«Αν δεν υπάρχει αρκετή ντροπή, δε μας εμποδίζει τίποτα να κάνουμε οτιδήποτε» διαβεβαιώνει η Michèlle Leblanc (Isabelle Huppert) την καλύτερή της φίλη, Anna, προς το τέλος της ταινίας, περιγράφοντας εξαιρετικά όχι μόνο πολλούς από τους χαρακτήρες, συμπεριλαμβανομένου του δικού της, αλλά και αρκετές πλευρές της ίδιας της ιστορίας. Η παρουσία και η έλλειψη ντροπής, ενοχών, συναισθημάτων και επικοινωνίας ορίζουν ό,τι συμβαίνει στην οθόνη. Είναι τα σημεία αναφοράς γύρω από τα οποία περιστρέφεται το Elle, ψυχολογικό «θρίλερ» που μπορεί να χάνει γρήγορα το σασπένς της πλοκής, αλλά δεν πτοείται καθόλου, αφού κρατά μέχρι το τελευταίο λεπτό το σασπενς της ψυχοσύνθεσης των χαρακτήρων του.
Όλα ξεκινούν όταν η Michelle Leblanc, διευθύντρια μεγάλης εταιρίας βιντεοπαιχνιδιών, πέφτει θύμα βιασμού μέσα στο σπίτι της. Ψύχραιμα και μεθοδικά, προσπαθεί να ανακαλύψει την ταυτότητα του εισβολέα, προσεγγίζοντας το θέμα παγωμένη και από απόσταση, όπως ακριβώς αντιμετωπίζει την δουλειά, αλλά και την προσωπική της ζωή. Ακόμα και όταν το μυστήριο λύνεται, το ενδιαφέρον για τη συνέχεια παραμένει αμείωτο με θύμα και θύτη να παίζουν ένα παιχνίδι σέξυ, ενοχλητικό, αστείο και προπαντός επικίνδυνο, όπου είναι αμφίβολο το ποιος έχει το πάνω χέρι. Στο κυνηγητό αυτό παρεμβάλλονται πρόσωπα από το περιβάλλον της Michelle, από τον ανασφαλή πρώην άνδρα της, τους καθωσπρέπει γείτονες και τους νεαρούς συνεργάτες της, μέχρι τον γιο και την μητέρα της με τους οποίους διατηρεί μια προβληματική και αμήχανα ειλικρινή σχέση. Η ίδια φαίνεται να αλληλεπιδρά με όλους αλλά να μην αγγίζεται από κανέναν, ενώ βρίσκεται συχνά αντιμέτωπη με έναν ακόμη χαρακτήρα, χωρίς φυσική υπόσταση, το παρελθόν.
O Paul Verhoeven (Basic Instinct, Total Recall) επιστρέφει μετά από χρόνια και μάλιστα επιστρέφει στην Ευρώπη, αντί για το Hollywood, όπου παραδέχεται ότι δεν βρίσκει πια καλά σενάρια. Όπως είναι γνωστό, ο σκηνοθέτης αγαπά να προκαλεί, ενώ η πρωταγωνίστριά του αγαπά τους απαιτητικούς ρόλους που εξερευνούν τις κρυφές, σκοτεινές πλευρές του ανθρώπινου ψυχισμού. Το Elle, βασισμένο στο βιβλίο «Oh…» του Philippe Djian, σε σενάριο του David Birke, δίνει σε σκηνοθέτη και ηθοποιό αυτό ακριβώς που λατρεύουν και εκείνοι με τη σειρά τους φροντίζουν να το κάνουν εκρηκτικό, τολμηρό και βαθιά απενοχοποιημένο, όπως του αξίζει. Να σημειωθεί ότι είναι η πρώτη γαλλική ταινία του Verhoeven και η επίσημη πρόταση της Γαλλίας για τα φετινά Οσκαρ. Η επιλογή του αυτή συνετέλεσε ξεκάθαρα στην επιτυχία της δουλειάς του, αφενός γιατί μπόρεσε να εκμεταλλευτεί τον «αέρα» υψηλής κοινωνίας που μόνο στη Γαλλία συναντά κανείς τόσο αυθεντικό, αλλά και το ταλέντο της γαλλίδας ηθοποιού, ατόφιο και ανεμπόδιστο, με ένα ρόλο στη μητρική της γλώσσα και σε οικείο γι’ αυτή περιβάλλον. Στα 63 της χρόνια η Huppert συνεχίζει να είναι ελκυστική και καθηλωτική, τόσο εμφανισιακά όσο και καλλιτεχνικά. Επιλέγει ρόλους που θέλουν θάρρος και ανταμείβεται για ακόμη μία φορά, ενώ μετράει ήδη πολυάριθμες διακρίσεις, ανάμεσα στις οποίες το βραβείο César Καλύτερης Ηθοποιού για το La cérémonie του Claude Chabrol και το αντίστοιχο του φεστιβάλ Καννών για τη Δασκάλα του Πιάνου του Michael Haneke.
Το Elle διαρκεί περισσότερο από δύο ώρες και ρισκάρει συνεχώς, περπατώντας σε μονοπάτια άβολα για τον θεατή… γεγονός που μάλλον τον προσελκύει, παρά τον αποθαρρύνει. Μερικώς υπεύθυνος γι’ αυτό το εθιστικό αποτέλεσμα είναι ο Ολλανδός editor Job ter Burg (Black Book), που έχει δέσει την ταινία εξαιρετικά ενώ δηλώνει – δικαίως – περήφανος για την πρώτη σκηνή. Πρόκειται για μια αλληλουχία από ήχο χωρίς εικόνα, εικόνα χωρίς ήχο και συμβατικά καρέ που λειτουργεί ιδανικά, παρουσιάζοντας στον θεατή τόσο την βάση της ιστορίας, όσο και το ιδιόμορφο ψυχολογικό προφίλ της πρωταγωνίστριας. Όπως τα φλυτζάνια που σπάνε σ’ αυτά τα πρώτα λεπτά, η ταινία κάνει θόρυβο και αμέσως μετά σωπαίνει, ξανά και ξανά, όπως η ησυχία διαδέχεται το χάος μιας καταστροφής που μπορεί να ήταν περαστική αλλά δεν άφησε κανέναν ίδιο.