Άραγε θα άντεχες να μάθεις όλα όσα αισθάνομαι για σένα; Θα άντεχες την τόση ευθύνη, τον τόσο έρωτα, το τόσο μεγάλο βάρος της ψυχής; Γράφω και σβήνω εξομολογήσεις που θα σου έστελνα σε σωρούς από γράμματα- γράμματα τα οποία και να ολοκλήρωνα, δεν θα λάμβανες ποτέ.
Κάπως έτσι γεμίζω σακούλες τσαλακωμένων σκέψεων κάθε μέρα. Πλάθω με το νου μου βεβιασμένα το πιο ιδανικό σενάριο του έρωτά μας σε μια λευκή κόλλα χαρτί. Ο πιο ευφάνταστος συγγραφέας και ο καλύτερος σεναριογράφος θα ζήλευε την έμπνευσή μου- τόσο όμορφο είναι! Σε αυτό, υπάρχουμε ο ένας για τον άλλον, εγώ για σένα και εσύ για εμένα, τόσο αβίαστα και απλά. Κι ενώ οι σκέψεις μου τρέχουν βιαστικές και με προσπερνούν με διαφορά, εγώ δεν κάνω βήμα.
Δεν κάνω βήμα, όχι επειδή δεν θέλω. Μα επειδή ξέρω πώς οι περισσότεροι άνθρωποι κρατούν ρολόι στον έρωτα, το οποίο είναι κουρδισμένο να τους πει εκείνο το πότε πρέπει να νιώσουν, πότε πρέπει να ξεδιπλώσουν τα αισθήματά τους, πότε είναι νωρίς, πότε είναι αργά…Το δικό μου ρολόι, όντας εντελώς ξεκούρδιστο, με άφησε να σε αγαπήσω όποτε εγώ θέλησα, και όχι όποτε “έπρεπε”.
Κι έτσι αφήνομαι στον κόσμο των ασφαλών λευκών χαρτιών που σύντομα γεμίζουν μελάνι και έρωτα. Και τα δύο ατέλειωτα. Η πένα προσπαθεί να αποτυπώσει τον κυκεώνα των συναισθημάτων μου, μα δεν τα καταφέρνει. Τρομάζω ακόμη και στον εαυτό μου να τα παραδεχτώ. Τόσο δειλή είμαι.
Τις προάλλες σε άφησα να παραληρείς για ιστορίες του παρελθόντος σου, που νιώθω πως ακόμη σε στοιχειώνει. Περιέγραψες με μεγάλη παραστατικότητα, περασμένες καταστάσεις για ανθρώπους που σε πλήγωσαν και δεν σου φέρθηκαν τίμια. Δε φαντάστηκες προφανώς πως τα λόγια σου σχημάτιζαν, λέξη προς λέξη, μια θηλιά γύρω από το λαιμό μου, την οποία έσφιγγε το όνομα κάποιας πρώην, ή κάποια φευγαλέα θλίψη που θα διέκρινα στο πρόσωπό σου. Έτσι προστέθηκαν κι άλλα γράμματα στη σωρό με τα σκουπίδια μου. Γράμματα μουσκεμένα, γεμάτα παράπονο και απελπισία.
Κάθομαι και ακούω όμως, όλες σου τις ιστορίες, χαμογελαστά και υπομονετικά, γιατί εν κατακλείδι ο έρωτας με γεμίζει με αλόγιστη δύναμη και ρωμιοσύνη. Νιώθω πως ίσως μαζί καταφέρουμε να ξορκίσουμε τα στοιχειωμένα σώματά μας από τα παλιά, άδεια χέρια που τα άγγιξαν καιρό πριν. Ίσως απ’ την άλλη να ακούω τις ιστορίες σου, γιατί απλά μου αρέσει να ακούω τον ήχο της φωνής σου.
Σκίζοντας και το τελευταίο γράμμα, με παρηγορεί η ιδέα πως κανείς δεν αλληλογραφεί πλέον. Αυτή η παλιά, ρομαντική συνήθεια, χάθηκε σταδιακά στον χρόνο. Αν ποτέ αναρωτηθείς όμως για το περιεχόμενο των γραμμάτων αυτών, θα σε πληροφορήσω εξ αρχής πως είναι εντελώς αδιάφορο. Μέτρα απλά πόσα δέντρα κόπηκαν, για να γράφω και να σβήνω τις ίδιες λέξεις.
“Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα
Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιάν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο. “
VII- ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ –Οδυσσέας Ελύτης