Το στρώμα περίσσευε και απ’ τις δυο πλευρές. Και στο φάρδος και στο μάκρος. Μάταια προσπαθούσαν να το χωρέσουν. Το στρίμωχναν από δω , το ζούλαγαν από κει, το λόξευαν, το τράβαγαν, το αναποδογύριζαν, το σήκωναν ψηλά στο αέρα. Ανώφελα. Δεν έμπαινε με τίποτα στο κρεβάτι.
«Άντε και με παιδεύεις με τις φαεινές ιδέες σου», είπε ο πατέρας. «Πώς να χωρέσει. Δε βλέπεις ότι είναι μεγάλο; Πώς να ταιριάξει;»
«Ναι, μα να πάει χαμένο; Κρίμα να πετάξουμε ένα σχεδόν καινούριο στρώμα. Κάπου πρέπει να το βολέψουμε», είπε η μητέρα.
Στο σπίτι υπήρχε ένα κρεβάτι δίχως στρώμα κι ένα στρώμα δίχως κρεβάτι.
«Θες με το ζόρι να τα ταιριάξεις. Δε γίνεται».
«Αν το κόψουμε;» πρότεινε περήφανα η μητέρα σαν να ‘χε σκαρφιστεί την σπουδαιότερη ιδέα στον κόσμο. «Αν το κόψουμε θα ταιριάξει».
«Όχι, αν το κόψουμε θα χαλάσει».
Πάντα όμως, ή σχεδόν πάντα, η μητέρα είχε έναν τρόπο να καταφέρνει τον πατέρα να της κάνει και τις πιο κουτές χάρες.
Αυτό το ξεσήκωμα στο σπίτι πριν το Πάσχα ήταν πολύ κουραστικό για τον πατέρα. Πράγματα πήγαιναν κι ερχόντουσαν όλη την ώρα. Κατέβαιναν κουρτίνες, ανέβαιναν άλλες, ξεστρώνονταν χαλιά, ασβεστώνονταν οι τοίχοι, οι πεζούλες και τα δέντρα της αυλής, ακόμα και οι γλάστρες έφευγαν απ’ τη θέση τους. Κανονικός ξεριζωμός. Κι όλα τα κουβαλήματα και οι αγγαρείες γίνονταν από κείνον. Με μια σκάλα στα χέρια έτρεχε από δω κι από κει, μέσα στην ζάλη και τον πανικό και όλο κάτι μαστόρευε. Ήταν για τις δύσκολες και βαριές δουλειές, που δεν μπορούσε να κάνει η μητέρα και πάντα υπό την αυστηρή της επιτήρηση.
Την ήξερε καλά τη μητέρα. Μεγάλωσαν στην ίδια γειτονιά και μέτραγαν πολλά χρόνια έγγαμου βίου. Είχαν μάθει ο ένας τα χούγια του άλλου. Είχαν ωριμάσει μαζί σαν το καλοζυμωμένο ψωμί. Περίπου μάντευε τι ήθελε κάθε φορά.
Μα άλλο και τούτο τώρα. Ακούς εκεί να κόψουν το στρώμα. Τι άλλο θα τον έβαζε να κάνει πια.
«Με τι να το κόψουμε λοιπόν;» τη ρώτησε.
«Με ψαλίδι», είπε εκείνη ρίχνοντας τα μάτια στο ψαλίδι που κρατούσε ο πατέρας αλλά για άλλο σκοπό.
«Είσαι με τα καλά σου χριστιανή μου; Το ψαλίδι θα στομώσει και μετά δε θα μπορώ να κόψω τα νύχια μου».
«Τα νύχια σου νομίζεις ότι είναι πιο μαλακά;», είπε η μητέρα. Τρία ψαλίδια μου ‘χεις χαλάσει και δεν είναι και φτηνά».
«Ξέχνα το ψαλίδι», είπε τοποθετώντας το κάτω από τη μασχάλη του, σαν να ήθελε να το προστατεύσει από έναν πολύ μεγάλο κίνδυνο. «Με τι να το κόψουμε λοιπόν;»
«Με μαχαίρι», είπε η μητέρα αφού σκέφτηκε το θέμα κάπως πιο ψύχραιμα. «Σίγουρα με μαχαίρι».
«Με το μαχαίρι θα κοπεί στραβά και θα φύγουν οι πόντοι. Μετά θα μου λες ότι δεν ξέρω να κόβω κιόλας», είπε ο πατέρας που βαθιά μέσα του δεν ήθελε να κόψουν το στρώμα, αλλά φοβόταν και την απαξίωση της μητέρας.
Κάπως έτσι άρχιζε για άλλη μια φορά η συνηθισμένη ιστορία για το τι έπρεπε να κάνουν και πώς να το κάνουν. Και αφού ολοκλήρωναν αυτό που είχαν αποφασίσει τελικά, πάντα γκρίνιαζαν γιατί πάντα κάτι πήγαινε στραβά.
«Ωραία, μαχαίρι θες, με μαχαίρι», κατέληξε ο πατέρας. «Τι μαχαίρι όμως του ψωμιού ή του κρέατος;».
«Του ψωμιού».
«Μα του ψωμιού έχει δόντια, δε γλιστράει και δε θα είναι εύκολο το κόψιμο. Άσε που θα κοπεί και σα γιρλάντα. Με του κρέατος λέω καλύτερα».
«Όχι. Το μαχαίρι του κρέατος λείπει. Το ‘δωσα στη γειτόνισσα να σφάξει μια κότα και θα το φέρει αύριο».
«Τότε ας το κόψουμε αύριο καλύτερα!»
Η μητέρα τον αγριοκοίταξε.
«Εντάξει. Με του ψωμιού», ξεφύσηξε ο πατέρας.
Πήρε λοιπόν το μαχαίρι του ψωμιού, που ούτε ψωμί δε μπορούσε καλά καλά να κόψει και το τοποθέτησε κάθετα πάνω στο στρώμα. Στάθηκε με περισυλλογή. Το κοίταγε από δω, το
κοίταγε από κει σαν να προσπαθούσε να χωρέσει στο μυαλό του ένα εντελώς ακαταλαβίστικο αριθμητικό πρόβλημα, απ’ αυτά που μας έβαζαν στο σχολείο και εις μάτην προσπαθούσε να με βοηθήσει να τα λύσω. Από πού ν’ αρχίσει;
«Απ’ το φάρδος ή απ’ το μάκρος;».
«Απ’ το μάκρος», λέει η μητέρα.
«Ναι, αλλά το μάκρος είναι μάκρος και η χαρακιά έχει πιο πολλές πιθανότητες να γίνει στραβή. Καλύτερα να το κόψω απ’ το φάρδος».
«Εντάξει», είπε η μητέρα που της φάνηκε καλή και λογική σκέψη.
Ο πατέρας την κοίταξε με την άκρη του ματιού. Έτριψε με τρία δάχτυλα το κούτελο και στράβωσε το στόμα προς τα δεξιά. Είχε το ύφος ανθρώπου που μόλις χτυπήθηκε με μια πέτρα κατακέφαλα.
Είπε «εντάξει» γιατί πράγματι φοβήθηκε μην της το χαλάσει κόβοντάς το στραβά.
«Πώς δεν το ‘χα σκεφτεί πιο πριν!», ξεφώνισε και τα μάτια του έλαμψαν. «Να πάρουμε τον κυρ- Παντελή, που ‘χει βιοτεχνία στρωμάτων στην πόλη, να μας δώσει καμιά συμβουλή».
Η μητέρα σούφρωσε τα χείλια με αποδοκιμασία και οίκτο αλλά τελικά τον ακολούθησε ως το τηλέφωνο.
Ο κυρ Παντελής είπε ότι το στρώμα δεν έπρεπε να κοπεί. Τα στρώματα κατασκευάζονται άπαξ και με συγκεκριμένες διαστάσεις και δεν μετατρέπονται.
«Αν κοπεί θα καταστραφεί ανεπιστρεπτί», μίλησε σοβαρά απ’ την άλλη άκρη της γραμμής, ισιώνοντας τις λιγοστές τρίχες στο κεφάλι του.
«Μμμ! Και τι ξέρει αυτός από στρώματα!», είπε η μητέρα, «Μπακάλης ήταν πριν».
Ξαναπήρε ο δόλιος ο πατέρας το μαχαίρι του ψωμιού στα χέρια.
«Τι νομίζεις, επειδή παντρεύτηκε εκείνη τη νεόπλουτη, την κακάσχημη, που κέρδισε το λαχείο και του άνοιξε το μαγαζί και τώρα περνιέται για χοντρέμπορος στρωμάτων!».
«Σαχλαμάρες λες. Πάντα εκτός θέματος».
Ξεκίνησε με τα πολλά η διαδικασία κοπής του στρώματος. Ίδρωσε και ξεΐδρωσε, γιατί όπως φάνηκε εκ του αποτελέσματος, δεν είναι καθόλου εύκολο να κόψεις ένα στρώμα με το μαχαίρι του ψωμιού που είχε και καιρό να τροχιστεί και ούτε ψωμί καλά – καλά δε μπορούσε να
κόψει, αλλά τα κατάφερε και έκοψε το στρώμα στο φάρδος. Πεντέμισι πόντους ακριβώς, όπως μέτρησε η μητέρα με τη μεζούρα που είχε από ώρα κρεμάσει στο λαιμό. Πολύ καλή δουλειά.
Τη στιγμή όμως που πήγαινε να το κόψει και στο μάκρος, σκαλώνει το μαχαίρι και αρχίζουν από παντού να ξεπετάγονται ελατήρια, να τινάζονται και να χορεύουν όπως οι αρλεκίνοι μέσα από κουτιά μουσικών παιχνιδιών.
«Στα ‘λεγα εγώ», άρχισε τη γκρίνια ο πατέρας. Δεν άκουγες. Ορίστε τώρα. Πάει το στρώμα. Και το’πε κι ο κυρ Παντελής».
«Δε με παρατάς κι εσύ κι ο κυρ Παντελής σου; Όλοι οι άντρες άχρηστοι είστε!».
«Έλα βοήθα με τώρα να το πάμε στα σκουπίδια».
«Ποια σκουπίδια; Τα δικά μας;».
«Μήπως θες να το κόψω κομματάκια να χωράει και στον κάδο; Στο ποτάμι θα πάμε να το απιθώσουμε καλή μου, να το πάρει κανένας παλιατζής, να βγάλει τουλάχιστον τα ελατήρια. Κάτι θ’ αξίζουν. Κράτα το από κει και βόηθα με να το βάλουμε στο μηχανάκι».
Σήκωσαν λοιπόν το κατασφαγμένο στρώμα, το δέσανε με σκοινιά, μπήκε κι αυτή πάνω στο μηχανάκι και ξεκίνησαν όλοι μαζί, κακήν κακώς, η μάνα, ο πατέρας και το στρώμα για το ποτάμι.
Η γειτόνισσα, που μόλις είχε κι η ίδια τελειώσει με το σφάξιμο της κότας και έπλενε το μαχαίρι κάτω απ’ τη βρύση, δεν πίστευε στα μάτια της. Εκείνη με ειδοποίησε τσιρίζοντας.
«Καλέ, τι κάνουν οι δικοί σου; Τρελάθηκαν. Τους πήρε η ποδοβάγια! Σέρνουν με το μηχανάκι ένα στρώμα. Θα σκοτωθούνε!».
Γύρισαν κατασκονισμένοι και ξεθεωμένοι απ΄την κούραση, ξεμαλλιασμένοι και ηττημένοι απ’ τη άνιση πάλη με το στρώμα.
«Άντε, ρε γυναίκα, φτιάξε ένα καφεδάκι να το πιούμε να πάνε κάτω τα φαρμάκια και μετά πάμε στο κρεβάτι».
‘Έτσι είναι οι γονιοί μου. Ταιριαστοί κι αγαπημένοι. Ένα ζεύγος. Ένα κρεβάτι κι ένα στρώμα. Χωράνε απόλυτα ο ένας στον άλλο.
«Θυμήσου, αύριο πρωί πρωί να πάρουμε τον κυρ Παντελή», είπε η μητέρα και έσβησε το φως.-