Hidden Gems: «Sing Street» του John Carney

La La…Ireland. Έτσι ακριβώς. Tο «Sing Street» του John Carney έχει περισσότερα κοινά με το πολύχρωμο μιούζικαλ του Damien Chazelle, από όσα υπολογίζεις εκ πρώτης όψεως. Και τα δύο υμνούν τη νιότη, την όρεξη για δημιουργία και τη δημιουργική ικανότητα, τα όνειρα και την αγάπη. Είναι αισιόδοξα, αλλά αρνούνται να αγνοήσουν την πραγματικότητα, θυσιάζοντάς την στο βωμό ενός φαντασμαγορικού, βολικού happy end, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι το απορρίπτουν. Δε δέχονται να υποτάξουν την αξία των ονείρων και της αυτοολοκλήρωσης στις επιταγές του ρομαντισμού, μα αναγνωρίζουν τον θεμελιώδη ρόλο του στην πραγματοποίησή τους. Και, πάνω απ’ όλα, θυμούνται και νοσταλγούν, αχ πόσο νοσταλγούν, μια άλλη εποχή. sing streetΤο ένα γυρνά πίσω στο Δουβλίνο των ’80s, στη μουσική των The Cure και τα εκκεντρικά κοστούμια, ενώ το άλλο αναβιώνει την ατμόσφαιρα των χολιγουντιανών μιούζικαλ της δεκαετίας του ’50, τοποθετώντας σε εκείνο το μουσικοχορευτικό σύμπαν δύο νέους του σήμερα, που σπρώχνουν ο ένας τον άλλο προς αυτό που ο ορθολογισμός και η καθημερινότητα προσπαθούν να τους στερήσουν…τη ζωή, όπως την ονειρεύτηκαν.

«Synge Street». Έτσι λεγόταν το σχολείο όπου αναγκάστηκε να περάσει ο πρωταγωνιστής, τα τελευταία μαθητικά του χρόνια. Πρόκειται για ένα από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα των Christian Brothers (θρησκευτική κοινότητα παγκόσμιας εμβέλειας της Καθολικής Εκκλησίας), η φήμη του οποίου, αν και έχει αποκατασταθεί σήμερα, δεν ήταν εκείνη την εποχή ιδιαίτερα κολακευτική. Ο Conor (Ferdia Walsh-Peelo), βρίσκεται ξαφνικά σε ένα αφιλόξενο, ανοργάνωτο περιβάλλον, με έναν αυταρχικό, φαντασμένο κληρικό για διευθυντή, έναν ενοχλητικό bully στο προαύλιο και την πλειοψηφία των συμμαθητών του να είναι απείθαρχοι έφηβοι που δε δίνουν δεκάρα για το μέλλον τους, γιατί κανείς δε δίνει δεκάρα γι αυτούς. Έλα όμως που κάτι πιο ενδιαφέρον περιμένει τον Conor στο απέναντι πεζοδρόμιο… Ένα χρόνο μεγαλύτερή του, μακιγιαρισμένη, όμορφη και μυστηριώδης, η νεαρή Raphina (Lucy Boynton), κάνει τα μάγουλά του να κοκκινίζουν όταν περνάει το δρόμο και αρχίζει να της μιλάει. Είναι μοντέλο, λέει, και σκοπεύει να φύγει σύντομα στο Λονδίνο με τον φίλο της, για να κάνει καριέρα. «Θα μπορούσες να συμμετέχεις στο video που ετοιμάζουμε με τη μπάντα μου», σπεύδει να την πληροφορήσει εκείνος…και οπισθοχωρεί σιγά σιγά για να ενημερώσει και τον υποτιθέμενο μάνατζερ (ένα «σαμιαμίδι» με κόκκινα μαλλιά) ότι…πρέπει να φτιάξουν μια μπάντα!

Διαβάστε επίσης  7ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Σύρου στις 16 με 21 Ιουλίου 2019 - Σύρος

sing streetΚάπως έτσι ξεκινάει το ταξίδι του Conor/«Cosmo» στον…κόσμο της μουσικής, της ενηλικίωσης, του πρώτου έρωτα και της ανεξαρτησίας. Με την παρέα των νεοαποκτηθέντων φίλων του και την καθοδήγηση του μεγαλύτερου αδερφού του, Brendan (Jack Reynor), ο οποίος ελπίζει να καταφέρει ο μικρός όσα εκείνος δεν είχε την ευκαιρία να κάνει, ο εκκολαπτόμενος τραγουδιστής μαθαίνει να εμπνέεται, να δημιουργεί, να διασκεδάζει και να εμπιστεύεται.

Το συγκρότημα παίρνει το όνομα «Sing Street», παίζοντας με την ονομασία της συντηρητικής σχολικής κοινότητας, και φαίνεται έτοιμο να αγκαλιάσει το μοντέρνο και το διαφορετικό ως ευκαιρία, και όχι ως απειλή. Κάπως έτσι, σχολιάζει ο Carney, ήταν τα ’80s για το Δουβλίνο, όπου μεγάλωσε και ο ίδιος. Ήταν μια περίοδος αλλαγής, όπως τα ’60s για την Αμερική, ήταν μια δεκαετία στην οποία ο μέσος Ιρλανδός άρχισε να σκέφτεται πιο ανοιχτόμυαλα, πιο προοδευτικά. Όλα ήταν περισσότερο «χειροποίητα»…από τα ρούχα, κυριολεκτικά, μέχρι τη μουσική. «Βρίσκαμε τον εαυτό μας. Ήταν, κατά κάποιο τρόπο, τα εφηβικά χρόνια της πόλης», προσθέτει. Δεν είναι, επομένως, καθόλου απρόσμενο που αποφάσισε να παρουσιάσει μια ιστορία ενηλικίωσης -τη δική του εν μέρει- στη διάρκεια της οποίας σχεδόν κανένας χαρακτήρας δε μένει στάσιμος. Άλλωστε, η υποκριτική δεν είναι το κυνήγι μεμονωμένων εντυπωσιακών σκηνών, ισχυρίζεται ο σκηνοθέτης, διαβεβαιώνοντας τους νεαρούς πρωταγωνιστές του ότι έκαναν εξαιρετική δουλειά «ακολουθώντας» τους χαρακτήρες τους καθώς μεταβάλλονταν και εξελίσσονταν. Και έχει δίκιο.

Advertising

Advertisements
Διαβάστε επίσης  21ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης: Όλα όσα γνωρίζουμε
Ad 14

Το «Sing Street» μπορεί να περηφανεύεται για έναν σπάνιο ρεαλισμό, κι ένα υπέροχο καστ που αποτελείται τόσο από νέους με λίγη ή καθόλου εμπειρία στον κινηματογράφο, όσο και από κάποιους επαγγελματίες sing streetηθοποιούς που ο Carney θαύμαζε από πριν. Ο Jack ReynorWhat Richard Did», «Transformers») είναι απολαυστικός στον ρόλο του Brendan, όπως και η Lucy Boynton. Είναι, όμως, εξίσου αξιοσημείωτες εμφανίσεις, όπως εκείνη του νεαρού Mark McKenna, ο οποίος στην οντισιόν ήταν τόσο ντροπαλός που με το ζόρι ακουγόταν και…σχεδόν παρακάλεσε τον Carney να μην τον βάλει στην ταινία. «Εγώ είμαι μουσικός. Για τη μουσική ήρθα…», επαναλάμβανε. Ο McKenna υποδύεται τον Eamon, τον πιο χαρισματικό μουσικό της μπάντας, με μια υπέροχη συστολή κι έναν ενθουσιασμό που μάλλον ανήκει τόσο στον χαρακτήρα του, όσο και στον ίδιο.

Μιλώντας για μουσική, το «Sing Street» είναι ένα album από μόνο του. Γεμάτο τραγούδια, μοιάζει με αρμονικό mix από μεγάλες επιτυχίες των ’80s (Duran Duran, Hall & Oates, The Jam κ.ά) και καινούργια κομμάτια που γράφτηκαν για να…μοιάζουν πως γράφτηκαν από το πρωταγωνιστικό συγκρότημα. Κύριος αποδέκτης αυτής της πρόκλησης ήταν ο Σκωτσέζος μουσικοσυνθέτης Gary Clark, ενώ συμμετείχαν, επίσης, ο ίδιος ο Carney και άλλοι Ιρλανδοί μουσικοί. Highlight του soundtrack είναι αδιαμφισβήτητα το «Drive it like you stole it» ενώ το τραγούδι των τίτλων του τέλους, «Go now», υπογράφουν δύο «παλιοί γνωστοί» του σκηνοθέτη, o Adam Levine («Begin Again») και ο -πάντα αγαπημένος και υπερταλαντούχος- Glen Hansard («Once»).

Όποιος έχει δει το «Once» (2007), θα βρει στο «Sing Street» αυτό που το «Begin Again» (2013) δεν του έδωσε, μια άτυπη συνέχεια, ή καλύτερα, μια παράλληλη μουσική ιστορία, στημένη στο περιβάλλον που ο σκηνοθέτης γνωρίζει καλύτερα απ’ όλα. Ο ίδιος μάλιστα παραδέχεται, χωρίς να απορρίπτει το ενδεχόμενο να κάνει κι άλλες ταινίες στο Hollywood, ότι πάντα χαίρεται να επιστρέφει στην Ιρλανδία για να πει ιστορίες της πατρίδας του, εμπνευσμένες ίσως από το δικό του παρελθόν, που αξίζουν να βγουν στον φως. Επιβεβαιώνει πως ήθελε να γυρίσει το «Sing Street» πολύ νωρίτερα, αλλά δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή, γιατί τα ’80s ήταν ακόμη μια ανάμνηση πολύ πρόσφατη.

Διαβάστε επίσης  Οι Holmes & Watson επιστρέφουν

Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Sundance, μια θαρραλέα κίνηση από την πλευρά του Carney, αν αναλογιστεί κανείς πόσο αγαπήθηκε το Once από το φεστιβάλ, 8 χρόνια νωρίτερα. «Θα με μισήσουν τη δεύτερη φορά. Θα μιλούν όλοι για εκείνο το ένα μεγάλο hit», σκεφτόταν. Για καλή του και καλή μας τύχη όμως, το «Sing Street» τα πήγε περίφημα, και όχι άδικα. Αν το έχασες, δες το τώρα. Θα το λατρέψεις όσο οι Χρυσές Σφαίρες λάτρεψαν τις χορευτικές φιγούρες του Ryan Gosling.

Advertising

Με βλέπετε που σας χαιρετάω? Δεν πειράζει, σημασία έχει που με πιστεύετε! Με λένε Κλειώ και γενικώς δεν ξέρω τι θέλω. (Αν και είναι πολύ πιθανό να θέλω καφέ, μέτριο.) Αγαπώ το σινεμά και κουράζω συχνά τους φίλους μου μιλώντας για ταινίες κι έτσι, για να μη ζηλεύετε, τώρα θα κουράζω κι εσάς. Αν ξυπνήσω δε με όρεξη, μπορεί να σας πω και για ταξίδια, όμορφα μέρη, καλή μουσική και ανθρώπους φίνους και ξενύχτηδες που αγαπούν τον καφέ σαν εμένα.

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Η παρουσία σου έχει σημασία...

Η παρουσία σου έχει σημασία…

Όλοι έχουμε ανάγκη να το ακούσουμε. Ακόμη κι εσύ. Ακόμη
Κυψέλη

3+1 Brunch Spots Στην Κυψέλη Που Δεν Πρέπει Να Χάσεις

Santo Belto Το Santo Belto στην Κυψέλη, αποτελεί έναν αγαπημένο