Η σκακιέρα ήταν μαύρη και άσπρη. Από την μια πλευρά είχαμε τα μαύρα πιόνια και από την άλλη τα λευκά. Αιώνιοι εχθροί από παλιά μαλωμένοι και αποξενωμένοι ο ένας από τον άλλο. Το μικρός μας στρατιωτάκι ανήκε στα λευκά πιόνια και ονομαζόταν Α2, βρισκότανε πλάγια και δεξιά. Ένιωθε μεγάλη τιμή και υπερηφάνεια που επιτέλους θα υπερασπιζόταν τον Βασιλιά και την Βασίλισσα. Ήταν η πρώτη του μάχη στο πεδίο, ωστόσο ένιωθε πιο έτοιμο από ποτέ. Είχε ιδανικά, είχε όραμα, ιδεολογίες και απόψεις βαθιά ριζωμένες που έπρεπε να σωθούν από τους καταδιώκτες του απέναντι στρατοπέδου. Οι κινήσεις ήταν απλές και βασικές. Τις είχε μάθει όλες από μικρό παιδί ή καλύτερα θα λέγαμε πως τις είχε απομνημονεύσει. Ακριβώς από πίσω του ήταν ο φίλος του ο Πύργος ή αλλιώς ο Α1. Ήταν παιδικοί φίλοι, οι οποίοι μοιραζόντουσαν τα ίδια ιδανικά. Το παιχνίδι των Βασιλέων είχε στηθεί και όλοι ήταν σε θέσεις μάχης. Το ένα πιόνι μετά το άλλο έφευγε από την σκακιέρα με καμάρι καθώς είχαν εκπληρώσει το σκοπό τους. Δεν τους ένοιαζε το πως και το γιατί. Σκοπός ήταν η νίκη και στόχος το έπαθλο.
Δεν αναρωτήθηκαν ούτε στιγμή γιατί πολεμάνε. Δεν αντιλήφθηκαν ούτε στιγμή ότι είναι από το ίδιο υλικό, πως έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά. Κάποια στιγμή ο μικρός μας ήρωας βρήκε ένα άνοιγμα που δεν είχαν δει τα υπόλοιπα. Ένα άνοιγμα που θα του έφερνε την πολυπόθητη νίκη. Όμως για να γίνει αυτό έπρεπε να θυσιαστεί ο φίλος του. Χωρίς να το σκεφτεί ο Πύργος Α1 χύθηκε στην μάχη. Πολέμησε όσο καλύτερα μπορούσε και σαν οδοστρωτήρας διέλυσε το αντίπαλο πιόνι με τέτοια ορμή που όταν ήρθε η σειρά του να φύγει από τον αγώνα είχε την αυταπάτη ότι θα σωθεί με κάποιο τρόπο καθώς πολέμησε πολύ γενναία. Έτσι δυναμικά όπως ξεχύθηκε στην μάχη άλλο τόσο δυναμικά έπεσε κάτω από την αντίπαλη ομάδα. Παρ’ όλα αυτά ο μικρός μας στρατιώτης δεν έκλαψε, δεν πτοήθηκε, διότι γνώριζε πολύ καλά πως μόνο έτσι είχαν ελπίδες να νικήσουν.
Το στρατιωτάκι πλησίασε το άνοιγμα και ξαφνικά όλα άλλαξαν. Με το που έφτασε στην άλλη πλευρά μεταμορφώθηκε σε Βασίλισσα. Ξαφνικά ένιωσε μια δύναμη που όμοια της δεν είχε ξανά νιώσει ποτέ. Έβλεπε την σκακιέρα με άλλο μάτι. Γνώριζε ότι πλέον έχει την δύναμη να κατατροπώσει τους αντιπάλους τους. Τότε είναι που άκουσε μια φωνή. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει από που ακριβώς ερχόταν. Η δύναμη αυτή έδινε εντολές στα άλλα πιόνια. Τα κινούσε σε όποια κατεύθυνση ήθελε αυτή. Σιγά σιγά το μικρό μας στρατιωτάκι, που πλέον ήταν μια Βασίλισσα, κατατρόπωσε έναν αξιωματικό και τότε συνειδητοποίησε κάτι που δεν είχε παρατηρήσει ως τώρα. Η αντίπαλη ομάδα ήταν φτιαγμένοι από το ίδιο ξύλινο υλικό, απλά με διαφορετικό χρώμα. Ήταν όλοι από την ίδια σκακιέρα. Έπαιζαν όλοι το ίδιο παιχνίδι.
Ήταν όλοι πιόνια.
Πιόνια και τίποτα παραπάνω.
Ακολουθούσαν όλοι τους οδηγίες χωρίς να ξέρουν γιατί, χωρίς να γνωρίζουν το πως.
Ανταγωνίζονταν ο ένας τον άλλο χωρίς τελειωμό.
Ποτέ κανένας τους δεν σκέφτηκε ότι στο τέλος της ημέρας έπαιζαν το ίδιο παιχνίδι.
Στο τέλος της ημέρας ήταν πιόνια.
Πιόνια που μετακινόντουσαν από μια ανώτερη δύναμη.
Πιόνια χωρίς βούληση και κριτική σκέψη.
Μάλωναν ο ένας με τον άλλον και ποτέ τους δεν είδαν, ποτέ τους δεν άκουσαν, ποτέ δεν κατάλαβαν ότι σημασία δεν έχει ποιος θα πονέσει ποιον.
Σημασία έχει ότι είναι από την ίδια πάστα, από το ίδιο υλικό.
Κατηγορούσαν ο ένας τον άλλον.
Πονούσαν ο ένας τον άλλον.
Το μεγαλύτερο δυστύχημα όμως ήρθε από τον κάποτε μικρό μας ήρωας. Διότι ακόμα και το στρατιωτάκι που έγινε Βασίλισσα , μόλις συνειδητοποίησε τι πραγματικά συμβαίνει αποφάσισε να εκμεταλλευτεί την δύναμη του και με την βοήθεια της ομάδας του να κατατροπώσει το μαύρο Βασιλιά. Το παιχνίδι τελείωσε. Τα πιόνια μαζεύτηκαν και η σκακιέρα καθάρισε.
Οι πραγματικοί παίκτες δεν ήταν τα πιόνια.
Οι πραγματικοί παίκτες δεν ήταν μέσα στην σκακιέρα αλλά έξω από αυτήν.
Το παιχνίδι αυτό δεν ονομάζεται τυχαία Παιχνίδι των Βασιλέων.
Το παιχνίδι αυτό δεν είναι για εμένα και εσένα.
Εγώ και εσύ είμαστε τα πειθήνια πιόνια.
Εγώ και εσύ δεν θα αλλάξουμε ποτέ γιατί κάποτε θα μας δώσουν μια τυπική εξουσία.
Εγώ και εσύ θα μαλώνουμε πάντα γιατί δεν συμφωνούμε.
Οι παίκτες είναι μακριά μας και γελούν γιατί ξέρουν πως εγώ και εσύ κοιμόμαστε βαθιά, ξέρουν πως όταν ξυπνήσουμε θα είναι αργά.