”Συμμαχία” του Λευτέρη Μπούρου

Ένα αυτοσχέδιο, πρωτόγονο όπλο σαν σφυρί κείτονταν πεταμένο στα χορτάρια, απομεινάρι του περυσινού -ή και παλιότερου ακόμη Διαγωνισμού. Ο Αλεξέι γονάτισε και το έσφιξε στην παλάμη του. Κράτησε για μια στιγμή την ανάσα του και μέσα στην νεκρική σιγή της ζούγκλας, αφουγκράστηκε: Συρσίματα, σαν από στρατιώτες σε καταδρομική επιχείρηση, ακούστηκαν από μακριά…

Οι κανόνες του Διαγωνισμού ήταν -όπως κάθε χρόνο- οι ίδιοι. Πρώτον: Τα πάντα έπρεπε να τελειώσουν μέχρι τη δύση του ηλίου. Δεύτερον: Όλα επιτρέπονται. Και τέλος, το βασικότερο: Η Πύλη της Ελευθερίας, τοποθετημένη στην νότια πλευρά της ζούγκλας, θα άνοιγε μόνο όταν θα έμενε ένας διαγωνιζόμενος όρθιος. Οι δεσμοφύλακες που παρακολουθούσαν την εξέλιξη από τις σκοπιές περιφερειακά της αυτοσχέδιας αρένας, ήταν υπεύθυνοι για αυτό. Μάλιστα, και οι πέντε είχαν ήδη ποντάρει τα λεφτά τους. Ο Αλεξέι, ο Βούλγαρος μητροκτόνος, ήταν το φαβορί για φέτος.

Μακρύτερα από τον τερατώδη Αλεξέι, σχεδόν αντιδιαμετρικά της κυκλικής αρένας, κούρνιαζε στην κοιλιά ενός δέντρου ένας κοντόχοντρος Αμερικάνος, με μυωπικά γυαλιά και ασπρουλιάρικο πρόσωπο. Ο Τζόνυ Μπέικερ. Κρατούσε σφιχτά ένα μυτερό κατσαβίδι που είχε ανταλλάξει με ένα πακέτο τσιγάρα την παραμονή του Διαγωνισμού. Είχε καταδικαστεί πριν από μήνες, όταν προσπάθησε να βγάλει λαθραία από τη χώρα το λογισμικό για τον χειρισμό των αντιαρματικών ΕΗ-200· ένα τέτοιο παράπτωμα στο καθεστώς του Πακιστάν ισοδυναμούσε με καταδίκη σε θάνατο… Ο Μπέικερ δεν είχε δει ποτέ του φόνο από κοντά και, σε καμία περίπτωση δεν σκόπευε να σκοτώσει.  Αλλά αυτό, ελάχιστη σημασία είχε σήμερα… Οι κανονισμοί το λέγαν ξεκάθαρα: Μόνο ένας από τους τέσσερις θανατοποινίτες θα κέρδιζε την χάρη. Μόνο ο τελευταίος επιζών.

Advertising

Advertisements
Ad 14

Ένας μεταλλικός ήχος στιλέτου που βγαίνει από σάρκα, ακούστηκε κοντά του. Ο Μπέικερ έβγαλε δειλά το παχουλό του μούτρο έξω από το κούφωμα και προσπάθησε να διακρίνει: Ένας ξανθός, γυμνασμένος νέος φάνηκε στον ορίζοντα. Με το δεξί του χέρι σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του, βαφοντάς το παράλληλα με μια κόκκινη γραμμή αίματος. Χαμηλά, πεσμένος στα ξερά χορτάρια της ζούγκλας, βρισκόταν ο νεκρός: Ήταν ένας Ινδός παιδόφιλος, που το ανώμαλό του πρόσωπο έμοιαζε χλωμό πια και κατακρεουργημένο. Οι φύλακες που παρακολουθούσαν τη σκηνή από της ψηλές σκοπιές τους, έβγαζαν σαδιστικά επιφωνήματα ικανοποίησης στη θέα του. Ο ξανθός νέος (που στη φυλακή τον φωνάζαν Κρέιζι) πλησίασε προς το μέρος του Μπέικερ και φώναξε στη μητρική τους γλώσσα: <<Ηey fatty… Fatty! Oh… for God’s sake… you cannot hide from me… it’s a piece of cake!>> Ο Μπέικερ έτρεμε σαν τρελός τώρα. Οι δυο τους παίζαν τη γάτα με το ποντίκι και ο κοντόχοντρος Αμερικάνος είχε σίγουρα το ρόλο του τρωκτικού. Κρύφτηκε πιο βαθιά στην τρύπα του, με την ελπίδα ότι ο θηριώδης Βούλγαρος ίσως (ή κάποιος άλλος, από μηχανής θεός)  θα τον έσωζε. Τα βήματα του Κρέιζι ακούστηκαν πάνω από τα ξερά φύλλα να πλησιάζουν… Ο Μπέικερ έσφιξε το κατσαβίδι, έκλεισε τα μάτια του και προσευχήθηκε.

Διαβάστε επίσης  "ΤΟ ΦΙΛΤΡΟ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ" της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΙΩΤΗ

 

…Ο Αλεξέι προχωρούσε με το σφυρί στα χέρια, κοιτάζοντας ευθεία μπροστά. Ο ήλιος είχε πάρει πτωτική τροχιά τώρα· έπρεπε να τελειώνει πια με όλα αυτά. Ήξερε και ο ίδιος ότι οι αντιπάλοι του δεν θα αποκαλύπτονταν εύκολα. Η σωματοδωμή του τους τρόμαζε. Δεν θα μπορούσε κανένας να τον αντιμετωπίσει στα ίσια… Έπεσε μπρούμυτα κάτω από τη σκιά των δέντρων και ακούμπησε το αυτί στο έδαφος. Η ορατότητα μπροστά του μηδαμινή· στον χώρο  των εκατό τετραγωνικών που είχε περιφραχθεί η κυκλική αρένα, υπήρχαν μόνο αιωνόβια δέντρα, ξερά χορτάρια και τεραστίων διαστάσεων εξωτικά έντομα. Ξαπλωμένος ακόμη, χαμογέλασε… Ομιλίες ακούγονταν κοντά, ούτε τριάντα μέτρα από το μέρος του. Τα θηράματα ήταν μαζί… Και ήταν έτοιμα για κυνήγι.

 

…Ο Μπέικερ πήγε να πάθει έμφραγμα μόλις το κατσαβίδι έφυγε από τα χέρια του. Για μερικά αγωνιώδη δευτερόλεπτα δεν άκουγε κανένα ίχνος του Κρέιζι και πίστευε αφελώς ότι είχε γλιτώσει. Όταν όμως ο ξανθός Αμερικάνος με μια απότομη κίνηση έκλεψε το κατσαβίδι του και στάθηκε μπροστά από τον κορμό του δέντρου με το παλαβό του βλέμμα, τότε ο Μπέικερ ένιωσε στα αλήθεια ότι το τέλος είχε φτάσει. Η έκπληξή του διπλασιάστηκε σε μέγεθος όταν, αντί για το μοιραίο χτύπημα, έλαβε μια απρόσμενη ερώτηση από το στόμα του αντιπάλου του: <<Θέλεις να ζήσεις;>>

 

Τώρα ο Μπέικερ είχε βγει από την τρύπα του, και οι σκέψεις του πετούσαν γύρω από τη  λυτρωτική ιδέα: <<Τι θα γινόταν αν μπορούσαμε να ξεγελάσουμε τους δεσμοφύλακες;>> Κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί ποτέ. Αλλά ακόμη και να είχε, ο ίδιος δεν θα το γνώριζε… Δεν υπήρχε άλλη λύση όμως, ήταν σίγουρος! Πώς αλλιώς θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί ο σαδιστής Βούλγαρος, εκείνο το θεόρατο κτήνος, που δεν είχε διστάσει να σκοτώσει την ίδια του τη μητέρα; Όχι… κανένας άλλος τρόπος! Το σχέδιο του Κρέιζι είχε λογική.

Διαβάστε επίσης  "Τα αγαπημένα μου αυτάκια" της Νίκης Κεφαλά
Advertising

 

…Ο Αλεξέι, είκοσι μόλις μέτρα μακρύτερα, μπορούσε να δει ξεκάθαρα πια εκείνη την ατσούμπαλη μάζα. Από τη θέση του, ο Μπέικερ έμοιαζε έτοιμος να βάλει τα κλάμματα. Τα βήματα του Βούλγαρου ανέβασαν ρυθμό. Η ανάσα του ακούγονταν μέσα από τις φυλλωσιές των δέντρων τρομερή, σαν λύκου που οδηγεί την αγέλη του. Ο Μπέικερ, με το κατσαβίδι στα χέρια έτρεχε κοιτάζοντας πίσω. Τα γυαλιά του είχαν θολώσει, ιδρώτας έκαιγε τους λοβούς των αυτιών του και έσταζε από το προγούλι στη βρωμισμένη μπλούζα του… Ο Αλεξέι πηδούσε τα σαπισμένα κλαριά που έβρισκε στο διάβα του σαν να ήταν χορτάρι. Ο ήχος από τις μπότες του έδινε ρυθμό στο παιχνίδι…

Μετά από μια σχεδόν κυκλική διαδρομή, ο Μπέικερ έφτασε κάτω από ένα θεόρατο κορμό. Κοντοστάθηκε. Κοίταξε ξανά πίσω και στην όψη του κυνηγού μια ανατριχίλα τον διαπέρασε. Είχε σταματήσει και εκείνος, ψάχνοντας ίσως τον καλύτερο τρόπο για την επόμενη -δολοφονική πια- κίνησή του. Έμοιαζε εξωπραγματικός: Τα μπράτσα του έσφιγγαν το κοντομάνικο μπλουζάκι σαν να ταν έτοιμα να το σκίσουν, φλέβες πετάγονταν απειλητικά ξεκινώντας από το λαιμό έως το σφυρί στα ακροδάχτυλά του και το στρατιωτικό του κούρεμα θύμιζε πεζοναύτη. Ο Αμερικάνος στάθηκε με τα μάτια να κοιτάζουν γουρλωμένα μέσα από τα γυαλιά και το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει σπασμωδικά. Έβαλε τις παλάμες στο πρόσωπό και, για ακόμη μια φορά, προσευχήθηκε… Η ώρα είχε φτάσει.

Ο Αλεξέι γνώριζε ότι μετά από από τον Μπέικερ θα έμενε ένας ακόμη, αλλά αυτό ήταν κάτι που θα σκεφτόταν αργότερα. Πλησίασε με προσεκτικά βήματα τη λεία του. Η κοντόχοντρη μάζα έμοιαζε πλέον να παραδίδεται. Το ενδεχόμενο να το βάλει ξανά στα πόδια ήταν απίθανο· έμοιαζε και ήταν κουρασμένος. Στο επόμενο βήμα τον είδε να κουρνιάζει στη ρίζα του δέντρου και να πετάει το κατσαβίδι του. <<Έλεος!>> τον άκουσε να φωνάζει με τις παλάμες να κρύβουν ακόμη τα γυάλινα μάτια του. Σε οποιαδήποτε διαφορετική περίπτωση δεν θα τον σκότωνε, όχι, ήταν για λύπηση. Αλλά τώρα είχε μια δουλειά να τελειώσει. Ο ήλιος θα έπεφτε και είχε ακόμη ένα θήραμα να κυνηγήσει. Αυτά σκεφτόταν την ώρα που σήκωνε το σφυρί πίσω από τον ώμο του. Σημάδεψε κατευθείαν στο μέτωπο του ιδρωμένου κεφαλιού, ανάμεσα στις παλάμες που κρύβαν εκείνα τα φοβισμένα, Αμερικάνικα δάκρυα… Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την σκέψη του όταν, από την κορυφή του αυχένα του ένιωσε ένα κάψιμο να του διαπερνά τη σπονδυλική στήλη. Και μετά ένα απρόσμενο βάρος στους θηριώδεις ώμους του. Και στη συνέχεια δεύτερο κάψιμο, σαν από στιλέτο που χώνεται στα μηλίγγια του. Και έπειτα άλλο ένα, βαθιά στην πλάτη να του τρυπάει τον πνεύμονα. Και ύστερα το τελειωτικό, στην καρωτίδα του.

Διαβάστε επίσης  "Ράμι" της Μαρίας Γιαννακοπούλου-Δακτυλίδη

 

…Ο Κρέιζι στεκόταν πάνω από τον Αλεξέι. Χαμογελούσε. Η πτώση του από το ψηλότερο κλαδί του δέντρου είχε εξομαλυνθεί στο τεράστιο κορμί του Βούλγαρου. Όλα είχαν πάει σύμφωνα με το σχέδιο: Ο Μπέικερ τον είχε οδηγήσει εκεί, και οι δύο τους του έστησαν την παγίδα που θα οδηγούσε τελικά στην ελευθερία τους. <<Τώρα έρχεται το δύσκολο κομμάτι>> είπε ο Κρέιζι με τον Μπέικερ ακόμη στη ρίζα του δέντρου. <<Τώρα θα υποκριθούμε…>> συνέχισε <<…μετά θα φύγω προς την έξοδο και αργότερα, όταν νυχτώσει, θα έχεις την ευκαιρία σου.>> Ο κοντόχοντρος Αμερικάνος με τα χέρια ακόμη να κρύβουν το πρόσωπό του, χαμογέλασε. <<Όμως πρόσεχε Μπέικερ>> συνέχισε χαμηλόφωνα ενώ κοίταξε καχύποπτα προς τους δεσμοφύλακες: <<…για να ανοίξει η Πύλη θα πρέπει να μείνεις εντελώς ακίνητος… Σαν να είσαι στα αλήθεια νεκρός.>>

Advertising

Ο Μπέικερ ευγνωμονούσε την τύχη του. Η συμμαχία του με τον Κρέιζι ήταν ο μοναδικός τρόπος για να επιβιώσει. Είχε φερθεί έξυπνα ως εδώ… Ετοιμάστηκε να δεχθεί το εικονικό χτύπημα. Έπρεπε η αντίδρασή του να είναι πειστική. Άλλωστε, οι δεσμοφύλακες μπορεί να είχαν καλή οπτική γωνία της σκηνής. Ο Κρέιζι χαμογέλασε πάνω από το μαζεμένο κορμί του Μπέικερ. Η ώρα της ελευθερίας είχε φτάσει. Σήκωσε ψηλά το στιλέτο και ζύγισε το χτύπημά του.

 

Τα μάτια του Μπέικερ γούρλωσαν απότομα. Ένας πίδακας αίματος έλουσε τη αριστερή του παλάμη. Προσπάθησε να μιλήσει, αλλά καμία λέξη δεν έφτανε στο λαρύγγι του. Η τρύπα στο λαιμό του έχασκε ανοιχτή, θανάσιμη, θυμίζοντάς του, εμφανίζοντας ξεκάθαρα πια μπροστά του, εκείνη την τόσο φριχτή και ειρωνική τώρα σκέψη: <<Βλάκα! Δεν έπρεπε ποτέ να κάνεις συμφωνιά με τον Διάβολο!>>  

   …Η τελευταία εικόνα που αντίκρυσε ήταν η πλάτη του Κρέιζι που απομακρύνονταν προς την Πύλη της Ελευθερίας. Και τότε, σαν αστραπή, επανήλθε στο μυαλό του η αχνή, η τόσο παλιά αλλά κομβική συνειδητοποίηση: Ο ξανθός, γυμνασμένος Αμερικάνος, εκείνος που είχε πάντοτε στο πρόσωπό του ζωγραφισμένο το παρανοϊκό χαμόγελο, ο θανατοποινίτης που στη φυλακή τον φωνάζαν και ‘’Κρέιζι’’, είχε καταδικαστεί εις θάνατον για προδοσία.

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Ιστορίες προδοσίας στην αρχαιότητα

Ιστορίες προδοσίας στην αρχαιότητα

Όπως λέει και το λαϊκό απόφθεγμα «την προδοσία πολλοί αγάπησαν,
Τρίστραμ Σάντι

Τρίστραμ Σάντι: σουρεαλισμός στα χρόνια της λογικής

Η “αρχή του αποχρώντος λόγου” -η ολοένα υποχώρηση κι εμβάθυνση