Έπλυνε σχολαστικά τα χέρια της μέχρι τους αγκώνες με το υγρό κρεμοσάπουνο φράουλα. Έπειτα τα σκούπισε σχολαστικά σε μια λευκή πετσέτα.
Κοίταξε προσεκτικά τα ρούχα της.
Ένας κόκκινος λεκές, μικρός σαν σβώλος, έχασκε στο γιακά του λευκού πουκάμισου. Άνοιξε το ντουλάπι του μπάνιου και είδε ότι είχε αγοράσει τα καλύτερα και ακριβότερα λευκαντικά ρούχων. Ήταν ικανοποιημένη με τον εαυτό της και την προνοητικότητα της αλλά θα άλλαζε ρούχα.
́Εκλεισε το φως και την πόρτα του μπάνιου.
Του είχε ζητήσει να έχουν δικό τους λουτρό στην κρεβατοκάμαρα. Το είχε δεχθεί χωρίς
αντίρρηση. Ίσως ήταν και το μοναδικό που είχε δεχθεί.
Κατευθύνθηκε προς την τετράφυλλη ντουλάπα.
Δεν ήξερε τι να πρωτοδιαλέξει. Στολή Μπιμπιμπό, Μπάρμπι γιατρός, Μπάρμπι χωριατοπούλα, Βάνα Μπάρμπα, λαίδη Μακμπέθ, μάγισσα, Πάτι Σμιθ, Ντέιβιντ Μπάουι, Τζώρτζ Μάικλ , ή καλύτερα στολή ψεύτικο alter ego;
Αποφάσισε αυθόρμητα. Μάγισσα.
Είχε πολύ καιρό να την φορέσει. Αναρωτήθηκε αν θα της έμπαινε.
Δεν πρέπει να είχε πάρει πολλά κιλά μέσα στα ψευτοδεκαπέντε ή ψευτοδεκαεπτά χρόνια γάμου.
Πρόβαρε τη στολή. Εφάρμοζε τέλεια στο πλούσιο μπούστο της αλλά ήθελε λίγο στένεμα στους γοφούς.
Έπιασε την κοιλιά της και την χάιδεψε μαλακά.
Τελικά τίποτα δεν βγήκε από κει μέσα, κλαψούρισε.
Αυτός περίμενε να παντρευτούν για να της ανακοινώσει ότι δεν ήθελε παιδιά.
Κοιτάχθηκε από την κορυφή μέχρι τα νύχια στο μεγάλο καθρέφτη της ντουλάπας.
Τελικά δεν ήταν και άσχημη, η στολή.
Έβαλε το καπέλο της μάγισσας, πήρε το μαγικό ραβδί της και κατευθύνθηκε στην κουζίνα. Αμέσως γύρισε πίσω στην κρεβατοκάμαρα.
Άνοιξε το πρώτο συρτάρι έβαλε και τα δύο χέρια στο βάθος του συρταριού. Περούκες μαύρες, ξανθές, πολύχρωμες άρχισαν να πέφτουν έξω από το συρτάρι. Τράβηξε μία μαύρη περούκα με μακριά κατσαρά μαλλιά. Έβαλε με προσοχή τα κοντοκουρεμένα ξανθά μαλλιά της στην περούκα και κατόπιν κοιτάχθηκε άλλη μία φορά στον καθρέφτη, με την περούκα και το καπέλο και έστειλε ένα φιλί στο είδωλό της.
Μπήκε στην κουζίνα με αυτοπεποίθηση μάγισσας.
Μόνο που την έχασε αμέσως γιατί έθεσε στον εαυτό της το δίλημμα:
Λοιπόν, να του φτιάξω το αγαπημένο του κέικ ή να ψιλοκόψω τα μυρωδικά να του φτιάξω μια ψευτοπίτα;
Άνοιξε το βιβλίο με τις συνταγές που είχε μπροστά της. Άφησε το μαγικό ραβδί της πάνω στο κέικ βανίλιας.
2 κούπες αλεύρι για όλες τις χρήσεις,
1 κούπα βούτυρο αγελαδινό,
1 ½ κούπα κρυσταλλική ζάχαρη,
3 κουταλάκια του γλυκού μπέικιν πάουντερ
5 αυγά
1 κ.γ. εσάνς βανίλιας
1 κεσεδάκι γιαούρτι
Κατέβασε από το ντουλάπι το μεγάλο μίξερ, αυτό με το μεγάλο κάδο και το μεγάλο αναδευτήρα.
Κοίταξε πάλι τη συνταγή.
ΕΚΤΕΛΕΣΗ.
Χτυπάμε τη ζάχαρη με τους κρόκους και μετά βάζουμε το βούτυρο.
Πήρε το μίξερ με τον αναδευτήρα που έγραφε επάνω του το Κ, όπως το αρχικό από το όνομά του και το έβαλε στην πρίζα.
Χτυπάμε τη ζάχαρη και ρίχνουμε ένα ένα τα αυγά Τα χτυπάμε για δέκα λεπτά. Μετά βάζουμε το βούτυρο. Προσοχή το βούτυρο να είναι σε θερμοκρασία δωματίου.
Τα δέκα λεπτά της φάνηκαν πολλά.
Θα έπρεπε να βρει κάτι να κάνει σε αυτά τα δέκα λεπτά που ο αναδευτήρας Κ θα ανακάτευε απαλά τους κίτρινους κρόκους των αυγών μαζί με την κρυσταλλική ζάχαρη.
Θα βουτυρώσω τη φόρμα του κέικ θα την πασπαλίσω με αλεύρι και μετά θα ανάψω το φούρνο στους 175 βαθμούς, είπε.
Άνοιξε το ντουλάπι κοίταξε τις φόρμες και διάλεξε μία μακρόστενη. Έβγαλε το βούτυρο από το ψυγείο. Σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να το βγάλει νωρίτερα για να έχει μαλακώσει.
Με πολύ προσοχή άνοιξε το κίτρινο καπάκι της συσκευασίας. Έχωσε τα δάχτυλα του δεξιού της χεριού στο σκληρό βούτυρο και μετά τα τράβηξε. Με την ποσότητα από το βούτυρο που είχε στα χέρια της άγγιξε τη φόρμα και άρχισε να την αλείφει με μανία. Το βούτυρο δεν έλεγε να ξεκολλήσει από το χέρι της. Ένιωθε ότι έτσι ήταν και το παρελθόν της και δεν μπορούσε να το πετάξει με τίποτα μακριά. Έβαλε και το άλλο χέρι της μέσα. Τώρα ήταν και τα δύο χέρια της βουτυρωμένα. Τα κοίταξε και γέλασε. Με μεγάλη προσπάθεια τα ξεκόλλησε. Δεν ήθελε με τίποτα να τα πλύνει και τα σκούπισε σε μια πετσέτα κουζίνας. Ήξερε ότι άφηνε υπολείμματα βουτύρου παντού αλλά δεν την ένοιαζε. Πήρε μία κούπα και τη γέμισε με βούτυρο μέχρι πάνω, ξανασκούπισε τα χέρια της στην πετσέτα, μέτρησε δύο κούπες αλεύρι και μέσα σ’ αυτό ανακάτεψε με ένα κουτάλι και τα τρία κουταλάκια μπέικιν πάουντερ. Πήρε ελάχιστο αλεύρι στη χούφτα της. Είχε κολλήσει με το βούτυρο. Πήρε και άλλο. Τώρα είχε αρκετή ποσότητα πάνω από τη μακρόστενη φόρμα του κέικ. Τίναξε τα χέρια της, σημειώνοντας μία βροχή από λευκές νιφάδες. Ήταν σαν να πασπάλιζε τη ζωή της με μπόλικη χρυσόσκονη. Αυτό την έκανε να χαμογελάσει και συνέχισε να πασπαλίζει με αλεύρι τη βουτυρωμένη φόρμα.
Ξεκίνησε από την επαρχία για να σπουδάσει στην πρωτεύουσα. Το όνειρό της ήταν να γίνει γιατρός. Ο κλάδος των οικονομικών της τράβηξε το ενδιαφέρον μεγαλώνοντας. Σαν νέα κοπέλα, ήταν όμορφη με ξανθά μαλλιά και πλούσιο στήθος, το οποίο αναδείκνυε με όλους τους τρόπους, χωρίς να είναι προκλητική. Αυτό της τόνωνε την αυτοπεποίθηση, ειδικά με τους άντρες.
Αυτός ήταν ακόμη μία κατάκτησή της αλλά το έβλεπε στο βλέμμα του ότι είχε κάτι διαφορετικό, αυτό το κάτι που την τραβούσε σαν μαγνήτης. Της μιλούσε και χαμήλωνε τα μάτια. Κοκκίνιζε σαν μαθητούδι. Πόσο το λάτρευε αυτό.
Ξεκίνησε σαν εργαζόμενος μίας μεγάλης πολυεθνικής εταιρίας αλλά αυτή το έβλεπε ότι μπορούσε να φτάσει πολύ ψηλά επαγγελματικά. Οι αρχικές της προσπάθειες να τον κάνει να συνειδητοποιήσει τη θέση του δεν ήταν καρποφόρες. Τότε ως άλλη Λαίδη Μακμπέθ του Σαίξπηρ, αναγκάστηκε να του μιλήσει σκληρά, να θίξει τον ανδρισμό του και να τον κάνει να κλάψει σαν μωρό παιδί. Το μήνυμα πέρασε και αυτός κατάλαβε ότι έπρεπε να αναρριχηθεί, παραβιάζοντας πολλούς κανόνες και φτάνοντας εκεί που στόχευε ψηλά, πολύ ψηλά στον επαγγελματικό τομέα.
Τα κατάφερε το δίχως άλλο. Μόνο που δεν μπορούσε να υπολογίσει το τίμημα. Όλα παίχθηκαν σε τριπλό ταμπλό. Αρχικά ο οικονομικός σύμβουλος της εταιρίας αυτοκτόνησε κάτω από αδιευκρίνιστους λόγους, έτσι η θέση ήταν δική του. Αυτός βρέθηκε με την ερωμένη του στο μεγάλο δρύινο κρεβάτι τους και η ίδια βρέθηκε στο σκοτεινό θάλαμο της ψυχιατρικής.
Στην αρχή όλοι νόμιζαν ότι είχε κουραστεί. Τα σημάδια όμως άλλα έδειχναν. Της ήταν πολύ δύσκολο να προσαρμοστεί εκεί μέσα. Όταν πήγαινε στο επισκεπτήριο και της έλεγε σχεδόν ψιθυριστά«ψυχή μου», αυτή τον χαστούκιζε, τον έγδερνε στο καλοξυρισμένο του πρόσωπο, τον έφτυνε, και έφευγε αφήνοντάς τον ασάλευτο στην ίδια θέση. Πέρασαν περίπου δέκα μήνες όταν άρχισε η ανάκαμψη, όπως είπαν. Κάτι σαν οικονομική ανάκαμψη μόνο που το πρωτογενές πλεόνασμα είχε ήδη γίνει στάχτη και κανείς δεν το είχε καταλάβει. Αυτός την καλοδέχθηκε. Της μιλούσε ήρεμα και γλυκά. Έλειπε όμως πολλές ώρες λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων και άλλων πολλών υποχρεώσεων. Της άρεσε να του μαγειρεύει και να του φτιάχνει γλυκά. Τον πρόσεχε πολύ μόνο που δεν παραβρισκόταν ποτέ στα δείπνα που του παρέθετε. Έτσι και αυτή με αναμμένα κεριά και χαμηλή μουσική παρέθετε το δείπνο στους αγαπημένους της σταρ, Ντέιβιντ Μπάουι, Τζώρτζ Μάικλ και Πάτι Σμιθ. Οι βραδιές αυτές ήταν υπέροχες και οι διάσημοι καλεσμένοι έδειχναν να απολαμβάνουν την παρέα της και τα εδέσματα. Κρίμα που αυτός έλειπε τόσο συχνά. Θα είχε τόσα πολλά να ακούσει.
Φτάνει πια με το πασπάλισμα, είπε και επανήλθε στην πραγματικότητα. Πήρε το κουτάλι και άρχισε να ρίχνει μία κουταλιά αλεύρι και μία γιαούρτι. Κοίταξε στο ντουλάπι για εσάνς βανίλιας. Και στους δύο άρεσε πάρα πολύ η μυρωδιά της βανίλιας. Θυμάται όταν έμπαινε στο σπίτι από τη δουλειά και του είχε φτιάξει κέικ βανίλιας, όσο κουρασμένος και αν ήταν έτρεχε στην κουζίνα την αγκάλιαζε και αφηνόταν στο άρωμα βανίλιας που διαπερνούσε το χώρο.
Πού στο διάολο έβαλα την εσάνς βανίλιας, ούρλιαξε…
και άρχισε να κάνει άνω κάτω τα ντουλάπια αλλά την εσάνς βανίλιας δεν μπορούσε να τη βρει πουθενά.
Βρήκε λοβό βανίλιας αλλά τον πέταξε μακριά.
Ανοίγοντας το συρτάρι με τα μαχαιροπήρουνα είδε το ανοιχτήρι για τις κονσέρβες.
Το πήρε και με το κοφτερό μέρος πίεσε τις φλέβες του αριστερού της χεριού. Το αίμα άρχισε να τρέχει. Πλησίασε το χέρι της πάνω από τον κάδο του μίξερ ρίχνοντας μερικές σταγόνες Μαγνητισμένη παρακολουθούσε το αίμα της να αναμιγνύεται με το μίγμα του κέικ και στο τέλος να ενσωματώνεται με αυτό. Είχε φτάσει η ώρα να ρίξει το κέικ στη φόρμα.
Με ευλαβικές κινήσεις άνοιξε το φούρνο και το έβαλε μέσα.
Λίγο αργότερα κατευθύνθηκε προς το καθιστικό και έβαλε στο cd player το Carelless whisper του George Michael.
Ύστερα πήγε προσεκτικά γύρω από το τραπεζάκι του σαλονιού και σαν κάτι να πήρε
το μάτι της ξαναγύρισε.
Α!!! ώστε εδώ ήσουν και σε έψαχνα, είπε και σήκωσε από το μουσκεμένο με αίμα πουκάμισό του το μπουκαλάκι με την εσάνς βανίλιας. Ξάπλωσε στο πάτωμα ακουμπώντας το κεφάλι της δίπλα στο δικό του. Είχε τα μάτια της κολλημένα στο ταβάνι μα μόλις άρχισε να νιώθει το αίμα του να διαπερνάει την περούκα και να φτάνει στα κοντοκουρεμένα της μαλλιά, γύρισε προς το μέρος του, τον κοίταξε και του είπε :
«Ψυχή μου, το κέικ θα είναι έτοιμο σε σαρανταπέντε λεπτά.» .Υπό τους ήχους της απαλής μουσικής έκλεισε τα μάτια κρατώντας σφιχτά την εσάνς .βανίλιας