Ο Βαγγέλης είχε λυσσάξει μ’ αυτή την έκθεση ζωγραφικής. Η προσπάθεια να με πείσει να πάμε, γνωρίζοντας ότι δεν είμαι πολύ φαν τέτοιου είδους εκδηλώσεων, είχε ξεκινήσει βδομάδες πριν. Ο ζωγράφος βλέπεις, ήταν παλιός συμφοιτητής του και υπήρξαν πολύ στενοί φίλοι πριν εκείνος παρατήσει τα οικονομικά και φύγει στο Παρίσι για να «ακολουθήσει το όνειρο του». Επί περίπου ένα μήνα λοιπόν, άκουγα καθημερινά για το πόσο σπουδαίος, πόσο έξυπνος, πόσο ταλαντούχος, πόσο δημοφιλής με τα κορίτσια ήταν ο Γιάννης Πετρόπουλος – ή Ζαν Πετρός όπως τον γνωρίζει πλέον το ευρύ κοινό.
Την ημέρα των εγκαινίων της έκθεσης φτάσαμε από νωρίς, κι όμως ήδη ο χώρος της γκαλερί ήταν φίσκα. Ένας σερβιτόρος με άσπρο πουκάμισο και παπιγιόν μας προσέγγισε σχεδόν αμέσως και μας πρότεινε ένα ασημένιο δίσκο φορτωμένο με ψηλά ποτήρια σαμπάνιας. Με μεγάλη ευγνωμοσύνη τον απάλλαξα από ένα από δαύτα, ενώ ο κολλητός μου που είναι θιασώτης της υγιεινής διατροφής σε βαθμό κακουργήματος, αρνήθηκε με ένα νεύμα.
“Μαριάννα, θα πάω να βρω το Γιάννη να του πω ότι ήρθαμε. Εσύ εντωμεταξύ κάνε μια γύρα, αλλά μην απομακρυνθείς πολύ και σε ψάχνω.” απεφάνθη υψώνοντας προειδοποιητικά το ένα φρύδι.
“Μην ανησυχείς, θα είμαι φρόνιμη” απάντησα και άδειασα το ποτήρι μου μονορούφι.
Ο Βαγγέλης κούνησε το κεφάλι του με αποδοκιμασία και χώθηκε χωρίς άλλη καθυστέρηση μέσα στο πλήθος των φιλότεχνων. Παράτησα το άδειο ποτήρι σε μια γλάστρα με φίκο, στολισμένη με ένα τεράστιο τριανταφυλλί φιόγκο, και πλησίασα τον πρώτο πίνακα που κρεμόταν στον απέναντι τοίχο.
Για την δημιουργία των έργων του, όπως μου είχε τονίσει επανειλημμένα ο Βαγγέλης, ο ζωγράφος είχε εμπνευστεί από διάφορες κινηματογραφικές ταινίες που είχε παρακολουθήσει και του είχαν κάνει «φοβερή εντύπωση». Κάτω λοιπόν από κάθε δημιούργημα που εκτίθετο σήμερα, υπήρχε μια ενημερωτική ταμπέλα με το όνομα του φιλμ που ήταν αντίστοιχα και το θέμα του πίνακα. «Ο νονός», «Ο θίασος», «Λεωφορείον ο Πόθος», «Τσάι στη Σαχάρα» ήταν μερικές από τις επιγραφές. Όμως, όσο φιλότιμα κι αν προσπάθησα, δεν μπόρεσα να ανακαλύψω την παραμικρή σύνδεση ανάμεσα στους τίτλους και τις εικαστικές δημιουργίες του Ζαν Πετρός. Κοίταξα, ξανακοίταξα, προσπάθησα να σκεφτώ πιο απελευθερωμένα, πιο βαθιά, πιο ρηχά, πιο μπρούμυτα και πιο ανάσκελα, όμως αποτέλεσμα μηδέν.
Βαθιά προβληματισμένη και λιγάκι ζαλισμένη από τα δύο ποτήρια σαμπάνιας που είχα ήδη καταναλώσει- ο σερβιτόρος είχε κάνει εκ νέου την εμφάνιση του τη στιγμή που περιεργαζόμουν με γουρλωμένα μάτια το «Πράσινο μίλι»- πλησίασα και τον τελευταίο πίνακα της έκθεσης. Η ταμπέλα του έγραφε «Οι νύχτες της Καμπίρια» αλλά πάνω στον καμβά δεν είχε αποτυπωθεί τίποτα που να θυμίζει νύχτα ή έστω Καμπίρια. Έκανα δυο βήματα πίσω και ξανακοίταξα. Άφθονο γαλάζιο και μωβ. Λίγες πιτσιλιές πορτοκαλί και κάμποσα χρυσά μπαλώματα. Αυτό ήταν. Και όσο κι αν το κοίταζα σίγουρα δεν θα άλλαζε. Αναστέναξα βαθιά και ετοιμάστηκα να πάω να βρω το Βαγγέλη, που είχε αργήσει ήδη αρκετά, όμως όταν γύρισα, πρόσεξα δίπλα μου έναν ψηλό νεαρό άντρα να περιεργάζεται σιωπηλός τον πίνακα. Ήταν αξύριστος με πυκνά μαύρα μαλλιά και αναντίρρητα ευειδής. Φορούσε μαύρο τζιν, μαύρο πουκάμισο και μία κόκκινη καμπαρντίνα, που σε οποιονδήποτε άλλο άντρα θα φαινόταν γελοία. Όχι όμως και σ’ αυτόν.
Ο τύπος αντιλήφθηκε το βλέμμα μου κολλημένο πάνω του και έστρεψε την προσοχή του σε μένα.
“Καλησπέρα.”είπε σοβαρός “Σας αρέσει;”
Τον αντίκρισα για λίγο χάσκοντας ώσπου να αντιληφθώ ότι εννοούσε τον πίνακα.
“Υπέροχος…” ψέλλισα και ΔΕΝ εννοούσα τον πίνακα.
Χαμογέλασε ευχαριστημένος και πισωπάτησα τυφλωμένη από τη λάμψη της κατάλευκης οδοντοστοιχίας του.
“Είναι από τους αγαπημένους μου” δήλωσε αναστενάζοντας
“Σας αρέσει η ζωγραφική;”
Με μέτρησε για λίγες στιγμές με το ζωηρό του βλέμμα πριν απαντήσει.
“Η ζωγραφική είναι η ζωή μου, δεσποινίς. Το οξυγόνο μου.”
Κατένευσα όλο κατανόηση.
Κομματάκι ψώνιο, αλλά κανείς δεν είναι τέλειος.
“Κι εγώ, μη νομίζετε, αν δεν πάω σε μια έκθεση ζωγραφικής κάθε εβδομάδα, δεν μπορώ να λειτουργήσω σαν άνθρωπος.” τον βεβαίωσα.
Ο φιλόμουσος νέος υπομειδίασε και για μια στιγμή μου φάνηκε πως θα σκάσει στα γέλια, όμως αντ’ αυτού αποφάσισε να μου κάνει μια ερώτηση.
“Ποιο καλλιτεχνικό ρεύμα προτιμάτε περισσότερο;”
Λοξοκοίταξα το ταβάνι σκεφτική. Το μόνο ρεύμα που είχα υπ’ όψιν ήταν αυτό που ο λογαριασμός του έληγε αύριο και έπρεπε να βάλω υπενθύμιση στο κινητό να τον πληρώσω.
“Μαντέψτε” έκανα τεντώνοντας με νάζι το δείχτη μου προς το μέρος του.
Με έκοψε από πάνω ίσαμε κάτω τρίβοντας το αξύριστο σαγόνι του, λες και η απάντηση ήταν γραμμένη στα ρούχα και στα παπούτσια μου.
“Ο Ιμπρεσσιονισμός;”
Χτύπησα τα δάχτυλα γελώντας θριαμβευτικά.
“Το βρήκατε! Και με την πρώτη μάλιστα!”
“Ήμουν σίγουρος! Με το που σας είδα αυτή ήταν η πρώτη μου σκέψη.” σχολίαζε χαρούμενα και τα όμορφα μάτια του φωτίστηκαν.
“Είστε εμφανώς διορατικός.” τον επαίνεσα
“Και δε μου λέτε, ποιος είναι ο αγαπημένος σας ιμπρεσσιονιστής;”
“Ε…εμ… για να δούμε, θα το βρείτε αυτή τη φορά;”
Δάγκωσε το κάτω χείλος και το μελέτησε για λίγο.
“Πιστεύω… χμμ… μάλλον ο Μονέ.” είπε με έναν κάποιο δισταγμό.
“Δεν το πιστεύω! Δύο στα δύο! Είστε καταπληκτικός!” επιβεβαίωσα δίχως το παραμικρό ίχνος ντροπής.
Μοιραστήκαμε ένα γέλιο νεοαποκτηθείσας οικειότητας ανάμεσα σε δύο αγνώστους που ανακάλυψαν έξαφνα κοινά σημεία, ώσπου εκείνος σταμάτησε απότομα και απέμεινε να με κοιτάζει σιωπηλός.
“Θα ήθελα τη γνώμη σας και για κάτι ακόμα.” είπε σε τόνο επίσημο.
“Ότι θέλετε. Είμαι στη διάθεση σας.”
Έκανε μια θεατρική παύση προτού ξαναμιλήσει.
“Πιστεύετε ότι ο δημιουργός κατάφερε να αποτυπώσει με σαφήνεια το επιλεγμένο θέμα;”
ρώτησε δείχνοντας μου «τις νύχτες της Καμπίρια». “Πείτε μου, σας παρακαλώ, με ενδιαφέρει πολύ η άποψη σας.”
Ξεροκατάπια και ασυναίσθητα αναζήτησα την έξοδο κινδύνου.
“Ε… κοιτάξτε… νομίζω πως… αυτό είναι ένα ζήτημα… δηλαδή…”
“Μη διστάζετε. Πείτε μου.”
Ξεφύσηξα παραιτημένη.
“Μεταξύ μας;”
Ένευσε καταφατικά.
“Νομίζω πως αυτός ο πίνακας… ε είναι λιγάκι οφσάιντ.”
Τα εκφραστικά μάτια του άντρα άνοιξαν διάπλατα.
“Μα ναι! Εννοώ… δεν βλέπω ούτε νύχτα, ούτε Καμπίρια. Αυτό το έργο δεν ήταν από τα πιο πετυχημένα του. Μάλλον το ξεπέταξε μπαμ-μπαμ… “ πρόσθεσα με συνωμοτικό ύφος.
Ο νοστιμούλης συνέχισε να με κοιτάζει βουβός.
“Δεν πρέπει να είχε και πολλή έμπνευση όταν το σκάρωνε.” ολοκλήρωσα την καλλιτεχνική μου ετυμηγορία αφήνοντας το συνομιλητή μου εμβρόντητο.
“Μαριάννα; Μαριάννα! Επιτέλους σε βρήκα, ρε παιδάκι μου!”
Στραφήκαμε αυτόματα προς στη μεριά από όπου ερχόταν η φωνή. Ήταν ο Βαγγέλης που είχε επιτέλους επιστρέψει διακόπτοντας την αμήχανη στιγμή.
“Άργησες.” τον επέπληξα.
“Ναι είδα ένα γνωστό και με έπιασε στην πάρλα” παραδέχτηκε. “Τι έγινε; Εντάξει; Γνωριστήκατε με το Γιάννη;” ρώτησε χαμογελώντας και στους δυο μας.
Δαγκώθηκα.
“Ναι φυσικά” απάντησε ο Γιάννης ή Ζαν, που βρήκε επιτέλους τη χαμένη του λαλιά. “Είχαμε, μάλιστα και μια πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα περί τέχνης.”
Ήταν η σειρά του Βαγγέλη να κεραυνοβοληθεί.
“Περί τέχνης; Με τη Μαριάννα; Αυτήν δεν ξέρει να ξεχωρίσει τον Πικάσο από το πικάπ!” αναφώνησε και άρχισε να γελάει μόνος του σαν βλάκας.
Τον αγριοκοίταξα έτοιμη να του ρίξω μια μούντζα που θα ήταν όλη δική του μα η δασκαλίστικη φωνή του Ζαν Πετρός με επανέφερε στην τάξη.
“Ισχύει αυτό, Μαριάννα; Δεν ασχολείσαι, καθόλου, με τη ζωγραφική;” ρώτησε δήθεν αυστηρά.
“Εντάξει… Ο Βαγγέλης υπερβάλλει κάπως.”
“Τι υπερβάλλω, παιδί μου; Που αν σου δείξω μια ζωγραφιά του εξάχρονου ανιψιού μου θα την περάσεις για πίνακα του Νταλί! Που αν σε ρωτήσω ποιος είναι ο Βαν Γκογκ θα μου πεις στρατηγός του Ναπολέοντα! Που αν σε πάω σε έκθεση Ντανταϊστών, θα…”
“Εντάξει, καταλάβαμε.” τον έκοψα εκνευρισμένη.
Ο Ζαν άφησε ένα μακρόσυρτο στεναγμό να φύγει από τα καλογραμμένα χείλη του.
“Μου φαίνεται ότι χρειάζεστε εντατικά ιδιαίτερα μαθήματα, Μαριάννα.” μου είπε και ο κολλητός μου χαχάνισε.
“Έτσι ε; Μπας και γνωρίζετε και κανένα καλό δάσκαλο να με ξεστραβώσει;” του γύρισα πικαρισμένη και ούσα στο τσακ να τους βρίσω και τους δυο και να φύγω.
“Μα φυσικά και γνωρίζω. Και μάλιστα, έναν που παραδίδει δωρεάν μαθήματα”
“Σούπερ!” σάρκασα “Δώστε μου το τηλέφωνο του και θα τον καλέσω τώρα κιόλας!”
Ο Ζαν, απτόητος στην ειρωνεία μου, έβγαλε μια κάρτα από την τσέπη της καμπαρντίνας του και μου την έδωσε.
“Πρόκειται περί εξαιρετικού δασκάλου.” τόνισε και μου έκλεισε παιχνιδιάρικα το μάτι.
“Ότι πεις.” αποκρίθηκα και στριφογύρισα τα μάτια απηυδισμένη.
“Και τώρα με συγχωρείτε αλλά πρέπει να πάω να χαιρετήσω κάποιον. Θα επιστρέψω αργότερα.”
“Έγινε φίλε! Χάρηκα πολύ που τα είπαμε” απάντησε ο κολλητός μου και τον χτύπησε φιλικά στον ώμο.
Ο Ζαν του χαμογέλασε με προσήνεια και κατόπιν μου άφησε ένα φιλί στο μάγουλο και απομακρύνθηκε.
“Φοβερός τύπος, ε;” έκανε ο κολλητός μου με ενθουσιασμό
“Τι να σου πω… συλλεκτικό κομμάτι. Πηγαίνουμε σιγά-σιγά;” του πρότεινα κι εκείνος συμφώνησε ανασηκώνοντας τους ώμους.
Καθώς βαδίζαμε αργά προς την έξοδο και περνώντας δίπλα από τον φίκο με τον φιόγκο της Μίνι Μάους, έριξα μια ματιά στην κάρτα που κρατούσα ακόμα στο χέρι. «Ζαν Πετρός, Εικαστικός» έγραφε. Κι από κάτω έναν αριθμό τηλεφώνου. Έκανα κομματάκια την κάρτα και την πέταξα μέσα στη γλάστρα.