“Η ιστορία που ΔΕΝ πρέπει να διαβαστεί” του Ξενοφώντα Φύτρου

Ώστε έτσι λοιπόν αγαπητέ αναγνώστη… Αποφάσισες να αγνοήσεις τον τίτλο και να διαβάσεις την ιστορία που δεν πρέπει να διαβαστεί. Γιατί όμως, αναρωτιέμαι… Τι σε κάνει να συνεχίζεις το διάβασμα, παρά τη ρητή απαγόρευση του τίτλου; Μήπως η έμφυτη ανθρώπινη περιέργεια σου; Μήπως η –επίσης έμφυτη- τάση που έχεις για κουτσομπολιό; Μήπως γιατί δεν έχεις τίποτα καλύτερο να κάνεις; Εντάξει λοιπόν, αφού επιμένεις… Είσαι σίγουρος-η όμως; Έχεις μια τελευταία ευκαιρία να σταματήσεις εδώ… Όχι; Θα συνεχίσεις; Διάβασε λοιπόν αφού το θέλεις τόσο. Όταν φτάσεις στο τέλος, στο υπόσχομαι ότι θα καταλάβεις το νόημα της απαγόρευσης. Αλλά… θα είναι πια αργά, αγαπητέ –και θαρραλέε αναγνώστη! Ιδού λοιπόν…

 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΤΕΙ. Ο τίτλος μαγνήτισε το βλέμμα του. Δεν καταλάβαινε πώς από όλη τη βιβλιοθήκη η ματιά του έπεσε σ’ αυτό το βιβλίο. Σ’ αυτό το συγκεκριμένο, παχύ, σκονισμένο βιβλίο, ένα ανάμεσα σε πολλά άλλα, χοντρά, σκονισμένα, μουχλιασμένα, παραδομένα στη φθορά του χρόνου και της υγρασίας βιβλία. Κι έπειτα κατάλαβε. Το βιβλίο τον κάλεσε να το αγγίξει, να το πιάσει από το ράφι που ήταν χωμένο, ποιος ξέρει πόσα χρόνια τώρα. Γιατί το βιβλίο βρισκόταν ακριβώς στη μέση, του μεσαίου ραφιού, της μεσαίας βιβλιοθήκης, στο μέσο του μισοσκότεινου δωματίου. Και γιατί το βιβλίο ήταν το μοναδικό χωρίς τίτλο στη ράχη του, ένα αίνιγμα που σε περίμενε να το λύσεις, μια terra incognita που σε προκαλούσε να την εξερευνήσεις.

Και να που το βιβλίο ήταν τώρα στα χέρια του. Κι εκείνος διάβαζε και ξαναδιάβαζε τον περίεργο τίτλο, που όμοιο του δεν είχε συναντήσει σε κανένα από τα βιβλία που είχε διαβάσει ως τώρα στη ζωή του. Τον τίτλο και… τίποτα άλλο. Ούτε συγγραφέας, ούτε εκδοτικός οίκος, ούτε έτος έκδοσης, τίποτα άλλο δεν υπήρχε στο χοντρό, ταλαιπωρημένο, δερμάτινο εξώφυλλο. Ένα βιβλίο που έμοιαζε –και ήταν σίγουρα παμπάλαιο, αλλά ταυτόχρονα έδειχνε τόσο… καινούριο, τόσο ζωντανό, σαν να είχε μόλις βγει από το τυπογραφείο –ή μάλλον από την πρέσα του Γουτεμβέργιου– και να μύριζε φρέσκο μελάνι και νωπό χαρτί. Στριφογύρισε το βαρύ βιβλίο στα χέρια του, το έφερε μπροστά στα μάτια του, το μύρισε, το χάιδεψε, το…

Advertising

Advertisements
Ad 14

Όχι, δεν το άνοιξε ακόμα. Η ματιά του έπεσε στο ΔΕΝ. Ποιος μπορεί να έδωσε αυτόν τον τίτλο στο βιβλίο, αναρωτήθηκε. Ποιος συγγραφέας –έχων σώας τας φρένας– θα μπορούσε να γράψει μια ιστορία που ΔΕΝ πρέπει να διαβαστεί; Ποιος ματαιόδοξος, ξιπασμένος, αλαζόνας γραφιάς θα ήθελε να γράψει κάτι που δε θα διαβαζόταν από κανέναν; Με την απορία –αλλά και την περιέργεια- θρονιασμένη στο μυαλό του, πήγε στο παράθυρο για να εκμεταλλευτεί το λιγοστό φως που έμπαινε από τον ήλιο που σουρούπωνε. Η λάμπα του ηλεκτρικού ήταν καμένη και δεν μπορούσε να πάρει κανένα βιβλίο μαζί του φεύγοντας, αυτό του το είχαν ξεκαθαρίσει. Θα μπορούσε βέβαια να επιστρέψει αύριο, αλλά ήξερε πολύ καλά ότι δε θα άντεχε μέχρι αύριο για να διαβάσει την ιστορία που…

Διαβάστε επίσης  "Όρκος Αγάπης" της Νάσιας

Εντάξει φτάνει, πήρε μια βαθιά ανάσα, άνοιξε το εξώφυλλο κι επιτέλους διάβασε… Τίποτα. Αντίκρισε μια λευκή σελίδα. Λογικό, όλα τα βιβλία έχουν μια λευκή σελίδα στην αρχή τους. Και μία δεύτερη λευκή σελίδα. Και μία τρίτη λευκή σελίδα… Και κάτι που έκανε την ανάσα του να κοπεί και την καρδιά του να βροντοχτυπήσει στο στήθος του. Και η τρίτη σελίδα ήταν λευκή, κι όμως… Το φως του ήλιου έσβηνε, το παλιό δωμάτιο βυθιζόταν στο σκοτάδι, δεν έβλεπε καλά. Άναψε βιαστικά το κερί που ήταν παρατημένο στο περβάζι του παραθύρου, θαρρείς και περίμενε εκείνον. Όπως κι ένα βιβλίο χωρίς τίτλο στη ράχη του… Σχεδόν κόλλησε το κερί στην τρίτη σελίδα και διέκρινε… κάτι; Ή τίποτα; Ή τις σκιές που έπεφταν από τα βαριά ράφια, τα φορτωμένα παλιά βιβλία; Βιβλία που έχουν τίτλους στη ράχη. Και ιστορίες που ΠΡΕΠΕΙ να διαβαστούν! Που έχουν ήδη διαβαστεί. Όχι σαν αυτό το βιβλίο με τον αλλοπρόσαλλο τίτλο και τις λευκές σελίδες…

Για σύνελθε! μάλωσε σιωπηλά τον εαυτό του. Τι στο καλό έκανε; Βρισκόταν με τις ώρες στην ξεχασμένη από τους αναγνώστες –και τους βιβλιοθηκονόμους αν έκρινε από την καμένη λάμπα- παλιά πτέρυγα της δημοτικής βιβλιοθήκης για να βρει υλικό για την πτυχιακή εργασία του: Πνεύματα και δοξασίες του πρώιμου Μεσαίωνα. Στην πραγματικότητα δεν πίστευε ούτε στα πνεύματα, ούτε στις δοξασίες και δεν τον ενδιέφερε καθόλου ο Μεσαίωνας. Είχε βάλει σκοπό όμως να εντυπωσιάσει τη φίλη του που είχε πάθος με τον Μεσαίωνα –τους ιππότες και τις δεσποσύνες– αλλά και μία ροπή προς το μεταφυσικό. Τίποτα το συγκλονιστικό, απλά δεν περνούσε κάτω από σκάλες, δεν ήθελε με τίποτα να δει μαύρη γάτα και φρόντιζε πάντα να μαθαίνει το ζώδιο –και τον ωροσκόπο- κάθε συμφοιτητή που τη φλέρταρε. Είχε τελικά ενδώσει στο φλερτ του αφού συμπέρανε ότι τα ζώδια –και οι ωροσκόποι τους!- ταίριαζαν απόλυτα. Κι εκείνος έκανε φιλότιμες προσπάθειες για να γίνει ο Δον Κιχώτης που εκείνη ονειρευόταν. Και φρόντιζε ώστε να μη συναντιούνται Τρίτη και 13, ούτε όταν ο Άρης ήταν στο ζώδιο της, πράγμα που σήμαινε κακοτυχία και… Για το Θεό, μέχρι και πτυχιακή για πνεύματα και δοξασίες πήρε!

Αλλά ως εδώ! Η μελέτη του για απόψε είχε τελειώσει και οι λευκές σελίδες σε βιβλία ανύπαρκτων συγγραφέων έπαψαν να τον ενδιαφέρουν. Έκλεισε το βιβλίο με φούρια για να το πάει στη θέση του και ξαφνικά βυθίστηκε στο σκοτάδι. Ένιωσε έναν κρύο ιδρώτα να παγώνει το σβέρκο του. Το κερί… Πρέπει να το έσβησε όταν έκλεισε το βιβλίο. Ακούμπησε το βιβλίο διστακτικά στο περβάζι και έψαξε στα σκοτεινά για να βρει το κερί και τα σπίρτα. Το χέρι του έσπρωξε το κερί που έπεσε στο πάτωμα, όπου το άκουσε να κυλάει. Τρομοκρατήθηκε –για ποιο λόγο;- ξαφνικά τα πνεύματα και οι δοξασίες ξεφύτρωναν από κάθε γωνιά του σκοτεινού δωματίου. Ψαχουλεύοντας βρήκε το κερί, το άναψε, άρπαξε το βιβλίο με φούρια, δρασκέλισε το δωμάτιο και το τοποθέτησε στη θέση του, ανάμεσα στα άλλα βιβλία. Με γρήγορα βήματα πήγε προς την πόρτα, η ώρα είχε περάσει, εκείνη θα τον περίμενε, θα της απαγόρευε να μιλήσουν απόψε για τον Μεσαίωνα και την πτυχιακή του, αρκετά με τα πνεύματα και τις δοξασίες…

Advertising

Ο κρότος τον έκανε να παγώσει ένα βήμα πριν την πόρτα. Ένιωσε τις τρίχες του κεφαλιού του να ορθώνονται, το δέρμα του να τσιτώνεται, το σάλιο να στεγνώνει στο στόμα του. Είχε παρατήσει το κερί αναμμένο, θα μπορούσε να βάλει άθελα του μπουρλότο στη βιβλιοθήκη, όμως το κερί άναβε ακόμα, κι αν έπεφτε δε θα έκανε τέτοιον κρότο… Γύρισε κρατώντας την ανάσα του, σφίγγοντας ασυναίσθητα τα χέρια του, κοίταξε –όχι κοίταξε, γούρλωσε!- στη μέση του δωματίου, στη μεσαία βιβλιοθήκη, στο μεσαίο ράφι, στη μέση του ραφιού, στο κενό ανάμεσα στα βιβλία, εκεί που είχε μόλις βάλει ένα παλιό βιβλίο χωρίς τίτλο στη ράχη, ένα βιβλίο με τίτλο η ιστορία που δεν πρέπει να διαβαστεί, ένα βιβλίο που ήταν τώρα πεσμένο στο πάτωμα, ανοιχτό σε μία… λευκή σελίδα.

Διαβάστε επίσης  "Πότε θα γίνεις άνθρωπος Χαρίλαε;" της Χαράς Ιωαννίδου

Στην τέταρτη –λευκή- σελίδα. Η λογική του επαναστάτησε, το βιβλίο δε γινόταν να πέσει από το ράφι, δε γινόταν να έχει αυτόν τον τίτλο, δε γινόταν να έχει μόνο λευκές σελίδες. Άρπαξε το κερί από το περβάζι, έκατσε στο πάτωμα, πήρε το ανοιχτό βιβλίο στα γόνατα του και άρχισε να γυρίζει τις σελίδες με μανία. Λευκή σελίδα, λευκή σελίδα, λευκή σελίδα, υπαγόρευαν τα μάτια του στον εγκέφαλο του. Ξαναδές προσεκτικά, απαντούσε ο εγκέφαλος στα μάτια του. Ξαναδές, ξαναδές, προσεκτικά, πιο προσεκτικά, άκουγε τη φωνή στο μυαλό του. Υπήρχε –κάτι υπήρχε– ήταν σίγουρος για αυτό, κάτι που τα μάτια του δεν μπορούσαν να δουν, κάτι στις λευκές σελίδες που μόνο το υποσυνείδητο του μπορούσε να ερμηνεύσει, κάποιο μήνυμα, κάποιες λέξεις, κάποιες εικόνες, κάποιες φιγούρες

Η απαγόρευση ξανάρθε στο μυαλό του, μπλόκαρε τις εικόνες που έβλεπε –ή μήπως δημιουργούσε;– ο εγκέφαλος του. Συνέχιζε να γυρίζει τα φύλλα με μανία, ένιωθε τη μέθη, την υστερική λαχτάρα να συνεχίζει να ξεφυλλίζει, κι άλλη σελίδα, κι άλλη σελίδα, τώρα ήξερε, τώρα έβλεπε, τώρα καταλάβαινε ότι οι σελίδες ήταν γεμάτες, ότι η ιστορία που δεν έπρεπε να διαβαστεί είχε διαβαστεί από ανθρώπους πριν από εκείνον, πριν από χρόνια, πριν από αιώνες, ανθρώπους που είχαν κάνει το ίδιο λάθος με εκείνον, είχαν αγνοήσει την απαγόρευση, ανθρώπους που ήταν χαμένοι, παγιδευμένοι στις σελίδες αυτού του βιβλίου, τώρα τους έβλεπε, σε κάθε φύλλο, σε κάθε σελίδα, άντρες και γυναίκες, με τα χέρια απλωμένα σε στάση απελπισμένης ικεσίας, με τα στόματα ανοιχτά σε άηχες κραυγές οδύνης, κάθε σελίδα κι ένας φυλακισμένος, οι σελίδες ήταν γεμάτες όλες μέχρι την προτελευταία που… Που ήταν κενή, γιατί εκείνος ξεφύλλισε μέχρι εκεί και ούρλιαξε όταν κατάλαβε ότι θα παγιδευόταν για πάντα σε αυτήν, την προτελευταία σελίδα του καταραμένου βιβλίου…

Διαβάστε επίσης  "ΤΑΡΖΑΝΙΕΣ" της Νάντιας Χ.

 

Έφτασες ως εδώ αγαπητέ αναγνώστη; Πολύ καλά, ίσως και να έχεις ήδη μαντέψει τη μοίρα σου… Η τελευταία σελίδα του βιβλίου είναι κενή. Ήταν κενή, περίμενε εσένα. Εσένα που αγνόησες την προειδοποίηση, εσένα που διάβασες την ιστορία που δεν έπρεπε να διαβαστεί, εσένα που θα γίνεις μέρος της ιστορίας, που θα παγιδευτείς αιώνια σε αυτήν. Εσένα που η τρομοκρατημένη μορφή σου θα φυλακιστεί στο βιβλίο χωρίς τίτλο στη ράχη, πάνω από την έσχατη λέξη της έσχατης σελίδας, στην έσχατη μέρα της αξιοθρήνητης ζωής σου.

Advertising

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Να αγαπάς τον εαυτό σου λίγο πιο πολύ μέρα με τη μέρα...

Να αγαπάς τον εαυτό σου λίγο πιο πολύ μέρα με τη μέρα…

Να αγαπάς τον εαυτό σου λίγο πιο πολύ μέρα με

5 διάσημα βιβλία που έχουν λογοκριθεί

Η λογοτεχνία είχε πάντα τη δύναμη να αμφισβητεί, να εμπνέει