“Καλοκαίρι και η ζωή κυλά γλυκά” της Στέλλας Πεκιαρίδη

Καλοκαίρι και η ζωή κυλά γλυκά

Καλοκαίρι και η ζωή κυλά γλυκά.

Ο  κήπος είναι κοινόχρηστος. Βρίσκεται στο κέντρο ενός κούφιου τετραγώνου και εξυπηρετεί καμιά εικοσαριά σπίτια, που τον πλαισιώνουν περιμετρικά. Είναι η πίσω αυλή για ένα σωρό ανθρώπους και ζώα. Η Άννα κάθεται στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι του πικ-νικ. Έχει στοιβάξει μερικά από τα βιβλία που κουβαλάει πέρα δώθε την τελευταία βδομάδα και έχει φέρει και το κολονάτο ποτήρι για τη μοναστηριακή βέλγικη μπίρα που μοιράζονται τα ζεστά μεσημέρια με τον Έτζαρντ. Αυτό το μεσημέρι, ο Έτζαρντ έχει αποκοιμηθεί στον καναπέ με τα παράθυρα τέντα ανοιχτά και το μερίδιό της την περιμένει ακόμα μέσα στο ιδρωμένο μπουκάλι πάνω στο τραπέζι του καθιστικού∙ ανάμεσα σε μια ολλανδική εφημερίδα κι ένα ελληνικό περιοδικό μαγειρικής.

Καλοκαίρι και η ζωή κυλά γλυκά.

Advertising

Advertisements
Ad 14

Ο ήλιος καίει απολαυστικά, τόσο όσο. Ένας μπάμπουρας περνά ξυστά απ’ το τσουλούφι που ’χει ξεφύγει απ’ την αλογοουρά της και προσγειώνεται πάνω στο ανθισμένο σχοινόπρασο. Παίρνει αγκαλιά το λουλούδι και αρχίζει να το τρυγάει. Η Άννα ξαπλώνει το μάγουλό της πάνω στη στοίβα με τα βιβλία και κλείνει τα μάτια. Ύστερα από λίγο αλλάζει πλευρά. Κοιτάζει ευθεία μπροστά, εστιάζει στο πεταμένο πλαστικό ποτιστήρι και τα παιδικά φτυαράκια του παιδιού εκείνων που μένουν στο 6. Τα πλακάκια είναι ακόμα γεμάτα πιτσιλιές και οι νερένιες ξυπόλητες πατημασιές μαρτυρούν ξεκάθαρα ένα ξέφρενο κυνηγητό με κάποιο γειτονάκι.

Καλοκαίρι και η ζωή κυλά γλυκά.

Η Άννα δοκιμάζει να φορέσει τα γυαλιά ηλίου για λίγο κι ας μην είναι το φως τόσο ενοχλητικό. Τα πάντα γύρω φοράνε ένα σκούρο φίλτρο.

Καλοκαίρι και η ζωή κυλά γλυκά.

Advertising

Η Άννα δεν θέλει να σκέφτεται τίποτα άλλο πέρα από το εδώ και το τώρα. Έχει αφήσει το λάπτοπ στα έγκατα του σπιτιού ανοιχτό, με το σκρινσέιβερ να καλύπτει καμιά δεκαριά σελίδες με ειδοποιήσεις. Δεν θέλει να ξέρει τι συμβαίνει στην Ελλάδα, στην Ολλανδία, στην Ευρώπη, στην Αμερική, στον κόσμο. Δεν θέλει να μένει ενήμερη. Δεν θέλει άλλο να πενθεί για όσους χάθηκαν. Είναι πολλοί και είναι ακριβοί. Η Άννα δεν θέλει άλλο να πονάει. Θέλει απλώς να χαζεύει τον μπάμπουρα όσο τραμπαλίζεται στο λουλούδι. Θέλει να κοιτάζει βρεγμένα ίχνη από πατούσες ενώ εξατμίζονται στον ήλιο.

Διαβάστε επίσης  "Πότε έρχεται ο έρωτας;'' της Valerie

Καλοκαίρι και η ζωή κυλά γλυκά.

Η Άννα στηρίζει με το χέρι το πιγούνι της και κουνάει πέρα δώθε τα πόδια της ρυθμικά χωρίς να ακουμπάει στο χώμα. Στην άκρη του κήπου είναι στριμωγμένο ένα μικρό κοτέτσι. Δεν έχει κότες πια, παρά ένα τροφαντό κουνέλι και μια χελώνα. Το κουνέλι το βρήκανε να σουλατσάρει στον κήπο στις αρχές της άνοιξης. Ήταν ασπρόμαυρο, με ολόλευκο σώμα, μαύρα αυτιά και μαύρα δαχτυλίδια γύρω απ’ τα μάτια. Ένα πρωινό, το αδέσποτο κουνέλι-πάντα εθεάθη από την ηλικιωμένη γειτόνισσα του 8 να μασουλάει αμέριμνο πρασινάδα απ’ το πρώτο παρτέρι που ’χε βρει μπροστά του. Πάνω που η γυναίκα έβαλε τις φωνές, ο γάτος της Άννας και του Έτζαρντ, που επέστρεφε από τη βόλτα του, άρχισε να καταδιώκει τον εισβολέα πάνω κάτω στον κήπο. Το κουνέλι δεν έδειχνε να στρεσάρεται∙ φαινόταν μάλιστα να το γλεντά απίστευτα και προπορευόταν σε μεγάλη απόσταση απ’ το γατί, το οποίο κάποια στιγμή, αποκαμωμένο, παραιτήθηκε. Ύστερα από ένα σύντομο συμβούλιο, το κουνέλι-πάντα τοποθετήθηκε προσωρινά στο εγκαταλελειμμένο κοτέτσι, φωτογραφήθηκε και η αφίσα του κολλήθηκε σε ολόκληρη την περιοχή και στον πίνακα ανακοινώσεων του σούπερ μάρκετ της γειτονιάς. Έχουν περάσει κοντά τέσσερις μήνες τώρα και κανείς δεν το αναζήτησε. Παραμένει σταθερά μια ατραξιόν για τα παιδιά και μεγαλώνει με ρυθμούς ιλιγγιώδεις∙ ολόκληρο το τετράγωνο το ταΐζει απομεινάρια από ζαρζαβατικά κι οι χορτοφάγοι στη γειτονιά δεν είναι και λίγοι.

Καλοκαίρι και η ζωή κυλά γλυκά.

Advertising

Η χελώνα είναι άγνωστο πώς βρέθηκε μες στο κοτέτσι. Η Άννα τη βλέπει για πρώτη φορά. Να θυμηθεί να ρωτήσει τον Έτζαρντ. Κοιτάζει τα δυο ζώα που κάθονται το ένα πλάι στο άλλο και σκέφτεται τον μύθο του λαγού και της χελώνας. Μετά γελά μόνη της νευρικά. Είχε ανέκαθεν αυτή τη φυσική νοητική δυσλεξία, να μπερδεύει πάντα τον λαγό με το κουνέλι. Σκέφτεται πως τα παιδικά παραμύθια καμιά φορά κάνουν ζημιά στις εγκυκλοπαιδικές γνώσεις. Και, ακόμη χειρότερα, το αντίστροφο. Ακούει πίσω της ένα «πλαφ», γυρνά και βλέπει την επιφάνεια της μικρής τεχνητής  λίμνης να ρυτιδιάζει. Σηκώνεται και πάει να καθίσει κοντά στο νερό.

Διαβάστε επίσης  "Debugging" της Γιαννακοπουλου Τρισεύγενης

Καλοκαίρι και η ζωή κυλά γλυκά.

Η Άννα θέλει να βουτήξει τις πατούσες της στη λιμνούλα, αλλά ντρέπεται λίγο μην τη δει κάνας γείτονας. Χαζεύει τις αμέτρητες σαλαμάνδρες που αλωνίζουν κάτω απ’ το χορτάρι και τα νούφαρα. Ξαφνικά, της έρχονται στον νου εκείνα τα σπα στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας, με τα μικροσκοπικά ψαράκια που τσιμπολογούν πέτσες και νεκρά κύτταρα από τα πρησμένα πόδια των τουριστών.

Καλοκαίρι και η ζωή κυλά γλυκά.

Advertising

Πριν από λίγες βδομάδες, ένας φίλος, ιταλός φωτορεπόρτερ που είχε επισκεφθεί την πόλη για ένα αφιέρωμα στην Κρίση, είχε μπει σ’ ένα, μόνο και μόνο για να ρωτήσει με ειλικρινές ενδιαφέρον: «Τι ψάρια είναι αυτά; Και τι τρώνε κανονικά αυτού του είδους τα ψάρια; Τα ταΐζετε κάτι άλλο πέρα από ανθρώπινο δέρμα; Πόσο ζουν; Πού τα βάζετε όταν τελειώνει η βάρδιά τους;» Η υπάλληλος είχε μείνει απλώς βουβή και αποσβολωμένη. Δεν έδειχνε να μπορεί να δώσει κάποια απάντηση, ούτε να καταλαβαίνει για ποιο λόγο σκοτιζόταν για όλα αυτά κάποιος, που στο κάτω κάτω της γραφής δεν σκόπευε καν να κάνει ποδόλουτρο. Οι υπόλοιπες μέρες είχαν κυλήσει κάπως παρόμοια, μεταξύ  φθοράς και αφθαρσίας. Όσο έκανε τις φωτογραφίσεις, χρειάστηκε να περάσει πολλές φορές ξανά από το δρομάκι όπου βρισκόταν το μαγαζί. Κάθε φορά, έπιανε με την άκρη του ματιού του την υπάλληλο να τον κοιτά φανερά ανήσυχη, χωρίς τα βλέμματά τους όμως να διασταυρωθούν ποτέ ξανά. Ο φίλος είχε αφηγηθεί στην Άννα αυτό και άλλα περιστατικά από την παραμονή του στην Αθήνα με μια βαθιά απογοήτευση στο βλέμμα,  κολλώντας ολόκληρος από το μείγμα αφόρητης αθηναϊκής υγρασίας και απελπισίας. Ήταν ευδιάκριτο ακόμα και μέσα από τα σπασμένα πίξελ της κάμερας του σκάιπ, παρά τις διακοπές εξαιτίας της κακής σύνδεσης. Της είχε υποσχεθεί να της στείλει και μια αναλυτική γραπτή εξιστόρηση, με τις απαραίτητες γλαφυρές περιγραφές, σ’ ένα μέιλ, όταν θα έχει πια φτάσει στη Σικελία. Η Άννα θυμάται πως εδώ και κάμποσα καλοκαίρια αναβάλλει το δικό της πολυπόθητο ταξίδι στη Σικελία. Του χρόνου ίσως.

Διαβάστε επίσης  "Παρασκευή βράδυ, Σάββατο πρωί" του Βασίλη Δ. Γόνη

Καλοκαίρι και η ζωή κυλά γλυκά.

Από την απέναντι βεράντα ακούγεται μουσική από πικάπ. Μια γνωστή παλιά μελωδία. Σκρατς. Black is Black. Σκρατς. Το μαύρο είναι μαύρο. Σκρατς. Το αγαπημένο τραγούδι του μπαμπά. Σκρατς. I want my baby back. Σκρατς. Η Άννα λαχταρά μια γουλιά μπίρα τώρα. Θα βοηθούσε να κατέβει ο κόμπος απ’ τον λαιμό. Η μπίρα όμως ιδρώνει ακόμα μονάχη στο μπουκάλι πάνω στο τραπέζι του καθιστικού. Η Άννα στερεώνει τα γυαλιά ηλίου στο κεφάλι. Κοιτάει ψηλά στον ουρανό. Καρφώνει τα μάτια σ’ αυτή την οικεία γαλάζια απόχρωση που ξεκουράζει κάπως το βλέμμα, που δεν αφήνει κανένα βούρκωμα να ξεχειλίσει. Σκρατς. Black is black. I want my daddy back. Σκρατς.

Καλοκαίρι και η ζωή κυλά γλυκά.

Advertising

Παραμερίζει μερικά φύλλα και απλώνει τα πόδια σταυρωτά πάνω στο δροσερό γρασίδι. Ρίχνει μια ματιά στις φτέρνες της όπως ξεπροβάλλουν μέσα απ’ τα σανδάλια. Ακόμα και με γυμνό μάτι μπορεί να δει μπόλικα νεκρά κύτταρα που θα μπορούσαν να λιγουρεύονται οι σαλαμάνδρες της λίμνης.

Καλοκαίρι και η ζωή κυλά γλυκά.

Σηκώνεται να πάει να φέρει εκείνη τη βέλγικη μπίρα, προτού γίνει σκέτο κατουρλιό. Ο Έτζαρντ έχει μόλις ξυπνήσει. Τεντώνεται νωχελικά, τρίβει τα μάτια και την κοιτάζει. «Μες στον ύπνο μου μου ’χε κολλήσει εκείνο το τραγούδι των Los Bravos, πώς το λένε να δεις… Είμαι σίγουρος πως έχεις μια ελληνική κόπια του εδώ, στο κάτω ράφι, στο κουτί με τα 45ρια σου».

Καλοκαίρι και η ζωή κυλά γλυκά.

Advertising

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Ο Ελληνικός Κινηματογράφος Ταξιδεύει!

Το αφιέρωμα «Ο Ελληνικός Κινηματογράφος Ταξιδεύει – Ταξίδεψε Μαζί
Ιστορίες προδοσίας στην αρχαιότητα

Ιστορίες προδοσίας στην αρχαιότητα

Όπως λέει και το λαϊκό απόφθεγμα «την προδοσία πολλοί αγάπησαν,