Μετά το διασκεδαστικότατο «Drinking Buddies» (2013) και το, όχι τόσο αγαπημένο από κοινό και κριτικούς, «Digging for Fire» (2015) o σκηνοθέτης Joe Swanberg συνεργάζεται ξανά με τον Jake Johnson, στο «Win It All », για το Netflix. Ο τελευταίος κρατά το ήμισυ της συγγραφικής πένας, ενώ επίσης υποδύεται τον Edward ‘Eddie’ Garrett, έναν εθισμένο χαρτοπαίκτη που αποφασίζει με μισή καρδιά να αντιμετωπίσει το πάθος του και, κυρίως, τις προσκλήσεις της ενηλικίωσης.
Όπως χαρακτηριστικά του επαναλαμβάνει ο σπόνσοράς του, ο Eddie δεν είναι ακριβώς παθολογικός τζογαδόρος. Είναι μάλλον ένας «επαγγελματίας λούζερ», ένας ανώριμος τύπος, εθισμένος στην αποποίηση ευθυνών που συνοδεύει την ταυτότητα ενός μονίμως «χαμένου», απένταρου άντρα της ηλικίας του. Έτσι ανώριμα, επιπόλαια και σχεδόν αναπόφευκτα, λόγω της φύσης του, δέχεται να φυλάξει έναν σάκο, έναντι γενναιόδωρης αμοιβής. Ο σάκος ανήκει σε φίλο του που ετοιμάζεται να εκτίσει ποινή λίγων μηνών, ενώ η περιέργεια ανήκει στον ίδιο, που σύντομα θα ανακαλύψει ότι περιεχόμενο της τσάντας είναι ένα χρηματικό ποσό κατά πολύ μεγαλύτερο από εκείνο που του υποσχέθηκαν. H επόμενη κίνησή του; Ναι, τη μάντεψες σωστά. Όπως μάντεψες και το γεγονός ότι ένα κορίτσι (Aislinn Derbez) θα παίξει τον ρόλο του στην εξέλιξη των πραγμάτων…
Τώρα, για να μιλάμε ντόμπρα και σταράτα, η ταινία δεν είναι κάτι ξεχωριστό. Σε σημεία αστεία, αλλά αρκετά ανιαρή στα υπόλοιπα, ούτε προσφέρει την αγωνία μιας καλοστημένης πλοκής, ούτε αξέχαστες κωμικές στιγμές. Ωστόσο, αν εξαιρέσουμε μερικούς υπερ-νευρικούς διαλόγους, οι χαρακτήρες μοιάζουν αληθινοί, παρά την ελαφρότητά τους.
Ο Johnson («New Girl», «Safety Not Guaranteed»), έχει από καιρό αποδείξει ότι «έχει στο τσεπάκι του» τους ρόλους του αμήχανου, περίεργου τύπου, του αστειάτορα της παρέας, του ευαίσθητου, αλλά γλυκού αγοριού-outsider, του γκαφατζή που επαναλαμβάνει τα λάθη του όλο και πιο αξιολάτρευτα. Κάτι αντίστοιχο υποδύεται και στο «Win it All», μόνο που αυτή τη φορά έχει μια πρόσθετη επιβάρυνση κι ένα πιο σοβαρό πρόβλημα να διαχειριστεί. Αυτή τη φορά «παίρνει αναπνοές» από την περσόνα – καρικατούρα που έχει αναλάβει, μ’ έναν τρόπο πιο κατασταλαγμένο και προσγειωμένο σε σχέση με προηγούμενους ρόλους του. Το άγχος του Eddie είναι νευρωτικό και υπερβολικό, αλλά το βλέμμα του είναι σοβαρό και ανήσυχο. Με λίγα λόγια, ο Johnson ενσαρκώνει έναν χαρακτήρα που βλέπει υψωμένο μπροστά του έναν γνώριμο τοίχο, με τη διαφορά πως πλέον συνειδητοποιεί ότι μόνο στα κινούμενα σχέδια οι άνθρωποι τους διαπερνούν αλώβητοι.
Παρόλο που το τέλος της είναι αναμενόμενο και μόνο επιφανειακά ενθαρρυντικό, η έλλειψη δραματικών κλισέ που οι κωμωδίες τους είδους, παρά τον τίτλο τους, αγαπούν να προβάλουν, είναι ένα αισθητό μπόνους στο σύνολο της ταινίας. Αν θέλεις να στο εξηγήσουμε απλά και γρήγορα, το «Win It All» είναι φτιαγμένο για να περάσει η ώρα και, ευτυχώς, δεν παίρνει τον εαυτό του πολύ σοβαρά.
Αν, πάλι, θέλεις να σου παρουσιάσουμε ένα συγκεκριμένο, λίγο πιο βαθυστόχαστο νόημα που θα σε κάνει να το δεις, θα διαλέγαμε το γεγονός ότι δεν αφορά, όχι στ’αλήθεια, ούτε τις καταστροφικές συνέπειες του τζόγου, ούτε έναν έρωτα ζωής. Βάζει και τα δύο στο προσκήνιο, αλλά, ουσιαστικά, υπενθυμίζει σε εσένα και εμένα ότι η ζωή ξεκινά να «λάμπει» μόνο όταν «σβήσουν» οι ατελείωτες δικαιολογίες μας, που την κρατούσαν στο σκοτάδι.