά και καταστάσεις που σε οδηγούν μόνο οι απαγορευμένες ουσίες. Αγάπη στα μάτια του κόσμου και πραγματική καλοσύνη, αυτό ζητάω! Να κοιτάξω γύρω μου και αντί για στάχτη και εκρηκτικά, να δω λιβάδια πράσινα και όμορφα λουλούδια.
«Κάποτε θα έρθει η άνοιξη,» ακούω τους μεγαλύτερους να λένε και θέλω να φωνάξω. Να τρέξω και να ξεφύγω από το άσχημο παιχνίδι που με ανάγκασαν να πάρω μέρος. Θέλω να τσιρίξω, να πω πως δεν είμαι πιόνι τους. Πως δεν τους φοβάμαι, ούτε αυτούς, ούτε το ανήθικο παιχνίδι τους. Μα τελικά, δεν κάνω τίποτα, μένω άπραγη και εγκλωβίζομαι στον κόσμο τους. Που ξέρεις, ίσως κάποτε, να κάνω κάτι, ίσως πάλι και ποτέ.
Ζούμε σ’έναν κόσμο θεωρητικά αρμονικό, αγαπημένο. Με οικονομική ενότητα και κοινωνική αλληλεγγύη. Βλακείες! Στην πραγματικότητα, ζούμε σε έναν κόσμο κόκκινο, από τις φλόγες που κατασπαράζουν τα δάση. Από το αίμα, αθώων παιδιών, που το μόνο που έκαναν είναι να έρθουν στον κόσμο, χωρίς να τους ρωτήσει κανείς αν ήθελαν. Που θα πεθάνουν στα καλύτερα χρόνια τους, για να ζήσουν κάποιοι άλλοι.
Κάποιοι με περισσότερα χρόνια, λεφτά και κύρος. Αυτοί που μας έβαλαν στην σκηνή και κουνάν τα σχοινιά μας. Αυτοί που μας έκαναν μαριονέτες σε έναν κόσμο με τρελούς. Αυτοί που καθοδηγούνται από τα λεφτά, γιατί ξέχασαν να ονειρεύονται. Αυτοί, που δυστυχώς, όλοι εύχονται να τους μοιάσουν.
Δεν θέλω άλλο να ζω στον κόσμο τους, κουράστηκα τις ουτοπικές καταστάσεις και τα φούμαρα που μας πουλάν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Σιχάθηκα την ανθρωπιά που κρατάει μόνο τα τρία λεπτά που σε παίρνει η κάμερα. Βαρέθηκα τις στημένες σχέσεις, τις φιλίες που γεννήθηκαν μέσα από το συμφέρον. Αγανάκτησα να κοιτώ και να βλέπω τόση ψευτιά. Αδυνατώ να ανεχτώ τους ανθρώπους που ψάχνουν ακόμη για ηγέτες. Δεν θέλω να τους παρηγορήσω πλέον. Θέλω να τους πω, πως αυτοί φταίνε που φτάσαμε εδώ, γιατί ποτέ δεν έψαξαν, ποτέ δεν έπραξαν, ποτέ δεν ονειρεύτηκαν. Εγώ όμως, δεν θα σταματήσω να το κάνω!
Θα κλείσω τα μάτια και Θα συνεχίσω να ονειρεύομαι. Θα δω μάτια που δίνουν αγάπη και χέρια που καταστρέφουν τα όπλα. Γενναιοδωρία στους ανθρώπους και πραγματική ανθρωπιά. Θα δω ζευγάρια να περπατάν άφοβα στους δρόμους και παιδιά που μπορούν να έχουν το μέλλον που ονειρεύτηκαν.
Θα ήθελα, να περπατάω σε μια παραλία που δεν έχει σκουπίδια και να κάνω πικ-νικ, σε ένα δάσος, που συνεχίζει να έχει δέντρα. Ζητάω πολλά; Δεν ξέρω! Πλέον, δεν ξέρω τι να πιστέψω. Είναι τα όνειρά μου μεγάλα, ή ο κόσμος, ανίκανος να μου τα προσφέρει;
Ζούμε στον κόσμο που τα ζώα, έχουν περισσότερη αξία από τον άνθρωπο. Τα λεφτά, περισσότερη από την αγάπη και η επαγγελματική καταξίωση, μεγαλύτερη από την ηθική. Αυτός είναι ο κόσμος μας.
Αυτός, είναι ο λόγος που σας σιχάθηκα! Ναι, σ’εσάς το λέω! Σε εσάς, που σταματήσατε να ονειρεύεστε, σ’ εσάς, που είδατε μια σκηνή βίας να διαδραματίζεται μπροστά σας και κλείσατε τα μάτια. Σε όλους εσάς, που δεν σταματήσατε μια φωτιά ενώ μπορούσατε και σε εσάς που ευχηθήκατε “όχι σε εμένα”, ενώ ξέρετε πως με αυτόν τον τρόπο, το στέλνεται σε κάποιον άλλο. Σε όλους εσάς, που μοιάζετε με εμένα λοιπόν!
Ελπίζω, μια μέρα, ο κόσμος μας, να γίνει και πάλι παραμύθι … Ελπίζω!
Σύνταξη κειμένου: Μπιμπούδη Γεωργία
Επιμέλεια κειμένου: Μπράιτ Κλεοπάτρα