Όταν διαβάζεις παντού ότι το φετινό Όσκαρ Α’ Aνδρικού Ρόλου ταξιδεύει ολοταχώς προς τα χέρια του Casey Affleck… δεν είναι δύσκολο να το πιστέψεις. Εδώ και χρόνια ο μικρός αδερφός του Ben έχει αποδείξει ότι δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από εκείνον, ούτε σε ταλέντο, ούτε σε επιλογές, αν εξαιρέσουμε τα Χολiγουντιανά φώτα και τις μεγάλες παραγωγές που είναι πιο στενά συνδεδεμένες με τον δεύτερο, αλλά όπως και να ’χει, τον Casey δε φαίνεται να τον συγκίνησαν ποτέ. Θυμάσαι λοιπόν το «Gone Baby Gone», το «The Killer Inside Me» και άλλα διάφορα και σκέφτεσαι ότι ήταν θέμα χρόνου το παλικάρι με τη χαρακτηριστική φωνή και τiς συγκρατημένες ερμηνείες να ξεπεράσει τον εαυτό του και να τραβήξει το ενδιαφέρον στο μικρό του όνομα και μόνο. Το περίμενες, λοιπόν, αλλά μη μου πεις πως δεν αναρωτήθηκες, βλέποντας το trailer, τι στο καλό είναι πια αυτό το «Manchester by the Sea» εκτός από ένα συνηθισμένο οικογενειακό δράμα;
Τι παραπάνω είναι ο πρωταγωνιστικός χαρακτήρας εκτός από έναν τύπο που καλείται να δείξει υπευθυνότητα και να φροντίσει τον έφηβο ανιψιό του, όταν εκείνος χάνει τον πατέρα του; Θα μπορούσε να είναι απλά και μόνο αυτό, κι ο Affleck να απέδωσε πειστικά έναν ρόλο που έχεις ξαναδεί χιλιάδες φορές. Άλλωστε, φτάνει αυτό για τα βραβεία…
Θα μπορούσε. Αλλά είναι κάτι παραπάνω. Το σενάριο της ταινίας, γραμμένο από τον Kenneth Lonergan που επίσης σκηνοθετεί, είναι σχεδόν αψεγάδιαστο. Ο Lonergan εξερευνά θέματα που κυριαρχούσαν και σε προηγούμενες ταινίες του («You Can Count on Me», «Margaret»), όπως οι οικογενειακές σχέσεις, η αίσθηση ευθύνης, οι ενοχές, το πένθος και η αντιμετώπιση της απώλειας, διανθίζοντας τολμηρά το κείμενο με χιούμορ και με κάτι ακόμη πιο απαραίτητο: σιωπή, όπου αυτή χρειάζεται.
O Lee Chandler (Casey Affleck), εσωστρεφής, οξύθυμος και ταυτόχρονα παθητικός απέναντι στα πάντα, αναγκάζεται να επιστρέψει στο Manchester (-by-the-Sea γιατί βρίσκεται στην ανατολική Αμερικάνικη ακτή), όπου ζούσε χρόνια πριν, και να αναλάβει την κηδεμονία του ανιψιού του, Patrick (Lucas Hedges). Στην ίδια πόλη βρίσκεται και η πρώην γυναίκα του, Randi (Michelle Williams), όπως και εκείνο το κομμάτι του παρελθόντος που έκανε τον ίδιο αυτό που είναι σήμερα και τη δουλειά του ηθοποιού που τον υποδύεται πολύ πιο δύσκολη.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, μια σειρά από σύγχρονες σκηνές και flashback εκτυλίσσονται πάνω σ’ ένα μικρό μηχανοκίνητο σκάφος που ο Patrick κληρονόμησε από τον πατέρα του. Κάθε φορά που αυτό συμβαίνει, η ιστορία μοιάζει να κάνει διάλειμμα, σαν να βγαίνει στα ανοιχτά για να αναπνεύσει. Το γαλάζιο κυριαρχεί, το κάδρο διευρύνεται και αντιτίθεται στις σκηνές των κλειστών χώρων, στα σπίτια και τα αυτοκίνητα που συνοδεύονται από ανθρώπους που θυμώνουν και πενθούν. Θα έλεγε κανείς ότι ο ίδιος ο χαρακτήρας του Chandler λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο, πνίγεται και υποφέρει, συνήθως σιωπηλά και κάποτε εκρηκτικά, ώσπου μια βαθιά ανάσα τον αναζωογονεί προσωρινά.
Ούτε κλαίει, ούτε «μεγάλα λόγια» έχει να πει ο Casey Affleck, όχι γιατί παίζει έναν συναισθηματικά άδειο χαρακτήρα, όπως κάποιοι στο Internet έσπευσαν να σχολιάσουν, αλλά γιατί ο χαρακτήρας του κουβαλάει ένα «βάρος» που θα ήταν φτηνό να εκδηλωθεί είτε με δάκρυα, είτε με λόγια, εάν αυτά προέρχονταν από τον ίδιο. Η Michelle Williams βρίσκεται στο άλλο άκρο αυτής της συχνής Οσκαρικής παρεξήγησης, και χρωστάει την υποψηφιότητά της σε μία δακρύβρεχτη σκηνή, από εκείνες που η Ακαδημία λατρεύει (αν και η κοπέλα είναι υπέροχη, οπότε αυτή τη φορά, καμία αντίρρηση κύριοι). Αν κόλλησες στη φράση «Οσκαρική παρεξήγηση», πρόκειται για την τάση της πλειοψηφίας των μελών της Ακαδημίας να μπερδεύουν τη συναισθηματική έκρηξη με τη συναισθηματική έκφραση, και να βραβεύουν ξεδιάντροπα μόνο την πρώτη.
Μιλώντας για υποψηφιότητες, το «Manchester by the Sea» μετράει έξι για τα φετινά Όσκαρ, μεταξύ αυτών Σεναρίου, Σκηνοθεσίας και Καλύτερης Ταινίας, αλλά, αν με ρωτάς, θα έπρεπε να μετράει… έξι! Σε απλά ελληνικά μαθηματικά, θα άξιζε να έχει προταθεί στην κατηγορία του Καλύτερου Original Score, αφού η Lesley Barber έχει «ντύσει» την ταινία με μουσικάρες επιβλητικές, όλο ψυχή και έγχορδα και πιάνο. Δυστυχώς όμως, η Ακαδημία είναι λίγο αυστηρή με τους κανόνες της για soundtrack που περιλαμβάνουν προϋπάρχουσες συνθέσεις, και η Barber βρέθηκε εκτός. Από την άλλη, όσο καλός κι αν είναι ο νεαρός Lucas Hedges, εγώ θα τον άφηνα στον καναπέ να ωριμάσει λίγο ακόμα και θα έβαζα στη θέση του τον 8χρονο Sunny Pawar από το Lion. Παράπονα, τι να πεις.
Ανεξαρτήτως, πάντως, διακρίσεων και χειροκροτήματος, το «Manchester by the Sea» είναι μια δουλειά σοβαρή και άρτια εκτελεσμένη, που αποφεύγει τα «δήθεν» και το μελόδραμα των ταινιών του είδους του. Η αλήθεια είναι ότι κάθε άνθρωπος δεν είναι αυτό που ήταν χθες, ούτε αυτό που θα ήθελε να γίνει αύριο, αλλά ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο παζλ από όσα συνέβησαν, χωρίς εκείνος να το επιλέξει. Ο καθένας από εμάς «οικοδομεί» και αργότερα «επιδιορθώνει» τον εαυτό του με τα κομμάτια που έχει στη διάθεσή του, και το γεγονός ότι αυτό το όριο έχει εκφραστεί ξεκάθαρα στην ταινία, είναι ο λόγος που ο «μικρός Affleck», όπως και οι άλλοι συντελεστές, αξίζουν όλα τα μπράβο που έχουν ακούσει.
* To «Manchester by the Sea» κάνει πρεμιέρα σε επιλεγμένες αίθουσες την Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου.