
Ο «Ορφέο Νέγκρο» ή «Μαύρος Ορφέας» (1959), του Γάλλου σκηνοθέτη, Μαρσέλ Καμί, είναι μία από τις πρώτες δυτικές κινηματογραφικές παραγωγές με εξολοκλήρου μαύρο καστ. Όντας μια μοντέρνα μεταφορά του αρχαιοελληνικού μύθου του Ορφέα και της Ευρυδίκης, με φόντο το ετήσιο Καρναβάλι του Ρίο ντε Τζανέιρο, η ταινία έχει λαογραφικό χαρακτήρα, αφού καταγράφει τα τοπικά ήθη και έθιμα, τα οποία την εποχή εκείνη ήταν σχεδόν άγνωστα στο αμερικανικό και ευρωπαϊκό κοινό. Ο «Ορφέο Νέγκρο» κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα 1959 στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών και χάρη στη μουσική του επένδυση, γραμμένη από τους θρύλους της σάμπα, Λουίζ Μπονφά και Αντόνιο Κάρλος Τζομπίμ, ξεκίνησε τη μόδα της «bossa nova» που κυριάρχησε στα μουσικά τσαρτ μέσα στην επόμενη δεκαετία. Οι ηθοποιοί της ταινίας είναι ερασιτέχνες, γηγενείς του Ρίο ντε Τζανέιρο, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Ορφέα (Μπρένο Μέλο), τον οποίο ο Καμί συνάντησε μία μέρα στο δρόμο και του πρότεινε να πρωταγωνιστήσει στην ταινία.

Ο «Ορφέο Νέγκρο» είναι μία έγχρωμη ταινία, με ζωηρά χρώματα από το φυσικό τοπίο και τις φανταχτερές στολές των χαρακτήρων, που προετοιμάζονται για το Καρναβάλι, γυρισμένη σε μία φτωχή συνοικία (φαβέλα), λίγο πιο πέρα από το κέντρο του Ρίο, με τα μεγάλα, νεοκλασικά κτίρια των αποικιστών, που αξιοποιούνται κυρίως από την κυβέρνηση. Ο Καμί, ενώ δεν βάζει στο στόχαστρο το πρόβλημα της καταπίεσης των μαύρων από τους λευκούς, στρέφει συχνά την κάμερα σε διάφορες εκφάνσεις του, αφήνοντας τους θεατές να κρίνουν από μόνοι τους. Με τα χρόνια, πολλά στοιχεία του «Μαύρου Ορφέα» έχουν παλιώσει με άσχημο τρόπο και πολλοί σύγχρονοι κριτικοί της ταινίας έχουν επισημάνει πως αν κάποιος δεν ήξερε τίποτα για την τοπική κουλτούρα μπορούσε, βλέποντας την ταινία, να πιστέψει πως η ζωή στο Ρίο ντε Τζανέιρο ήταν ένας ατελείωτος χορός και οι ζωές των γηγενών γεμάτες απολαύσεις, αισθησιασμό και καλή ενέργεια. Ο πιο σημαντικός, ίσως, σύγχρονος επικριτής της ταινίας ήταν ο πρώτος Αφροαμερικανός Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος στη βιογραφία του αφηγείται πως όταν είχε πρωτοδεί την ταινία (η οποία ήταν η αγαπημένη της μητέρας του), ως φοιτητής, κατάλαβε πως είχε επηρεάσει τη νοοτροπία όλων των μαύρων μεταναστών στις Η.Π.Α. την εποχή εκείνη, σπρώχνοντάς τους προς μία λανθασμένη συμπεριφορά και τρόπο σκέψης. Παρόλα αυτά, κανείς δεν μπορεί, ακόμα και σήμερα, να αμφισβητήσει πως ο «Ορφέο Νέγκρο» υπήρξε μία πρωτοποριακή ταινία για την εποχή κατά την οποία γυρίστηκε.

Ο Καμί, με επιρροές από το σινεμά του Ζαν Κοκτώ και του Ρενουάρ, είχε στο μυαλό του ένα «πάντρεμα» του αρχαίου μύθου του Ορφέα, ο οποίος μάγευε τα ζώα και τα πράγματα με τη λύρα του, και της αγαπημένης του, Ευρυδίκης, η οποία βρίσκει τραγικό θάνατο και ο Ορφέας προσπαθεί ανεπιτυχώς να τη φέρει πίσω από τον Κάτω Κόσμο. Ο «Ορφέο Νέγκρο» είναι, έτσι, μία ταινία διάσπαρτη με κλασικούς συμβολισμούς. Η Ευρυδίκη (Μαρπέσα Ντον) προσπαθεί, κατά το ήμισυ της ταινίας, να ξεφύγει από έναν άγνωστο με στολή σκελετού (Θάνατος) και όταν μοιραία τελικά πεθαίνει, παρακολουθούμε το ταξίδι του Ορφέα, που προσπαθεί να βρει τη σωρό της. Το Καρναβάλι χρησιμοποιείται εδώ για το συμβολισμό του ως η «νύχτα των πνευμάτων», κατά την οποία οι ψυχές των νεκρών επισκέπτονται για μία ακόμα φορά τους ζωντανούς. Ο Ορφέας ζητάει τη βοήθεια του φίλου του, Ερμή (Αλεξάντρο Κωνσταντίνο), που στην αρχαία ελληνική μυθολογία είχε την ιδιότητα του ψυχοπομπού, και με τη βοήθειά του οδηγείται σε ένα θεόρατο κυβερνητικό κτίριο. Εκεί, ο Ορφέας βρίσκει έναν επιστάτη (Χάροντας), που σκουπίζει τις σερπαντίνες από το πάτωμα σαν να τραβάει κουπί, και τον οδηγεί από μία κεντρική σκάλα στο χαμηλότερο επίπεδο του κτιρίου (Κόλαση), που είναι φωτισμένο με ένα έντονο κόκκινο φως. Οι δυο τους περνάνε από μία καγκελόπορτα, την οποία φυλάει ένας σκύλος (Κέρβερος), για να φτάσουν τελικά σε ένα χώρο, όπου γίνεται μία τελετή Μακούμπα. Η Ευρυδίκη μιλάει εκεί στον Ορφέα, μέσα από το στόμα μιας γριάς σε έκσταση, αλλά μόλις εκείνος γυρίζει να την κοιτάξει, η γριά αμέσως συνέρχεται. Χάρη στις επιρροές του σκηνοθέτη, ο «Μαύρος Ορφέας» είναι γεμάτος από τέτοιες ποιητικές στιγμές.

Το σάουντρακ του «Ορφέο Νέγκρο» εισήγαγε στην ποπ κουλτούρα το στάνταρ πια της «bossa nova», «Manhã de Carnaval». Πολλοί μεταγενέστεροι τζαζ μουσικοί, όπως ο Vince Guaraldi, επέστρεψαν στα μουσικά θέματα της ταινίας, κάνοντάς τα γνωστότερα στο ευρύ κοινό και εδραιώνοντας τη σημασία τους, ως τα πρώτα του νέου αυτού μουσικού είδους. Ο Τζομπίμ, ο οποίος λίγο μετά έγραψε το θρυλικό, «The Girl from Ipanema» (1962), έγινε ένας από τους διασημότερους μουσικούς της Λατινικής Αμερικής. Η μουσική παίζει σχεδόν συνεχόμενα καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας και, όπως πιστεύουν τα δύο παιδιά που ακολουθούν τον πρωταγωνιστή, το αν θα παίξει ο Ορφέας την κιθάρα του είναι καθοριστικό στο αν θα ανατείλει το πρωί ο ήλιος.

Τα πανέμορφα πλάνα από το Ρίο και η καταγραφή του «βραζιλιάνικου καρναβαλιού» είναι μόνο δύο από τους πολλούς λόγους που αξίζει να δει κανείς τον «Ορφέο Νέγκρο». Όσο κι αν μία ταινία με τέτοιο θέμα θα είχε γυριστεί εντελώς διαφορετικά σήμερα, η ταινία του Καμί αποτελεί μία χρονοκάψουλα, που μας επιτρέπει να δούμε, έστω και φευγαλέα, πως ήταν η μεγάλη αυτή πόλη της Βραζιλίας κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν η εγκληματικότητα εκεί ήταν πολύ μικρότερη απ’ ό,τι είναι σήμερα και ο κόσμος, σε γενικές γραμμές, ήταν πολύ πιο αθώος.
Δείτε το trailer της ταινίας στο YouTube: