Σκηνοθέτες: ο Joachim Trier και ο ήχος… της σιωπής.

Γεννημένος το 1974 στην Κοπεγχάγη της Δανίας, ο Νορβηγός σκηνοθέτης Joachim Trier έχει κάνει μόλις τρεις μεγάλου μήκους ταινίες, με τελευταία – αν και πρώτη αγγλόφωνη – το Louder Than Bombs, που συμμετείχε πέρυσι στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Καννών, διεκδικώντας τον Χρυσό Φοίνικα. Όχι, δεν κέρδισε. Τον φοίνικα τον πήρε ο Jacques Audiard για το Dheepan και το βραβείο της Επιτροπής ο joachim trier 1Γιώργος Λάνθιμος, αν θυμάστε, τότε που ακόμη κι εμείς που δεν ήμασταν φαν του Κυνόδοντα ένα χαμόγελο το σκάσαμε γιατί ο Αστακός ήταν το δίχως άλλο χαριτωμένος.

Πίσω στο θέμα μας τώρα… Ο Joachim είναι, πράγματι, μακρινός συγγενής του Lars von Trier. Αυτό όμως δεν έχει καμία σημασία γιατί εντύπωση έκανε έτσι κι αλλιώς, με τη δουλειά του, που μπορεί να μην είναι γκραντ και εκκεντρική σαν του Lars, αλλά είναι ευαίσθητη και αξιόλογη. Ο σκηνοθέτης ενδιαφέρεται για το ανθρώπινο στοιχείο, για τους χαρακτήρες που παλεύουν με την ενηλικίωση, την αναζήτηση της προσωπικής αλλά και επαγγελματικής ολοκλήρωσης. Σε όλες τις ταινίες του μέχρι σήμερα οι πρωταγωνιστές προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την ζωή, που ήρθε απότομα και αδίστακτα να διακόψει τα όνειρα και τις προσδοκίες τους, ενώ ταυτόχρονα πασχίζουν να επικοινωνήσουν, να νιώσουν και πάλι οικεία με το περιβάλλον και τους γύρω τους.

Joachim Trier 2O Joachim Trier ξεκίνησε τις σπουδές του παρακολουθώντας το μονοετές πρόγραμμα του European Film School της Δανίας το 1995, ενώ αμέσως μετά φοίτησε στο διεθνώς αναγνωρισμένο National Film & Television School της Μεγάλης Βρετανίας. Η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, Reprise, κυκλοφόρησε το 2006, σε σενάριο του ίδιου και του Eskil Vogt, συνεργασία που θα επαναληφθεί και στα επόμενα δύο του project.

Το Reprise, μια ιστορία για δύο νέους επίδοξους συγγραφείς, την μεταξύ τους σχέση, αλλά και τα προβλήματα καθενός ξεχωριστά, χάρισε στον Trier αρκετά βραβεία τόσο εντός Νορβηγίας, όσο και σε διεθνή φεστιβάλ. Παράλληλα, τον τοποθέτησε μια και καλή στο ραντάρ σινεφίλ και κριτικών που επικρότησαν το ταλέντο ενός πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη εμφανώς προσανατολισμένου προς τη χρήση της φόρμας και του μοντάζ ως μέσα επίτευξης του καλλιτεχνικού αποτελέσματος και προώθησης της ιστορίας. Υπήρξαν βεβαίως και εκείνοι που αποδοκίμασαν ακριβώς αυτό, θεωρώντας ότι το υπερβολικό editing λειτουργούσε εις βάρος των χαρακτήρων και της πλοκής, κάνοντας την ταινία δύσπεπτη και φλατ. Ισχύει ότι το Reprise είναι αρκετά αργό και ξεφεύγει από την αναμενόμενη cheesecake-συνταγή που προσφέρει άμεση ταύτιση με τους χαρακτήρες στη βάση, ένα πρόβλημα που αναζητά λύση στη μέση και κάποιου είδους κάθαρση για topping. Εάν, ωστόσο, έχει κανείς τη διάθεση να το παρακολουθήσει προσεχτικά, θα δει να ξετυλίγεται μπροστά του με τον πιο ρεαλιστικό τρόπο – ρεαλιστικό τουλάχιστον για τον ιδιόμορφο κόσμο του Όσλο – η συνεχής σύγκρουση ζωής και προσδοκιών στο μυαλό ενός νέου. Reprise σημαίνει επαναλαμβάνω, ξεκινώ κάτι από την αρχή, και όντως αυτό προσπαθούν να καταφέρουν οι κεντρικοί ήρωες, ο Philip (Anders Danielsen Lie) και ο Εrik (Espen Klouman Høiner), καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας. Ο ένας επιθυμεί να επιστρέψει σε στιγμές μεγάλης έμπνευσης, ο άλλος να αναβιώσει έναν μεγάλο έρωτα με την Kari (Viktoria Winge), τη στιγμή που και οι δύο ψάχνουν τον τρόπο να επιστρέψουν σε παρέες που ξαφνικά φαντάζουν κλειστές, όπως όταν κάποιος ξένος κάθεται στην πλευρά του τραπεζιού που είχες άτυπα κατοχυρώσει. Η επιτυχία στην απόδοση αυτής της αναζήτησης, που είναι στο μεγαλύτερο μέρος της εσωτερική, οφείλεται αφενός στο εξαιρετικό καστ αλλά και σε μια σειρά από κινηματογραφικές μεθόδους. Κι εδώ είναι που η τεχνική αρτιότητα που επιδιώκει ο Trier παίζει τον ρόλο της. Με μια σειρά από flashback, με τη χρήση υποθετικού λόγου στην αφήγηση, με τον αποσυγχρονισμό εικόνας και ήχου μεταξύ δύο σκηνών που εκτυλίσσονται αντίστοιχα σ’ ένα καφέ κι ένα πάρκο… Έτσι αποδίδει ο σκηνοθέτης την συνεχή αγωνία να κάνει κανείς restart, επαναφορά του συστήματος στο σημείο εκείνο του παρελθόντος όπου όλα δούλευαν ρολόι.

Διαβάστε επίσης  Anastasia: Κάπου, κάποιον χειμώνα
Advertising

Advertisements
Ad 14

Σε μία πρόσφατη συνέντευξη που έδωσε στο theparisreview.org για το Louder Than Bombs ο Trier έκανε ένα σχόλιο που φαίνεται εξίσου σχετικό με το Reprise αλλά και το Oslo,August 31stπου προβλήθηκε για πρώτη φορά το 2011. “Όταν γυρνούσαμε την ταινία, είχα στο μυαλό μου το βιβλίο Missing Out, του Adam Phillips, ο οποίος πιστεύει ότι όλοι μας ζούμε όχι μόνο την πραγματική μας ζωή αλλά και αυτή που φανταζόμαστε ότι θα μπορούσε να συμβεί, ή θα είχε συμβεί, αν τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά. Και ότι εκείνη η ζωή αποτελεί μια ξεχωριστή οντότητα που μας επηρεάζει. Συνεχίζει λέγοντας ότι αυτή η ιδέα τον εμπνέει και ότι προσπάθησε να την εκφράσει στην ταινία, όχι με λέξεις, αλλά με τη δομή του έργου, με την αξιοποίηση δηλαδή της κινηματογραφικής φόρμας.

Το Όσλο, 31 Αυγούστου, εκτός από προσωπικές αναμνήσεις του Trier, είναι βασισμένο και στο έργο του Γάλλου συγγραφέα Pierre Drieu La Rochelle, Le Feu Follet. ο ίδιο βιβλίο μετέφερε στη μεγάλη οθόνη και ο Louis Malle, το 1963) Στην δεύτερη συνεργασία του με τον Trier, o 37χρονος σήμερα Joachim Trier 6πρωταγωνιστής της ταινίας , Anders Danielsen Lieαπό τους εκφραστικότερους που έχω δει – υποδύεται τον συνονόματό του, Anders, έναν τοξικομανή νέο, που παίρνει άδεια για μία μέρα από το κέντρο αποκατάστασής του, για να πάει σε μια επαγγελματική συνέντευξη και να συναντήσει φίλους και συγγενείς. Η ταινία όμως δεν αφορά, παρά μόνο επιφανειακά, τον εθισμό και τις συνέπειές του. Γυρισμένη για άλλη μια φορά στο Όσλο, αντιπαραθέτει την ομορφιά της πλούσιας Νορβηγικής πρωτεύουσας, όπου οι ευκαιρίες ανθίζουν παρά τον κρύο καιρό, με το αδιέξοδο ενός προβληματικού ψυχισμού που έχει αποξενωθεί από όσα και όσους γνώριζε και αδυνατεί να βρει το δρόμο για τη ζωή που ήλπιζε να είχε ήδη καταφέρει. Αίσθηση προκαλεί και πάλι το μοντάζ, με μία από τις αγαπημένες μου σκηνές εκείνη όπου ο φίλος του Anders, Τhomas (Hans Olav Brenner), του εύχεται καλή επιτυχία με τόνο πρόσχαρο και ενθαρρυντικό, αλλά η εικόνα που συνοδεύει τον ήχο είναι το βουβό, ανήσυχο, γεμάτο αμφιβολία πρόσωπό του. Τέτοιες αντιφάσεις εκμεταλλεύεται ο Joachim Trier συχνά, αξιοποιώντας τις λεπτομέρειες και αποφεύγοντας τους εντυπωσιασμούς. Δεν είναι τυχαίο ότι, όπως παραδέχεται στην προαναφερθείσα συνέντευξη, δοκίμασε τα όρια oslo-august-31stτων χορηγών του Louder Than Bombs γυρνώντας μια πανάκριβη σκηνή με ένα ολόκληρο λιβάδι που καίγεται και τελικά δεν την χρησιμοποίησε ποτέ, γιατί κατάλαβε εκ των υστέρων ότι δεν εξυπηρετούσε σε τίποτα την ιστορία. Το Oslo, 31 Αυγούστου, πιο γραμμικό και ίσως πιο προσιτό από το Reprise, δέχτηκε ενθουσιώδεις κριτικές και βρέθηκε υποψήφιο στις Κάννες, στην κατηγορία Un Certain Regard. Κέρδισε επίσης αρκετά βραβεία σε άλλες διοργανώσεις, μεταξύ των οποίων τα νορβηγικά Amanda Awards όπου ο Trier και ο editor Olivier Bugge Coutté, με τον οποίο συνεργάζονται ακόμη, έλαβαν αντίστοιχα τα βραβεία σκηνοθεσίας και μοντάζ.

Διαβάστε επίσης  Ο ανεκπλήρωτος έρωτας στον κινηματογράφο

Πέντε χρόνια αργότερα, αφήνουν πίσω την σκανδιναβική πόλη που γνωρίζουν καλά και γυρίζουν το Louder Than Bombs, στην Νέα Υόρκη. Ελληνικός τίτλος: Ο Ήχος της Σιωπής. Όχι σας το λέω, επειδή είναι όμορφο -και σπάνιο- η μετάφραση να μην είναι εντελώς άσχετη με το περιεχόμενο της ταινίας! Σε αυτή, λοιπόν, ένας πατέρας και οι δύο γιοι του προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την απώλεια της συζύγου-μητέρας, (Isabelle Huppert) επιτυχημένης φωτογράφου πολέμου που σκοτώθηκε σε τροχαίο. Πιο συγκεκριμένα, τώρα που δεν είναι πια μαζί τους, αρχίζουν να την γνωρίζουν πραγματικά, μαθαίνοντας παράλληλα ο ένας τον άλλο και ψάχνοντας την αγάπη, αν και η αυτή Joachim Trier 8 η τελευταία αναζήτηση δεν προχωρά ομαλά για κανέναν από τους τρεις. Ο πατέρας, Gene (Gabriel Byrne) έχει σχέση με την δασκάλα του δεκαπεντάχρονου γιου του, Conrad (Devin Druid), την οποία προσπαθεί να του κρύψει, όπως του έχει κρύψει και το γεγονός ότι ο θάνατος της μητέρας του δεν ήταν ατύχημα αλλά αυτοκτονία. Ο μικρός καταλαβαίνει περισσότερα απ’ όσα δείχνει και, στην προσπάθειά του να τα διαχειριστεί, επικεντρώνεται στα φτερουγίσματα της καρδιάς του για ένα ”δημοφιλές” κορίτσι από το σχολείο, ενώ καταγράφει τις σκέψεις του, περίεργες και φαντασμαγορικές, σ’ ένα ιδιόμορφο ημερολόγιο, θυμίζοντας ίσως έναν πιο συμπαθητικό Craig Roberts στο Submarine. O πιο «lost» απ’ όλους όμως είναι ο μεγάλος αδερφός, Jonah (Jesse Eisenberg). Αν σκεφτεί κανείς ότι εκείνος έχει σταθερή δουλειά, μια νεοσύστατη οικογένεια μ’ ένα μωράκι λίγων ημερών και είναι αρκετά νέος αλλά και αρκετά μεγάλος ώστε να είναι σε θέση να βοηθήσει τους υπόλοιπους, τότε κάτι πήγε εξαιρετικά στραβά, γιατί κάνει το ένα λάθος μετά το άλλο. Ο Eisenberg μου φάνηκε στην αρχή φοβερά παράταιρος, ίσως πολύ μικρός για το ρόλο του μεγάλου αδερφού, ίσως τόσο συνηθισμένος στις γρήγορες, witty ατάκες και την εξυπνάδα που απαιτούσαν οι προηγούμενοι ρόλοι του, που δεν κατάφερε να το αποβάλει τελείως. Μπορεί όμως αυτή η έλλειψη χημείας μεταξύ του ίδιου και του χαρακτήρα που περιμέναμε να δούμε να ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόταν. Joachim Trier 7Aν και εκ πρώτης όψεως μοιάζει αδιάφορος, o ρόλος του Jonah είναι αναμφίβολα ένας από τους πιο αντιπαθητικούς, ρεαλιστικούς και ενδιαφέροντες που ο 33χρονος (μικροδείχνει νομίζω) ηθοποιός έχει παίξει ως σήμερα. Δηλαδή ένας από τους πιο ανθρώπινους.

Διαβάστε επίσης  Ο θρυλικός Ζαζάς στον Ελληνικό Κινηματογράφο

Το Louder Than Bombs έχει στον πυρήνα του τις ίδιες ανησυχίες με τις προηγούμενες ταινίες του Trier και παρ’ όλο που συγκριτικά είναι μάλλον κατώτερο εκείνων, δεν παύει να αποτελεί ένα συγκροτημένο έργο όπου η ανθρώπινη αδυναμία , η μοναξιά και η αμηχανία ακούγονται δυνατά μέσα από σκηνές σχεδόν βουβές. Ο Ήχος της Σιωπής, λοιπόν, το περιγράφει ιδανικά. Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι πως αν θελήσει κανείς να αναφερθεί και στη συνολική δουλειά του Joachim Trier με λίγες μόνο λέξεις, θα δυσκολευτεί να βρει πιο κατάλληλες. Οι ταινίες του συνοδεύονται από όμορφα αλλά διακριτικά soundtrack, τα κείμενά του είναι στιβαρά, αλλά ήσυχα και ο ίδιος μοιάζει να γνωρίζει καλά ότι στο σινεμά, όπως και στη ζωή, συναισθήματα και σκέψεις αποκαλύπτονται πιο ειλικρινά, όταν δεν τα φωνάζει κανείς.

Advertising

Με βλέπετε που σας χαιρετάω? Δεν πειράζει, σημασία έχει που με πιστεύετε! Με λένε Κλειώ και γενικώς δεν ξέρω τι θέλω. (Αν και είναι πολύ πιθανό να θέλω καφέ, μέτριο.) Αγαπώ το σινεμά και κουράζω συχνά τους φίλους μου μιλώντας για ταινίες κι έτσι, για να μη ζηλεύετε, τώρα θα κουράζω κι εσάς. Αν ξυπνήσω δε με όρεξη, μπορεί να σας πω και για ταξίδια, όμορφα μέρη, καλή μουσική και ανθρώπους φίνους και ξενύχτηδες που αγαπούν τον καφέ σαν εμένα.

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Ροδώπις: Η πρώτη εκδοχή της Σταχτοπούτας

Ροδώπις: Η πρώτη εκδοχή της Σταχτοπούτας

Η ιστορία μιας φημισμένης γυναίκας που οι αρχαίοι συγγραφείς προδίδουν

Κρουαζιέρες με καζίνο στη Μεσόγειο: Τι προσφέρουν στους Έλληνες τουρίστες

Μια εναλλακτική μορφή τουρισμού που κερδίζει το ενδιαφέρον όλο και