
Έχετε βρεθεί ποτέ σε ένα παλιό παραδοσιακό καφενείο; Έχει τύχει να καθίσετε να πιείτε τον καφέ σας παρακολουθώντας πώς διασκεδάζουν οι άνθρωποι που είναι εκεί; Αν τους παρατηρήσεις προσεκτικά θα δεις μια ανεμελιά στα πρόσωπά τους, ακόμη και στον τρόπο που κάθονται. Έχουν όλη τη μέρα ελεύθερη άλλωστε! Το άγχος σίγουρα δεν βρίσκεται στο λεξιλόγιό τους, αντιθέτως αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να αφήνουν το χρόνο να κυλά όμορφα. Νομίζω πως το έχουν φιλοσοφήσει και έχουν πιάσει το νόημα της ζωής για τα καλά.
Είχα την ευκαιρία να βρεθώ από μικρή σ’ αυτό το παλιό καφενείο, να δω την αυθεντικότητα και την παιδική ψυχή στα μάτια των μεγαλύτερων. Παιχνίδια, πλάκες, πειράγματα και ιστορίες ήταν το καθημερινό τους πρόγραμμα. Οι παππούδες που ήταν εκεί (μαζί και δικός μου) είχαν ένα άτυπο ραντεβού κάθε πρωί. Αν αργούσε κάποιος ανησυχούσαν πραγματικά, ενδιαφέρονταν στ’ αλήθεια. Μια φιλία ανεξήγητη.
Σ’ εκείνο το παλιό καφενείο πήγαινα λοιπόν κάθε Σάββατο. Ήταν η ‘’μυστική’’ μας βόλτα με τον παππού. Οι ιστορίες που έχω ακούσει, αληθινές και μη, ήταν αμέτρητες. Τους έβλεπες να μοιράζονται τα βιώματά τους με κάθε λεπτομέρεια. Ένας καφές και κάτι κουλουράκια ήταν αρκετά για να θυμηθούν ένα αξιοσημείωτο γεγονός. Μετά ακολουθούσε το παιχνίδι με τα χαρτιά. Τα φύλλα πρέπει να βγουν 11 αλλιώς χάνεις. Πες το μαθηματικά, αριθμητική ή όπως αλλιώς θέλεις. Γι αυτούς αυτό σήμαινε « κρατώ το νου μου σε εγρήγορση». Και κάπως έτσι κυλούσε η ώρα. Τους χαιρετούσαμε μέχρι την επόμενη φορά ‘’ανανεώνοντας’’ το ραντεβού μας.

Λένε πως όταν φεύγει ένας άνθρωπος, αυτό που μένει είναι οι αναμνήσεις μαζί του. Κι ας έχουν αλλάξει σχεδόν τα πάντα. Τα μέρη, οι άνθρωποι, ακόμη κι αυτό το παλιό παραδοσιακό καφενείο. Πριν λίγες μέρες πέρασα έξω από αυτό το γεμάτο αναμνήσεις για μένα μέρος. Ήθελα να χαιρετήσω εκείνους τους ανθρώπους που μοιράστηκα χαμόγελα και ιστορίες. Προς απογοήτευσή μου, το παλιό αυτό καφενείο δεν υπήρχε πια. Είχε γίνει αποθήκη! Δεν ήταν μέσα οι άνθρωποι που κάποτε έκαναν αυτό το χώρο ξεχωριστό και η καρέκλα μου είχε καταληφθεί από κούτες με ποτά. Ο χώρος έμοιαζε άγνωστος. Αντίθετα το παραμελημένο πάρκο που υπήρχε πριν εκεί δίπλα, τώρα έγινε μια μοντέρνα καλοκαιρινή καφετέρια.
Είναι περίεργο να μιλάς με τόση νοσταλγία για ένα μαγαζί και πόσο μάλλον για ένα καφενείο, θα σκεφθεί κάποιος. Εκεί όμως είδα για πρώτη φορά μια μικρογραφία της κοινωνίας μας. Εκεί έμαθα να μετράω, να σέβομαι τον μεγαλύτερό μου. Να θαυμάζω αυτή την ηλικία και να εκτιμώ τις εμπειρίες και τα λόγια τους. Εκεί μύρισα για πρώτη φορά το χαρμάνι του καφέ. Σ’ αυτό το παλιό καφενείο. Εκεί που όλα άλλαξαν και τίποτα δεν άλλαξε. Σ’ αυτήν την αποθήκη αναμνήσεων!