<<Κουνηθείτε!>> φώναξε ένας στρατιώτης δείχνοντας με το αυτόματο όπλο του προς την μεγάλη σήραγγα <<δεν έχουμε καθόλου χρόνο για χάσιμο! Ακόμη και το κάθε δευτερόλεπτο είναι πολύτιμο!>>. Και πράγματι δεν είχε άδικο. Ο χρόνος δεν ήταν ποτέ σύμμαχος του ανθρώπου, πόσο μάλλον τώρα. Σε αντίθεση με τους ανθρώπους που έτρεχαν δεξιά και αριστερά μου, δεν είχα μαζί μου τίποτα παραπάνω από το κινητό μου. Δεν μου έμενε πολύ μέχρι να φτάσω στην είσοδο της σήραγγας όπου μια φρουρά από οπλισμένους στρατιώτες έλεγχαν τους ανθρώπους έναν έναν με γοργούς ρυθμούς, πριν τους αφήσουν να συνεχίσουν τον δρόμο προς την σωτήρια τους. Η όλη κατάσταση ίσως να με έκανε να γελάσω μέχρι δακρύων αν δεν τα είχα τόσο χαμένα. Τους έβλεπα να προσπαθούν να προσπεράσουν o ένας τον άλλo λες και έτρεχαν σε αγώνα δρόμου. Όμως εκείνη την στιγμή στο μυαλό μου, αντηχούσαν οι σειρήνες κινδύνου και για κάποιο περίεργο λόγο τα λόγια του στρατιώτη ‘’δεν έχουμε καθόλου χρόνο για χάσιμο! Ακόμη και το κάθε δευτερόλεπτο είναι πολύτιμο’’.
Το κάθε δευτερόλεπτο.
<<Γιάννη σου μιλάω!>>.
Γύρισα και κοίταξα την Μαρία. Με κοιτούσε με ένα παραπονεμένο ύφος.
<<Τι τρέχει;>> την ρώτησα όση ώρα προσπαθούσα να πιάσω με τα χέρια μου μια μεγαλόσωμη πέστροφα που στριφογύριζε στα πόδια μου.
<<Για πόση ώρα ακόμη σκοπεύεις να κάθεσαι έτσι;>> συνέχισε να λέει φωνάζοντας.
<<Μπορείς να κάνεις λίγο ησυχία; Θα τρομάξεις το ψάρι. Και μην έρχεσαι προς το μέρος μου, για όνομα του θεού!>> της είπα όσο πιο ήρεμα μπορούσα. Όπως ήταν αναμενόμενο δεν με άκουσε. Άρχισε να κολυμπάει προς το μέρος μου ορμητικά, ανακατεύοντας το νερό. Με πλησίασε και έπεσε στην αγκαλιά μου.
<<Έτσι είναι καλύτερα>> μου είπε κλείνοντας μου το μάτι. Ο Ανδρέας με την Έλλη βρισκόντουσαν μόλις μερικά μέτρα μακριά μου και χαμουρεύονταν όσοι ώρα δεν τους έδινε κανείς σημασία.
<<Τέλεια!>> φώναξα <<τόση ώρα προσπαθώ να το εντοπίσω και τώρα πάει! Άντε να δω τι θα πούμε στην Ελένη!>>.
<<Άραξε μεγάλε, από το πρωί σε βλέπω να ασχολείσαι με αυτήν την βλακεία. Πάνε φέρε μας κανένα ποτάκι να πιούμε>> μου φώναξε ο Ανδρέας.
<<Προσπαθώ να πιάσω το καταραμένο ψάρι που εσύ άφησες επίτηδες μέσα στη λίμνη! Το ξέρεις ότι αν δεν της το πάω θα με σκοτώσει, έτσι; Κανονικά εσύ θα έπρεπε να είσαι στη θέση μου τώρα!>> έλεγα θυμωμένος καθώς κολυμπούσα προς την όχθη της λίμνης.
<<Πώς κάνεις έτσι για μια γκόμενα ρε Γιάννη. Πίσω από την φούστα της σε έκανε να τρέχεις. Δεν ήσουν έτσι εσύ>>.
Γύρισα και τον κοίταξα με ένα διαπεραστικό βλέμμα πριν προλάβει να πει κάτι παραπάνω. Αμέσως σταμάτησε να μιλάει και μου έσκασε ένα μεγάλο χαμόγελο. Η Έλλη άρχισε να γελάει βάζοντας το χέρι της μπροστά από το στόμα. Βγήκα από την λίμνη και αφού χαιρέτησα την Ελεονόρα που έκανε ηλιοθεραπεία, άκουσα τον Ανδρέα να μου φωνάζει:
<<Βολεύομαι και με παγωμένη μπύρα πάντως!>>.
Έκλεισα την πόρτα πίσω μου με δύναμη.
<<Ανάθεμα σε…>> μουρμούρισα καθώς κατευθυνόμουν προς την κουζίνα.
Το εξοχικό ήταν δώρο από τους γονείς μου στα 18α γενέθλια μου. Ήταν αλήθεια ότι η γονείς μου είχαν πολλά φράγκα, τα οποία σπαταλούσα κάθε μέρα όπως ακριβώς έκαναν και οι φίλοι μου. Μέχρι τα 25 μου χρόνια δεν είχε τύχει να ξανά έρθω σε αυτό το μέρος. Κάποιοι θα αναρωτηθούν ‘’μα καλά δεν είχες απορία να δεις πως είναι;’’. Πραγματικά όμως αν το σκεφτείτε καλύτερα, ποιος θέλει να έρθει σε ένα απομονωμένο εξοχικό μακριά από κάποιο μπαράκι, από τον κόσμο, από τον πολιτισμό. Ειδικά όταν είσαι νέος, η διασκέδαση, η τρέλα, ο σαματάς είναι αυτά που επιζητάς. Έτσι λοιπόν και εγώ μέχρι τα 25 μου δεν είχα πατήσει ποτέ το πόδι μου σε αυτό το μέρος. Πάρα μόνο όταν την γνώρισα.
Την πρώτη φορά που την είδα χαμογελούσε. Ήταν από εκείνα τα χαμόγελα που ακούς στα τραγούδια και βλέπεις στα όνειρα σου. Καθόταν σε ένα παγκάκι και διάβαζε ένα λογοτεχνικό βιβλίο. Από εκείνη την ημέρα την ερωτεύτηκα και αυτή με βοήθησε να αλλάξω. Έγινα καλύτερος άνθρωπος, σταμάτησα να κάνω κακό στον εαυτό μου και η πρώτη προτεραιότητα μου ήταν πάντα αυτή. Η γονείς μου δεν την αποδέχτηκαν ποτέ για κοπέλα μου, διότι οι γονείς της δεν ήταν της υψηλής κοινωνίας, όμως εμένα δεν με ένοιαζε αυτό. Ξεκίνησα μια καινούρια ζωή στην οποία ήμασταν μόνο εγώ και αυτή. Τότε λοιπόν ήταν που άρχισα να έρχομαι εδώ. Κολυμπούσαμε γυμνή στα κρυστάλλινα νερά της, βλέπαμε ταινίες αγκαλιά μπροστά από το τζάκι, απολαμβάναμε τη φύση στους περιπάτους μας. Η Ελένη πάντα μου έλεγε ότι είμαι για μεγάλα πράγματα.
<<Όλη η θλίψη αυτού του κόσμου δεν χωράει μέσα στη παλάμη σου>> μου είχε πει μια φορά και όταν την ρώτησα τη εννοούσε δεν μίλησε. Απλά κουλουριάστηκε στην αγκαλιά μου και έκλεισε τα μάτια της. Ένιωθα ότι ήξερε κάτι και μου το κρατούσε κρυφό. Δεν την ανάγκασα ποτέ να μου πει. Ίσως να μην ήθελα να μάθω και αυτό γιατί, δεν ήθελα να χαθεί αυτό που είχαμε μεταξύ μας.
Άνοιξα το ψυγείο και έβγαλα μια εξάδα παγωμένες μπύρες.
Είχαμε κανονίσει να πάμε όλοι μαζί στη λίμνη, ήθελα να της γνωρίσω τους φίλους μου, όμως τελικά τελευταία στιγμή μου είπε ότι δεν θα μπορούσε να έρθει. Ο πατέρας της βρισκόταν στο νοσοκομείο γιατί είχε κάποιο θέμα με την καρδία του, ευτυχώς όχι πολύ σοβαρό.
Βγαίνοντας από το πελώριο κτήριο, πέταξα την εξάδα στο χώμα, δίπλα ακριβώς στο πανάκριβο ηχοσύστημα που έπαιζε δυνατά τα τελευταία χιτ του καλοκαιριού από το ραδιόφωνο. Η ζέστη με έκανε να ιδρώνω, πράγμα που απεχθανόμουν. Η Ελεονόρα βρισκόταν ήδη μέσα στη λίμνη και κολυμπούσε ενώ ο Ανδρέας κυνηγούσε την Έλλη μέσα στη λίμνη. Πήρα φόρα και άρχισα να τρέχω προς το μέρος τους.
Βούτηξα μέσα με δύναμη. Κάτω από το νερό μπορούσα να ακούσω τις φωνές τους. Ήταν σίγουρο ότι με έβριζαν. Έκλεισα τα μάτια μου και το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό ήταν το πρόσωπο της. Και ξαφνικά σιωπή. Βγήκα από την λίμνη για να πάρω οξυγόνο και ένα ρίγος με κυρίευσε. Η θερμοκρασία είχε πέσει κάτω από το μηδέν.
‘’Δεν μπορούμε ακόμη να ξέρουμε τι ακριβώς προκάλεσε αυτό το ξαφνικό φαινόμενο. Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι ίσως οφείλετε σε ραγδαία επίσπευση των επιπτώσεων της υπερβολικής μόλυνσης του περιβάλλοντος από τον άνθρωπο. Εξάλλου τα τελευταία χρόνια σίγουρα θα έχετε παρατηρήσει και η ίδιοι ότι η εποχές έχουν αντιστραφεί’’ άκουγα να λέει το έκτακτο δελτίο ειδήσεων που είχε διακόψει την μουσική. Όμως αυτό δεν ήταν το πρώτο πράγμα που με έκανε να φρικάρω.
Νιφάδες χιονιού έπεφταν πάνω στο πρόσωπο μου. Όλοι η λίμνη είχε αρχίσει να σχηματίζει μια λεπτή κρούστα πάγου. Γύρισα την πλάτη μου και τότε ήταν που το είδα. Σώματα μέσα στη λίμνη. Ακίνητα σώματα που επέπλεαν μέσα στη λίμνη.
<<Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό, κάποιο κακόγουστο αστείο πρέπει να είναι. Παιδιά! Σταματήστε να μου κάνετε πλάκα! Δεν είναι αστείο!>> φώναζα ενώ προσπαθούσα να κολυμπήσω όσο πιο γρήγορα γινόταν προς το μέρος τους. Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια μου όταν διαπίστωσα ότι δεν ανέπνεαν.
‘’Τις επόμενες ημέρες ενδέχεται να έχουμε είτε παγετό είτε καύσωνα, δεν μπορούμε να προβλέψουμε με ακρίβεια. Είναι σίγουρο πάντως ότι οι ανθρωπότητα δεν έχει ετοιμαστεί για κάτι τέτοιο και δεν είναι σίγουρο ότι θα μπορεί να το αντιμετωπίσει. Για το λόγο αυτό καλούμε όλους όσους θέλουν να σωθούν, να εγκαταλείψουν την γη μαζί μας. Πρέπει να σπεύσουν άμεσα στις κεντρικές εγκαταστάσεις μας, όπου ένα τεράστιο διαστημόπλοιο θα μεταφέρει με ασφάλεια τους ανθρώπους μακριά από την γη…’’
<<Η Ελένη! Πρέπει να μάθω τι της συνέβη!>>.
Βγήκα από την λίμνη και τρέχοντας φόρεσα τα ρούχα μου, άρπαξα το κινητό μου και τα κλειδιά από το αυτοκίνητο και ξεκίνησα προς το σπίτι της. Στη διαδρομή προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί της όμως δεν σήκωνε το τηλέφωνο της. Ούτε όταν κάλεσα στο σπίτι της βρήκα απάντηση. Έστριψα απότομα στην έξοδο και αλλάζοντας πορεία, ακολούθησα τον περιφερειακό δρόμο προς το νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν ο πατέρας της. Όταν έφτασα εκεί, το μόνο που έβλεπα, ήταν ανάπηρους γέρους και γριές που είχαν εγκαταλειφθεί από τους δικούς τους και το προσωπικό, να εκλιπαρούν για βοήθεια. Έψαξα όλα τα δωμάτιο όμως πουθενά δεν βρήκα ούτε εκείνη ούτε και τον πατέρα της. Βγήκα τρέχοντας από το πελώριο κτήριο και μπήκα στο αυτοκίνητο μου. Οδηγούσα σαν τρελός για το μέρος όπου ο κύριος στο ραδιόφωνο μου υποσχόταν ότι θα ζήσω. Με δάκρυα και κραυγές πόνου ευελπιστούσα να ότι εκεί που πήγαινα θα έβρισκα απαντήσεις. Και κυρίως εκείνη.
Περνάω τον έλεγχο ενώ μου ενσωματώνουν ένα τσιπ στο χέρι με ένα πιστόλι. Συνεχίζω να τρέχω ενώ το μυαλό μου προσπαθεί να βρει μια λογική ερμηνεία για όλα όσα μου συνέβησαν τις τελευταίες ώρες. Όταν πια μπαίνω μέσα στο διαστημόπλοιο κοιτάω πίσω μου και εύχομαι να την ξανά δω.
Κοιτάω την παλάμη μου. <<Ώστε τελικά ήξερες…>> μουρμουρίζω. Ένα δάκρυ κυλά στο μάγουλο μου. Κλείνω τα μάτια μου. Η πρώτη εικόνα που μου έρχεται στο μυαλό είναι το χαμόγελο της. Ανοίγω τα μάτια μου και σφίγγω την γροθιά μου. Κάτι μέσα μου, μου λέει ότι δεν έχει χαθεί, ότι ακόμη υπάρχει.
<<Θα σε βρω όπου και να είσαι, στο υπόσχομαι>> ψιθυρίζω μέσα μου και ύστερα χάνομαι μέσα στο πλήθος.