Ερημιά … παντού ερημιά. Νιώθεις να κραυγάζεις μέσα σου και το μόνο που ακούς είναι αντίλαλος. Μια ανιαρή επανάληψη των ίδιων σου των σκέψεων ως απάντηση στις γυμνές πληγές σου. Δε ψάχνεις τίποτα, παρά απαντήσεις! Όχι όχι… αυτό νομίζεις πως χρειάζεσαι. Το μόνο που ζητάς απελπισμένα είναι η παραμικρή ελπίδα πως δεν τελείωσαν τα πάντα. Ο,τι σ ενδιαφέρει ίσως βρίσκεται μακριά, ίσως δεν υπάρχει, ίσως ακόμη να χει χαθεί για πάντα! Τι σημασία έχει όμως απ’ τη στιγμή που δεν μπορείς να το έχεις;
Είναι στη φύση μας οι άνθρωποι να επιθυμούμε αυτό που δεν μπορούμε να αποκτήσουμε. Τι οδυνηρή φύση είναι τότε αυτή; Συνεχώς μας λένε να προσπαθούμε γι’ αυτά που θέλουμε, να μην παραδίδουμε τα όπλα αμαχητί. Πράγμα που κάνουμε! Μαζεύουμε δυνάμεις και όντως διεκδικούμε τ’ απωθημένα μας.
Άτιμα απωθημένα! Κανένας, ποτέ κανείς δεν έκλαψε για το φόρεμα ή το αυτοκίνητο που του τράβηξε την προσοχή και δεν είχε. Οι ψυχές πάντα κάνουν τη μεγαλύτερη ζημιά. Ώρες-ώρες σκέφτομαι πώς γίνεται μια άυλη ύπαρξη, όπως είναι η ψυχή, να καθιστά τη ζωή ενός ανθρώπου «πηλό» στα χέρια κάποιου τυχαίου γλύπτη.
Αφήνουμε τους εαυτούς μας έρμαια των πλανόδιων «γλυπτών». Βρίσκουμε τη δική μας εσοχή του πάζλ και έτσι γινόμαστε «ένα» με το μοναδικό για εμάς κομμάτι. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζουμε… Τα πάντα δείχνουν να ρέουν με τον τρόπο που τόσο καιρό αναπολούσαμε τα βροχερά απογεύματα στον καναπέ του σπιτιού. Τα θλιβερά απογεύματα που παρ’ όλη τη μελαγχολία η οποία τα διακατείχε καταφέρναμε να χαμογελάσουμε, μεταφέροντας το νου μας σε καταστάσεις που ξέρουμε πως αξίζουμε.
Τι υπέροχη που είναι η ζωή όταν απολαμβάνεις τα «κεκτημένα» σου. Κεκτημένα… μεγάλη κουβέντα. Πότε στ’ αλήθεια ξέρεις πως έχεις κάποιον; Μπορείς με μεγάλη σιγουριά να καταλάβεις όταν «δίνεσαι» σ’ ένα άτομο. Ξυπνάς, κοιμάσαι, τρως, σκέφτεσαι γι ‘αυτόν. Μόνο οι αφελείς αγνοούν τέτοια σημάδια.
Καθόμαστε και απολαμβάνουμε την ευχαρίστηση του να προσφέρουμε, χωρίς καν να μπούμε στη διαδικασία του να επιθυμούμε. Για όλα αυτά, λοιπόν, είναι υπαίτια η αβεβαιότητα. Η ενοχλητική εκείνη αίσθηση συνοδευόμενη από υπερδραστήριες πεταλούδες που πετούν στο στομάχι του καθενός. Συνάμα ο φόβος της απόρριψης γεμίζει τα μάτια μας με φρούδες ελπίδες, ενώ ελπίζουμε σ’ αυτό που ξέρουμε πως δικαιούμαστε και αξίζουμε να έχουμε.
Κανείς δεν αποφασίζει να αφοσιωθεί σε κάποιον «με τα μάτια κλειστά». Τι γίνεται όμως όταν εθελοτυφλούμε μπροστά σε τεράστια εμπόδια; Όταν ασυνείδητα εκλαμβάνουμε αυτά τα εμπόδια ως μέρος κάποιας ιστορίας… του δικού μας παραμυθιού;
Ο καιρός κυλάει! Το ίδιο και η επιθυμία. Φτάνουμε στο σημείο να «ξυπνάμε απ’ τον λήθαργο» των παραισθήσεων, συνειδητοποιώντας πως τα τότε –ονειρικά- κεκτημένα δεν είναι τίποτα, παρά σκιές που σιγοσβήνουν μπροστά στο φως της σκληρής πραγματικότητας.
Τότε λοιπόν, παρατηρούμε όλες εκείνες τις αναμνήσεις. Τα σπασμένα κομμάτια μας ριγμένα στο έδαφος με εμάς δίπλα να νιώθουμε το παραμικρό τους. Εκείνη την ώρα που κάθε λευκή ανάμνηση χαράς μολύνεται από γκρίζες κηλίδες λύπης. Λίγο ή πολύ όλοι μας μετανιώνουμε πράγματα που ίσως θα μπορούσαμε ή που κάναμε.
Ποιος, όμως, είναι πραγματικά κατάλληλος να χειριστεί τέτοιου είδους καταστάσεις; Αν φανταστούμε τη ζωή ως μια ρώσικη ρουλέτα, μπορούμε είτε να συνεχίσουμε να παίζουμε με τη ελπίδα πως δε θα πετύχουμε στη σφαίρα, είτε να σταματήσουμε όσο είμαστε ασφαλείς.
Ακόμη και αν πάρουμε την απόφαση να μη διεκδικούμε πια αυτό που λαχταρούμε, δε σημαίνει πως παύει να μας τραβά κοντά του. Γνωρίζουμε πως είναι άπιαστο, απαγορευμένο… η καρδιά όμως δεν καταλαβαίνει από λογική. Τυφλωμένοι για ακόμη μια φορά από τις επιθυμίες παίζουμε με τη φωτιά νομίζοντας πως έχουμε τον πλήρη έλεγχο, μα τελικά οδηγούμαστε απ’ την ανάγκη του ποθητού.
Όταν δε υπάρχει ανταπόκριση στα δυνατά μας συναισθήματα, μα ξέρουμε πως ακόμη και η προσπάθεια των δύο μαζί είναι ανίκανη να υπερπηδήσει τα προαναφερθέντα εμπόδια, ο κόσμος μετατρέπεται σε μια πηγή που μετά κόπων και βασάνων προσεγγίσαμε για να δούμε τελικά πως δεν έχει νερό!
Κάπως έτσι, όλα αυτά τα γεγονότα δημιουργούν πλήθος από απορίες. Απορίες που δεν μπορούν στ’ αλήθεια να απαντηθούν. Απορίες που καταλήγουν να αδικούν πολλές πληγωμένες ψυχές. Ψυχές ταιριαστές, ανήμπορες να συνυπάρξουν, λόγω μικρών παραγόντων με μεγάλη όμως δράση. Φτάνουμε τότε σ’ εκείνη την ερημιά, μόνοι μεταξύ ανθρώπων, τυλιγμένοι στη ψυχρή μοναχικότητα που έχει λαμπρός υπάρξει θερμή συντροφιά.