Ένα μικροσκοπικό διαμαντένιο κόσμημα περνά συχνά απαρατήρητο…μέχρι να το κοιτάξεις κατά λάθος. Τότε καταλαβαίνεις ότι εκείνο φώτιζε εξαρχής το δωμάτιο, έτσι όπως έλαμπε διακριτικά στο λαιμό μιας κοπέλας. Κάπως έτσι και η τελευταία ταινία του Taika Waititi. Ίσως οι περισσότεροι από εμάς να μην ακούσαμε καν γι’ αυτή (τουλάχιστον την είδαν λίγοι τυχεροί στο Sundance) ή να την προσπεράσαμε, επειδή εδώ που τα λέμε η περίληψη δεν σε προϊδεάζει για κάτι φοβερά original. Κι όμως, η ταινία λάμπει σαν εκείνο το διαμαντάκι κι όλα γίνονται λιγάκι πιο φωτεινά αφού ρίξεις το βλέμμα σου πάνω της.
Το Hunt for the Wilderpeople είναι λίγο παιδικό μα όχι και τόσο, είναι αστείο αλλά και μελαγχολικό. Μπορεί κανείς να το πει και περιπέτεια χωρίς να έχει άδικο, αλλά ας πούμε πώς είναι περιπέτεια για παιδιά. Ο στρουμπουλός, ανήσυχος Ricky (Julian Dennison) καταφθάνει στο νέο του σπίτι στο πίσω κάθισμα ενός περιπολικού. Συνοδεύεται από την εκνευριστική (και εκνευρισμένη) Paula (Rachel House), αφοσιωμένη λειτουργό της παιδικής πρόνοιας που σπεύδει να ενημερώσει τους νέους κηδεμόνες του μικρού για την ως τώρα παραβατική του συμπεριφορά, θυμίζοντας μια ανασφαλή έκδοση της Agatha Trunchbull (διευθύντρια-τραμπούκο στο Matilda του 1996). Ο Ricky, ντυμένος σαν Αμερικανός ράπερ, συνηθίζει να το σκάει τα βράδια και να μιλάει σχηματίζοντας haiku. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς θα προσαρμοστεί σε μια φάρμα στη μέση της Νεοζηλανδέζικης φύσης μα η Bella (Rima Te Wiata), σε αντίθεση με τον δύστροπο σύζυγό της, Ηec (Sam Neill), προσφέρει στον μικρό στοργή και καλομαγειρεμένα φαγητά και όλα βρίσκουν αμέσως τον δρόμο τους. Έλα όμως που η γυναίκα του σπιτιού δεν είναι γραφτό να μείνει μαζί τους για πολύ, το προφίλ της ιδανικής οικογένειας κλονίζεται και οι άνθρωποι της πρόνοιας είναι έτοιμοι να επιστρέψουν. Ο Ricky προφανώς το σκάει, ενώ o Hec τρέχει διστακτικά να τον βρει και έτσι αρχίζει μια σουρεαλιστική διαδρομή ανάμεσα σε δέντρα και θάμνους, αλλά και ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές που δένονται σιγά σιγά, καθώς παράλληλα μετατρέπονται στους πιο διάσημους καταζητούμενους της χώρας.
Η ιστορία βασίζεται στο βιβλίο Wild Pork & Watercress του Barry Crump και, πράγματι, δεν είναι εξαιρετικά πρωτότυπη. Ο Waititi όμως, επιστρατεύοντας για άλλη μια φορά το έξυπνο, υπερβολικό χιούμορ του, την εμφανή αγάπη του για τον τόπο του και ένα δεμένο cast εξιστορεί ένα παραμύθι με τρόπο φρέσκο, διασκεδαστικό και οπτικοακουστικά ευχάριστο. Φωτογραφία και σκηνικά που θυμίζουν Wes Anderson αλλά δεν τον αντιγράφουν και μουσική από τους Moniker (με εμβόλιμο classic από Nina Simone) συνδυάζονται με references στον σύγχρονο χολιγουντιανό κινηματογράφο απ΄τη μια, στην κουλτούρα των Maori από την άλλη και πιθανώς σε κάτι ακόμη που τώρα μου διαφεύγει. Το αποτέλεσμα μοιάζει να είναι λίγο απ’ όλα, αλλά έχει ταυτότητα, γιατί όσα δανείζεται δεν είναι περισσότερα απ’ όσα χαρακτήριζαν μέχρι σήμερα τις δουλειές του σκηνοθέτη.
Ο Waititi έχει στο ενεργητικό του, μεταξύ άλλων, μια υποψηφιότητα για Όσκαρ ταινίας μικρού μήκους και ένα mocumentary για βρικόλακες (What We Do in the Shadows) που γυρίστηκε μόλις το 2014 αλλά θεωρείται ήδη καλτ. Κι αν δεν τον ξέρετε από αυτά τα πιο «κουλτουριάρικα» project (κρίμα πάντως, κρίμα) θα τον μάθετε τον Νοέμβριο του 2017 αφού όσο εγώ γράφω κι εσείς διαβάζετε, εκείνος σκηνοθετεί το Thor: Ragnarok, την τρίτη ταινία για τον ξανθομάλλη θεό του Άσγκαρντ και δέκατη έβδομη παραγωγή στο Marvel Cinematic Universe. Ναι, είμαι κι εγώ περίεργη για το πόσο ελεύθερος θα είναι τελικά ο Waititi να κάνει «τα δικά του» στην πρώτη του συνεργασία με studio τέτοιου μεγέθους, αλλά δεν έχουμε παρά να ελπίζουμε και να περιμένουμε… ένα χρόνο ακόμα.
Ως τότε, δείτε το trailer του Hunt for the Wilderpeople και γράψτε ένα haiku κι εσείς, έχει πλάκα!