«Να ζει κανείς ή να μη ζει» αναρωτιόταν ο Άμλετ κοιτώντας τη νεκροκεφαλή. «Να παντρευτεί κανείς ή να μην παντρευτεί» αναρωτιόταν και ο Ματθαίος Γιωσαφάτ. Το ίδιο αναρωτιόμουν κι εγώ κοιτώντας τη βέρα στο αριστερό μου χέρι. Και να έμενε στο αριστερό καλά θα ήταν αλλά η βέρα στο δεξί είναι και θα παραμείνει μία τελείως διαφορετική ιστορία. Αυτό είναι το ένα απόφθεγμα. Το άλλο είναι πως ο έρωτας είναι τυφλός. Και κουφός. Μα πόσο τυφλός και κουφός πια; Τόσο τυφλός και τόσο κουφός ώστε με οδήγησε τελικά στα σκαλιά της εκκλησίας. Κι εκεί αρχίζουν τα βάσανα της περιπεσούσης γυναικός. Τρεις μέρες πριν τον γάμο άρχισαν τα δύσκολα. Δεν του άρεσε το νυφικό, ήταν πολύ… κουλτουριάρικο λέει.
«Μα τι θέλεις; Να τα βγάλω όλα έξω;» τον ρώτησα.
«Εγώ σε θέλω σέξι κι όποιος αντέξει».
«Σέξι και εκκλησία δεν συνάδουν καλέ μου».
Το σέξι είναι το αντίπαλο δέος του σικάτου, έτσι νομίζω. Δεν είδα ποτέ την Grace Kelly σέξι, ούτε καν την Alamuddin που έριξε και κοτζάμ Clooney και γέννησε και τα παιδιά του. Αμ το άλλο; Κουβάλησε όλους τους συγγενείς του απ΄το χωριό. Ολόκληρη κουστωδία κατέφθασε μετά βαϊων και κλάδων και θρονιάστηκε στο σαλόνι μας. Εγώ ήθελα να είμαι μόνη μου, να τον έστελνα στη μανούλα του τις τελευταίες μέρες και να ετοιμαζόμουν με την ησυχία μου. Αλλά όχι! Είχα τη θεία Τασούλα να κρατάει την «Πολιτεία» του Πλάτωνα, να με κοιτάει με γουρλωμένο μάτι και να με ρωτάει με το κάτω χείλος να τρεμοπαίζει σαν ζελές:
«πδί μου, τι τους θέλς ούλους αυτούς; Σπίτι θα ανοίξετε όχι βιβλιοπωλείο».
«Οι Έλληνες κλασικοί είναι στολίδι για κάθε βιβλιοθήκη» της απάντησα αρπάζοντας τον τάλανα Πλάτωνα απ΄το χέρι της. Ευτυχώς εκείνη την ώρα μπήκε μέσα ο καλός μου κουνάμενος συνάμενος και η αιματοχυσία απετράπη.
«Επς, σας έπιασα! Τι κάνουν οι κούκλες μου; Ξέρεις μωρό μου στα χέρια της θείας Τασούλας μεγάλωσα. Τα καλοκαίρια στο χωριό. Αυτή με ανέστησε!».
«Μπράβο το αγόρι μου! Μπορούμε τώρα να κανονίσουμε τις τελευταίες λεπτομέρειες με την ησυχία μας;» ρώτησα κλείνοντάς το μάτι διότι όπως καταλαβαίνετε ουδεμία σκοτούρα είχα για τα καλοκαίρια στο χωριό που η μυρωδιά των λουλουδιών μπερδεύεται με τη μυρωδιά από τις καβαλίνες. Αυτό ήταν παρένθεση. Πίσω στο θέμα του νυφικού τώρα. Μόλις η θεία το είδε κρεμασμένο σε περίοπτη θέση στην κρεβατοκάμαρά μας, άρχισε να τσιρίζει.
«Είναι γρουσουζιά να δει ο γαμπρός το νυφικό πριν τον γάμο». Μετά έκλεισε το στόμα της με τις παλάμες ως ένδειξη απερίγραπτης έκπληξης και αποτροπιασμού για το ατόπημά μου.
«Δεν πιστεύω σε προλήψεις. Είμαι επιστήμων άνθρωπος. Αυτά είναι σαχλαμάρες!».
«Θεία σου αρέσει αυτό το πράγμα; Είναι σαν τα ράσα που φορούν οι μοναχοί στο μοναστήρι του Αγίου Παταπίου» είπε ο καλός μου κι έκανε τρεις φορές το σταυρό του.
«Είναι σικ» απάντησα πριν προλάβει η θείτσα να αρθρώσει λέξη. Σαν να μην έφτανε αυτό, δεν του άρεσαν ούτε τα παπούτσια μου. Jimmy Choo παρακαλώ, μισό μισθό κόστισαν.
«Αν τα φορέσεις, θα με περνάς στο ύψος» μουρμούρισε ξανά το άλλο μου μισό.
«Δεν φταίω εγώ που βγήκες κοντός. Απ΄το DNA των δικών σου να ζητήσεις ευθύνες».
Για να μην πολυλογώ στο τέλος δέχτηκε πως ΑΥΤΑ τα παπούτσια μου αρέσουν κι ΑΥΤΑ θα φορέσω. Η συζήτηση έληξε με ένα δικό του «Εγώ πληρώνω, πρέπ….» και με ένα δικό μου απαξιωτικό, λοξό, ειρωνικό βλέμμα που του έκοψε το βήχα και τη φράση στη μέση. Αυτός πληρώνει γενικά. Τι σημαίνει αυτό; Πως θα κάνω ό,τι θέλει;
Την τελευταία μέρα τον έδιωξα μαζί με το όλο του το σόι στη μαμά του. Εξάλλου αυτοί δεν είναι που πιστεύουν στις προλήψεις; Η θεία Τασούλα έκανε κόνξες. Ήθελε να μείνει να με βοηθήσει με τις ετοιμασίες. Από πού κι ως που; Εγώ ούτε στη μάνα μου δεν επέτρεψα να είναι παρούσα. Μόνο τις φίλες μου ήθελα δίπλα μου. Και τη μακιγιέζ μου. Και την κομμώτριά μου.
Το μυστήριο έληξε αναίμακτα εκτός από το σόι του που ήταν τυλιγμένο στις δαντέλες και στα κιτς φορέματα. Όχι, δεν έχω κάτι με τις δαντέλες, μου αρέσουν. Μία ολομέταξη δαντελένια μπλούζα είναι θαυμάσια ιδίως όταν προέρχεται από τα χεράκια του Valentino ή του Yves Saint Laurent. Κλασικές αξίες! Τη φοράς και νομίζεις πως σε χαϊδεύει το χέρι ενός μωρού. Όχι όμως δαντέλα από το καλάθι της λαϊκής. Δεν μίλησα, τι να πω!
«Θα στρώσει με τον καιρό, τώρα που παντρευτήκατε όλα θα μπουν σε μία τάξη. Τέρμα τα σούρτα φέρτα στα χωριά και τα φιλιά με τη θεία και τη μαμάκα. Τώρα έχει γυναίκα!» έτσι μου ψιθύρισε η σοφή μανούλα μου στο νυφικό τραπέζι.
Στο μήνα του μέλιτος μου έβγαλε την ψυχή. Εγώ ήθελα να επισκεφτώ όλα τα μουσεία του Παρισιού κι αυτός ήθελε να τρώει κρέπες.
«Εδώ ήρθαμε για να περάσουμε καλά» μου είπε μόλις είδε το πανέμορφο μουτράκι μου να μουτρώνει.
«Η διασκέδαση είναι κάτι υποκειμενικό γλυκέ μου».
«Αν σε βάλω κάτω, θα δεις τι σημαίνει διασκέδαση κουκλάρα μου» μουρμούρισε. Και φτάνουμε στο φλέγον θέμα: Το κρεβάτι. Άτιμο πράγμα το κρεβάτι. Σε τυφλώνει. Ακόμη κι εμένα τύφλωσε που άλλα όνειρα είχα. Να πάρω έναν γιατρό, έναν δικηγόρο, έναν αστροναύτη…
«Το βράδυ αυτά. Τώρα θα πάμε στο Λούβρο, εντάξει;» του είπα με όση γλύκα διέθετα.
«Τι να κάνω; Να σου χαλάσω το χατίρι; Μετά όμως θα πάμε κάπου για φαί».
«Φαί! Φαγητό μωρό μου…»
«Εμένα φαί μου αρέσει να το λέω. Τι έχεις πάθει τώρα τελευταία;»
«Τώρα τελευταία είσαι ο σύζυγός μου. Δεν μπορείς να συμπεριφέρεσαι όπως θέλεις» του απάντησα τινάζοντας τη στάχτη από το τσιγάρο μου.
«Και ποια η διαφορά μάνα μου; Από πριν εννοώ. Το στεφάνι είναι το θέμα;»
«Μα φυσικά και είναι το θέμα. Τώρα είσαι η επίσημη επιλογή μου» είπα και του τσίμπησα το μαγουλάκι.
«Εγώ αυτά δεν τα καταλαβαίνω. Σε δέχομαι όπως είσαι κι ας μην συμφωνάω μαζί σου σε όλα. Και πριν σε ήθελα και τώρα σε θέλω».
«Συμφωνώ μωρό μου. Όχι συμφωνάω».
Τώρα θα αναρωτιέστε τι θέλω εγώ με τον αγροίκο. Είπαμε. Το κρεβάτι και το κανάκεμα. Γιατί τι άλλο θέλει ο άνθρωπος εκτός από ένα καλό κρεβάτι, μία καλή καρδιά και κάποιον που επιδέχεται αλλαγών;
Στην ξενάγηση κοιτούσε σαν να είχε έρθει σε στενή επαφή τρίτου τύπου με τον E.T. τον εξωγήινο. Η άνω γνάθος από την κάτω απείχε χιλιόμετρα. Όλο «πω, πω!» και «πω, πω!» έλεγε. Τι να πω κι εγώ που είχα σπουδάσει στο Παρίσι; Που είχα μεγαλώσει στα στενά της Μονμάρτης; Που κοιμόμουν με το savoir vivre του Ζαμπούνη κάτω απ΄το μαξιλάρι μου; Που είχα ανατραφεί με γαλλική φινέτσα; Που η ντουλάπα μου ήταν γεμάτη με τα τελευταία συνολάκια της γαλλικής haute couture;
Στο Moulin Rouge του πετάχτηκε το μάτι έξω λες και ξαφνικά είχε γίνει εξόφθαλμος.
«Μην κοιτάς έτσι μωρό μου. Ρεζίλι γίναμε».
«Γιατί; Θα μου χαλάσουν τη διαγωγή οι Γάλλοι; Ρε ουστ!».
«Τι ουστ μωρό μου; Στο Παρίσι βρίσκεσαι όχι στα σκυλάδικα της εθνικής».
«Και λίγα λέω. Εγώ φταίω που ήρθα εδώ να τους αφήσω τον παρά μου. Όταν εμείς χτίζαμε την Ακρόπολη αυτοί τρώγαν βελανίδια».
Όταν γυρίσαμε απ΄το ταξίδι, βρήκαμε το ψυγείο γεμάτο με τρόφιμα και φαγητά. Η θεία Τασούλα είχε γεμίσει τα ράφια και είχε μαγειρέψει για μία εβδομάδα. Μαζί βρήκαμε κι ένα σημείωμα: «Για να μην κουραστή η κοκόνα της πρότες μαίρες». Καλοσύνη της που με σκέφτηκε και έκανε τόσο κόπο να γράψει ολόκληρη ανορθόγραφη πρόταση. Τα ζέστανα. Μην πάνε χαμένα τόσα φαγητά… Μία πανδαισία οσμών ξεχύθηκε στην κουζίνα όταν δε τα δοκίμασα, ο ουρανίσκος μου ευφράνθηκε.
«Είδες η θεία;» μου είπε η επίσημη επιλογή μου καθώς έβγαινε απ΄την κρεβατοκάμαρα με το σώβρακο. Στα χέρια του κρατούσε έναν φάκελο με ένα άλλο σημείωμα: «Για τα πρότα έξοδα». Μέσα είχε πεντακόσια ευρώ. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, δεν ήταν και τόσο κακή η θεία. Ίσως θα μπορούσαμε να την επισκεφτούμε κάποια στιγμή στο χωριό. Να την ευχαριστήσουμε όχι τίποτα άλλο.