Ως Ο τα πανθ’ ορά, στεκόταν στο μπαλκόνι του πέμπτου ορόφου και παρακολουθούσε ίσια κάτω το πεζοδρόμιο. Μέρες τώρα μαυροντυμένοι άντρες, με τη θλίψη στα πρόσωπα, κατέβαζαν ασύστολα κουτάκια μπίρες. Ένα κηδειόχαρτο κολλημένο στο τζάμι της εισόδου αιτιολογούσε τα πάντα: Αλέξανδρος, ετών 34.
Πήγε στη Ρωσία, στα μέρη του τα πάτρια, στον κόσμο που γνώριζε και τον γνώριζαν από μικρό παιδί κι ας είχε φύγει τόσα χρόνια. Εκεί επέστρεφε κάθε που ξέμενε από φράγκα, βλέπεις στην Ελλάδα τα ψίχουλα τα τρώγαν όλοι. Οικοδομή, βαριά δουλειά, από πιτσιρικάκι μαθημένος, καταγινόταν με λάσπες και τούβλα, όπου έβρισκε το μεροκάματο, να μην ζητάει απ’ τον πατέρα, που -ούτως ή άλλως- κι αυτός δύσκολα τα ’φερνε βόλτα.
Το κεφάλι του βούιζε απ’ την πείνα, θέλησε να ξαποστάσει μια σταλιά, μια βούκα μόνο να προφτάσει να φάει και να συνεχίσει, το αφεντικό πίεζε. Περπατώντας με τον αέρα του εξοικειωμένου στα στενόμακρα ξύλα, η πείνα του έγινε ζάλη. Ήταν ψηλά, πολύ ψηλά η σκαλωσιά.
Έκαναν μέρες να τον μεταφέρουν από εκεί, διαδικασία ολόκληρη, δεν πρέπει να ξεψυχάς σε τόπο ξένο. Κι όλες αυτές τις μέρες, μπαινόβγαινε κόσμος στο σπίτι. Στο σπίτι που αγοράστηκε με δάνειο, που πάλευαν ακόμα να το ξοφλήσουν. Πάλευε η γυναίκα του με σκάλες και σπίτια κυριών, πάλευε κι αυτός να μην το πάρουν οι Τράπεζες, να μείνει στα χέρια τους, στα τρία τα παιδιά τους, ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι τους, μια σιγουριά στέγης να έχουν.
Τον φέρανε την προηγούμενη, ακόμα περισσότερος κόσμος, τα κεριά μπηγμένα στην άμμο έξω απ’ το διαμέρισμα, χάπι ντέθντέι σε χωματένια τούρτα, το θυμιατήρι σκορπά μυρωδιά κατευόδιου στο κοινόχρηστο και στο ασανσέρ μέχρι πάνω στον έβδομο όροφο κι από κει παίρνει τις σκάλες μέχρι την ταράτσα, η φωτογραφία του σε κορνίζα επίχρυση, παλικάρι πανέμορφο, εκεί μέσα ζωντανό στην αποτύπωση της στιγμής και του χαμόγελου, πιο μέσα νεκρό στην αποτύπωση της τελευταίας εικόνας στη θύμηση.
Δεν τόλμησε να κατέβει ν’ ανάψει κεράκι στη μνήμη του, δεν θα το άντεχε να βλέπει την εικόνα της ζωής τής πρόωρα χαμένης, πνιγμένης στα μαγιάτικα λουλούδια, που τα ’κλαιγαν μαζί με τα νιάτα του οι μαυροφορεμένες. Δεν ήθελε να τον δει ξέσκεπο, μόνο από ψηλά το φέρετρο με το καπάκι να δει, όχι εκείνον, όχι έτσι. Μπορεί να μην τον γνώριζε, όμως τον ήξερε. Ήξερε τη γυναίκα του και τα παιδιά του, τη μάνα του και τον πατέρα του, που είχε φύγει κι αυτός πριν λίγα χρόνια για το ταξίδι το ανεπίστρεπτο. Και προτίμησε το μπαλκόνι της, ίσως για να μικρύνει τη στεναχώρια, όπως μικραίνουν όλα όταν τα κοιτάς από ψηλά.
Μεσημέρι, και οι δρόμοι μπροστά από την πολυκατοικία γεμάτοι αυτοκίνητα, παράνομα παρκαρισμένα, η χαρά του τροχονόμου. Στέκονταν τριάδες ή τετράδες καμιά τριανταριά άντρες πατόκορφα μαυροντυμένοι, πόση εντύπωση της έκαναν που ντύνονταν κι αυτοί το πένθος. Σκέφτηκε αυτόματα τη διαφορά του τόπου της, μόνο οι γυναίκες έδειχναν την μαυρίλα της ψυχής τους, μια φορά τα έβαζαν, ποτέ δεν τα ’βγαζαν. Δια το θεαθήναι.
Σιγά-σιγά άρχισαν να έρχονται και γυναίκες. Μία κρατούσε ένα μπουκέτο λευκά χρυσάνθεμα, στο αλουμινόχαρτο τυλιγμένα, οι κορδέλες και τα χρωματιστά χαρτιά είναι για τις χαρές. Δίπλα της μια άλλη, παραφωνία ασπρίλας ο γύψος στο σπασμένο της χέρι, γραμμένος με στιλό και μαρκαδόρο λέξεις που ζουν όσο διαρκεί ένα σπάσιμο. Πιο κει, ένας άντρας με λεύκη να σχηματίζει χάρτες τεράστιων χωρών στο δέρμα του, άτλαντας φανταστικός, εξαιρετική αντίθεση με τα ρούχα του. Ένα μελαχρινό κοριτσάκι, να ’ταν τέσσερα χρονών, τρέχει γελώντας και πέφτει στην αγκαλιά της μαμάς του, μαυροντυμένο κι αυτό, η χαρά της ζωής στο περιτύλιγμα του θανάτου. Παραδίπλα μια γιαγιά κρατάει τον εγγονό της, μικρούλης, δεν περπατάει καν, μαύρο παντελονάκι-πορτοκαλί μπλουζάκι, μια νότα αισιοδοξίας στην τόση απελπισία.
Κι εκεί που βλέπει τα μυρμήγκια στο δρόμο και στο πεζοδρόμιο, δυο καπελαδούρες ψάθινες κάνουν την εμφάνισή τους, ανοίγουν δρόμο ανάμεσα στη μάζωξη και προχωρούν με βήμα ταχύ. Καλύπτουν κάτω απ’ τα τεράστια μπορ τους δυο γυναίκες ευτραφείς, με λουλουδάτα ρούχα και σαγιονάρες δίχαλες, που κουβαλούν τους όγκους τους τούς ζελεδένιους και τρεμουλιαστούς προς το απέναντι πεζοδρόμιο. Χαμογέλασε.
Στη σκηνή μπαίνει και στέκεται μια εξηντάρα, σουηδέ αγορέ μαλλί, συνιστά παραφωνία με το βεραμάν σακάκι της, ευτυχώς δεν είναι κοστούμι, διακρίνει το μαύρο παντελόνι από κάτω. Καδράρει και τρεις άντρες παράφωνους χρωματικά, τα πουκάμισά τους μωβ, γαλάζιο και σομόν, σίγουρα δεν ανήκουν στους εκ Ρωσίας, μάλλον φίλοι εξ Ελλάδος.
Ανάμεσα σ’ όλους και ο παπάς, η αλογοουρά του φτωχή, η κοιλιά του πλούσια, τα ράσα του γκριζάρισαν απ’ τα πλυσίματα, το καλιμαύχι του κι αυτό έχασε την πρώτη του τη νιότη, κρατάει τσάντα με τα σύνεργα της δουλειάς, τον σταυρό και το πετραχήλι του, ίσως και το κινητό του.
Σηκώνει τα μάτια της και ακουμπά το βλέμμα της στα διαμερίσματα των γύρω οικοδομών, άραγε μόνο αυτή κοιτάει; Απέναντι σ’ ένα παράθυρο, μία στην ηλικία της, μπλουζάκι φουξ χαρούμενο, ακουμπά στο μάρμαρο και χαζεύει κι αυτή τον κόσμο. Ίσως έχει δει το χαρτί του θανάτου στην είσοδο, κάτι συμβαίνει με τόσο κόσμο στο πόδι τόσες μέρες.
Καθώς χαμηλώνει τα μάτια της απ’ την καρσί γυναίκα, βλέπει στο πεζοδρόμιο, πίσω απ’ τις πράσινες φυλλωσιές των δέντρων, έναν άντρα με ψαρά μαλλιά να κοιτάει την νεκροφόρα που μόλις έχει καταφθάσει, να κάνει το σταυρό του και κάτι να μουρμουρίζει. «Ζωή σε λόγου του και μακριά από μας», μάλλον αυτό θα λέει.
Και πάλι το βλέμμα ίσια κάτω και να ξανά η εισβολή της ενδυματολογικής παραφωνίας, δύο εβδομηντάρηδες κοστουμάτοι, ο ένας ασπροντυμένος κι ο άλλος μες στα μπεζ, με ξεσκέπαστες από τρίχες κεφαλές, με κοιλάρες και προγούλια καλοζωίας, διαπερνούν τη μαύρη θάλασσα, που όσο πάει και πληθαίνει.
Ακούγεται γυναικείος λυγμός, μάλλον απ’ την είσοδο, εμφανίζεται στο πεζοδρόμιο υποβασταζόμενη η αδελφή του νεκρού, την καθίζουν σ’ ένα αμάξι να συνέλθει, από χθες δίπλα του, στέγνωσε, στέρεψε.
Κινητικότητα. Η ώρα φτάνει. Εδώ ο παπάς – εκεί ο παπάς, έχει πάει για ψαλμό. Κι αρχίζουν μετά από λίγη ώρα να κάνουν την εμφάνισή τους όλοι όσοι ήταν μαζεμένοι στο διαμέρισμα του υπογείου, εκεί που ο επισκέπτης θάνατος κάθισε σε μια καρέκλα κι απαθής και ασυγκίνητος παρακολουθούσε το δράμα. Εκεί, που άνθρωποι σαν κι εμάς, ήρθαν κι ανακάτεψαν τη μοίρα τους με τη δική μας. Θα σε βρει όπου κι αν πας, δεν γλιτώνεις απ’ αυτήν, σου γράφει η Κλωθώ, σου φυλλομετρά η Λάχεσις και σου κλείνει το βιβλίο η Άτροπος. Δεν υπάρχει μέρος να κρυφτείς, δεν υπάρχει γωνιά για να χωθείς, θα σε βρει.
Πληθαίνουν τα σπαράγματα, μία γυναίκα μόνη της, τραγωδία σκέτη, μιλά σε μια γλώσσα άγνωστη, μα ο θρήνος είναι ο ίδιος σε κάθε γλώσσα. «Αλέξαντρεεεε!!!» φωνάζει και φεύγει ο αέρας τρομαγμένος να μη μπει στα σπλάχνα της. Το σπλάχνο της αγέρας.
Την κρατούν οι αδελφές της, κολόνιες και οινόπνευμα κάτω απ’ τη μύτη τής βάζουν, να μη λιποθυμήσει, μην έχουν κι άλλα τέτοια ώρα, αρκεί ο πόνος ο συλλογικός. Ουρλιάζει, λόγια ακατάληπτα κι ανάμεσα σ’ αυτά συνέχεια τ’ όνομά του, Αλέξαντρε. Κι ένα Γιατί. Μαζί και η νύφη της, πώς να μειώσει τον πόνο της μάνας, μάνα και η ίδια της, τον άντρα της κηδεύει, μα σαν τον πόνο του παιδιού ξέρει πως δεν υπάρχει.
Κοιτάει από ψηλά, εκ του ασφαλούς, μα η λύπη φτάνει μέχρι τον πέμπτο κι ακόμα πιο ψηλά. Εμφανίζονται τα στέφανα, όλα άσπρα γαρύφαλλα, όλα άσπρες κορδέλες, ακουμπούν αυτό με το σταυρό δίπλα στη νεκροφόρα, τα υπόλοιπα τα βάζουν στο βανάκι. Εμφανίζονται ο ταβάς με την άμμο, το κουτί με τα κεριά, ο τενεκές με τα λιωμένα κορμάκια, τα κηροπήγια, τα τρίποδα και το λευκό ύφασμα που τα κάλυπτε, κι αυτά μπαίνουν στο βανάκι.
Εμφανίζεται το φέρετρο ξεσκέπαστο, κάνει κρακ η καρδιά της, ταράζεται, τον βλέπει, άσπρος σαν τα γαρύφαλλα, όψη σαν να κοιμάται, κοστούμι ραφ, γραβάτα ασορτί στο άσπρο του πουκάμισο, γαλήνιος, ταξιδεμένος. Οι θρήνοι πληθαίνουν, τα δάκρυα ποτάμια κατρακυλούν στα μάγουλα, χαράζουν δρόμους λύπης, στάζουν στα ρούχα τα ολόμαυρα, λεκέδες γίνονται πιο μαύροι απ’ το μαύρο, τα χαρτομάντηλα ανίκανα όλα να τα ρουφήξουν.
Σκύβει ο αδελφός απάνω του, τον φιλά, τον χαϊδεύει, σίγουρα ψιθυρίζει, μαζεύονται κι άλλοι, τον αποχαιρετούν, ο καθείς το δικό του Αντίο.
Μία κραυγή, Αλέξαντρεεεε!!! από τα σωθικά της μάνας, η ύστατη κραυγή, εκεί, στο μικρό δρομάκι που αντιλαλεί σ’ όλη την γειτονιά. Και άλλα δάκρυα κυλούν, δεν σταματούν στα ρούχα, μήτε στα χαρτομάντηλα, στο πεζοδρόμιο κατρακυλούν, στο δρόμο, όπου καθένας στέκεται, εκεί είναι η λίμνη.
Πέφτει και ένα από ψηλά.