”Να με φωνάζεις με το όνομά σου κι εγώ θα σε φωνάζω με το δικό μου.’‘ ψιθυρίζει ο Oliver στον Elio. Η έκφραση παραπέμπει ξεκάθαρα στους δύο που γίνονται ένα, στα εγώ που ανταλλάσσονται και αγκαλιάζονται στον έρωτα. Μα όχι μόνο εκεί. Το να αποκαλείς κάποιον με μια λέξη που πάντα ακούγεται στ’ αυτιά σου περίεργη επειδή αντιστοιχεί σε σένα είναι λυτρωτικό και γενναίο. Είναι μια κίνηση που μόνο εκείνος που σε νοιάζεται πραγματικά μπορεί να σου επιτρέψει, μια ευκαιρία να ξεπλύνεις τον ήχο από τα ελαττώματα που νομίζεις πως έχεις και, έτσι, κάπου στην πορεία, να απενοχοποιήσεις και να αγαπήσεις τον εαυτό σου. Το «Call Me by Υour Νame» του Luca Guadagnino, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του André Aciman, είναι μια αισθησιακή κινηματογραφική γιορτή που τιμά την αθώα, ανόθευτη αγάπη.
Κάπου στην βόρεια Ιταλία της δεκαετίας του ’80, η πολυδιαβασμένη και πολύγλωσση οικογένεια του νεαρού Elio (Timothée Chalamet) υποδέχεται τον Αμερικανό μεταπτυχιακό φοιτητή Oliver που έρχεται να δουλέψει πλάι στον μέντορά του και πατέρα της φαμίλιας (Michael Stuhlbarg). Σε μια σειρά από ζεστές, ηλιόλουστες μέρες στη γαλήνια ιταλική ύπαιθρο, η αμοιβαία συμπάθεια μεταξύ των αγοριών θα πάρει γρήγορα μορφή πνευματικής και σωματικής έλξης που αδημονεί να αποκαλυφθεί. Η ιστορία, που εκφράζεται κυρίως από την οπτική γωνία του Elio, αποδίδεται ευφυέστατα από τα πρώτα κιόλας πλάνα. Φωτεινές σκηνές που συνδυάζουν λιτότητα και υπόγειο νεύρο κόβονται απότομα, πριν ολοκληρωθούν, όπως οι δικές του συναισθηματικές προσδοκίες. Ο Elio έχει απέναντί του έναν εξωστρεφή αλλά απρόσιτο άνδρα, με υπερβολική αυτοπεποίθηση, ψηλή, περήφανη σιλουέτα, μαλλιά στην εντέλεια και την κακή συνήθεια να αποχωρεί απότομα, μ’ένα too-cool-for-school, αγενές «Later». Ο Oliver φαίνεται να ξεγλιστρά ανενόχλητος όσο ο Elio σιγοβράζει…
Ωστόσο, η πιο όμορφη αποκάλυψη της ταινίας, ίσως πιο συγκινητική κι από την συναισθηματική-σεξουαλική ενηλικίωση του κεντρικού ήρωα, είναι κι εκείνη μια «πρώτη φορά»: η πρώτη φορά που ο Oliver σπάει την άμυνά του και ο Armie Hammer «γδύνει» τον χαρακτήρα του από το καμουφλάζ της κοντρολαρισμένης αδιαφορίας. Η αγωνία της επιβεβαίωσης, η ανασφάλεια και η παιδικότητα που ξαφνικά εμφανίζονται στο πρόσωπό του γίνονται η ανακούφιση του θεατή που είναι πλέον ελεύθερος να δει τους δύο τους σαν διπλανά κομμάτια παζλ που μόλις ενώθηκαν. Άλλωστε, αυτή είναι η μόνη αγωνία και το «δράμα» της ιστορίας, που πρωτοτυπεί και ξεχωρίζει ακριβώς γιατί αγνοεί τα τυπικά συστατικά μιας κινηματογραφικής πλοκής. Κανένας εξωτερικός κίνδυνος, καμιά αναποδιά η τραγωδία δεν απειλούν την ευτυχία των πρωταγωνιστών, που εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από την ανταπόκριση που ένας ψάχνει στα μάτια του άλλου.
Στον ρόλο του Elio, o Timothée Chalamet (μόλις στα 21 του χρόνια) είναι παράδειγμα σπάνιου ταλέντου και ωριμότητας, με λογική προέκταση την υποψηφιότητά του για Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου, πλάι στους γίγαντες Gary Oldman και Daniel Day-Lewis. Η ταινία φωνάζει δικαίως το δικό του όνομα πιο δυνατά απ’όλα, μα αυτό δε σημαίνει πως η απουσία τουλάχιστον ενός από τους συμπρωταγωνιστές του από την Οσκαρική λίστα υποψηφίων δεν είναι λιγάκι άδικη. Ο Hammer παραπατάει καναδυό φορές αλλά τελικά επιδεικνύει αξιοσημείωτη υποκριτική ευλυγισία, ενώ ο Michael Stuhlbarg θα μείνει στην ιστορία για έναν από τους πιο επιβλητικούς, κομψούς και «πες-τα-χρυσόστομε» μονολόγους του σύγχρονου κινηματογράφου.
Το «Call Me by Υour Νame» είναι βέβαια υποψήφιο στις κατηγορίες τις Καλύτερης Ταινίας, Τραγουδιού (για το υπέροχα ρομαντικό «Mystery of Love» του Sufjan Stevens) και Διασκευασμένου Σεναρίου για τον τεράστιο James Ivory. 89 χρόνων σήμερα και 3 φορές υποψήφιος για Όσκαρ Σκηνοθεσίας ο Ivory έγραψε ένα αριστούργημα με ρυθμό και μέτρο. Ο συνδυασμός αυτού και της ευαίσθητης, ευρηματικής σκηνοθεσίας έκαναν μερίδα των αναγνωστών να μιλά για τη σπάνια περίπτωση ταινίας που ξεπερνά το βιβλίο-πηγή της, ενώ η απόφαση της Ακαδημίας να μην προτείνει τον Luca Guadagnino για την προσπάθειά του είναι -ευγενικά μιλώντας- αστεία. Ο ίδιος ο συγγραφέας του μυθιστορήματος, A. Aciman, παραδέχεται σε συνέντευξή του ότι το κινηματογραφικό μέσο ανύψωσε το έργο του, δίνοντας ζωή σε όσα οι λέξεις δυσκολεύονται να εκφράσουν.
”Δε μπορούσα να (περι)γράψω τη σιωπή”
…λέει χαρακτηριστικά. Και πράγματι, όλα μοιάζουν τόσο μελετημένα και αποτελεσματικά στην ταινία και συνάμα τόσο ρεαλιστικά, από το καθηλωτικό μονοπλάνο του φινάλε μέχρι την καθοριστική σκηνή όπου ο Elio και ο Oliver, αντιδιαμετρικά στον περίγυρο ενός αγάλματος, αποφασίζουν να ρισκάρουν για εκείνα τα πράγματα που δεν σου μαθαίνουν τα βιβλία. «Τα πράγματα που έχουν σημασία.»