“Τελικός προορισμός” της Mary DaSh

Δεν υπήρχε ψυχή στον μεγάλο κεντρικό δρόμο της παραλιακής. Ο ήχος της μηχανής του αυτοκινήτου σκέπαζε το παλιό ραδιόφωνο, απ’ το οποίο ακούγονταν αμυδρά διάφορες επιτυχίες των 80’ς. Ο αέρας έμπαινε με φόρα απ’ το ορθάνοιχτο παράθυρο, ανακατεύοντας τα πλούσια μαλλιά της Ανθής. Η ζέστη ήταν αφόρητη, αλλά το δροσερό κύμα του αέρα την ανακούφιζε κάπως. Γύρισε και κοίταξε τον Νίκο. Πάντα χαλαρός αυτός ο άνθρωπος. Δεν τον επηρέαζε τίποτα. Λες και ζούσε μέσα στη δική του φούσκα, ανέπαφος, ατάραχος. Θα πρέπει να τον περιεργαζόταν για αρκετή ώρα, γιατί κάποια στιγμή εκείνος αντέδρασε. «Τι;» την ρώτησε χαμογελαστός. «Τι τρέχει, τι έχω;». «Όχι, όχι. Τίποτα. » είπε και έσκυψε κουνώντας το κεφάλι.

Το ταξίδι τους κυλούσε ομαλά για αρκετή ώρα, όταν ξαφνικά ο Νίκος άρχισε να κόβει ταχύτητα. «Γιατί σταματάμε;» τον ρώτησε η γυναίκα του αγουροξυπνημένη. «Φτάσαμε;». «Όχι δεν φτάσαμε», της απάντησε εκείνος, «απλά νομίζω ότι βλέπω κάποιον να κάνει οτοστόπ» εξήγησε, μισοκλείνοντας τα μάτια του καθώς έσκυβε μπροστά για να δει καλύτερα. «Πού βρε, εδώ στην ερημιά;» του αντιγύρισε εκείνη δύσπιστα. «Ναι, εδώ στην ερημιά», είπε καθώς το αυτοκίνητο σταματούσε μπροστά στον άγνωστο ταξιδιώτη. Η Ανθή ανασηκώθηκε βιαστικά και άνοιξε το καθρεφτάκι του αυτοκινήτου. Με ελάχιστες κινήσεις έφτιαξε τα μαλλιά της και διόρθωσε οποιαδήποτε ατέλεια είχε εμφανιστεί στο πρόσωπό της, εξαιτίας του άτσαλου ύπνου. Το παράθυρο του συνοδηγού άνοιξε διάπλατα και ο Νίκος πέρασε πάνω από τη σύζηγό του για να αντικρίσει τον ξένο. Και τότε συνειδητοποίησε ότι ήταν γυναίκα. Δεν το είχε καταλάβει αρχικά, καθώς φορούσε κουκούλα, και έτσι αντέδρασε λιγάκι… περίεργα. Η γκριμάτσα έκπληξης που εμφανίστηκε στο πρόσωπό του δεν ήταν και ότι καλύτερο για καλωσόρισμα.

Η γυναίκα του έσωσε την κατάσταση. «Εμ, γεια σου, είμαι η Ανθή και από δω ο άντρας μου». «Νίκος Ξανθόπουλος», είπε εκείνος βιαστικά και της έτεινε το χέρι του. «Πάμε προς την πρωτεύουσα», συνέχισε η Ανθή, «και σκεφτήκαμε, να, εμμ… μήπως χρειάζεσαι μεταφορικό μέσο;» ρώτησε χαμογελώντας διστακτικά. «Έχουμε βέβαια και την σκυλίτσα μας την Νταίζυ πίσω, ελπίζω να μην σε πειράζει.» Συμπλήρωσε ο Νίκος. «Όχι, δεν έχω θέμα, ευχαριστώ.» είπε η κοπέλα χαμογελώντας και μπήκε στο πίσω κάθισμα. «Την βγάζω κάθε μέρα βόλτα, αλλά σήμερα λόγω εκδρομής την πήραμε μαζί μας» είπε ο Νίκος, και της έριξε μια ματιά από το καθρεφτάκι του αυτοκινήτου καθώς έβαζε μπρος τη μηχανή. Τα χαρακτηριστικά της δεν τον βοηθούσαν να καταλάβει και πολλά για την ηλικία της. «Είσαι από εδώ κοντά, εμ… πώς σε είπαμε;» ρώτησε, προσπαθώντας να ανοίξει συζήτηση. «Όχι δεν είμαι από εδώ, είμαι τουρίστρια», είπε εκείνη, «και δεν είπαμε», συμπλήρωσε απότομα, κόβοντας σχεδόν κάθε ενδεχόμενο για συζήτηση.

Διαβάστε επίσης  "Η ιστορία που ΔΕΝ πρέπει να διαβαστεί" του Ξενοφώντα Φύτρου
Advertising

Advertisements
Ad 14

Ο Νίκος και η Ανθή αλληλοκοιτάχτηκαν.  «Οπότε… πώς σε φωνάζουν;»  ρώτησε η Ανθή διστακτικά. Η κοπέλα τους κοίταξε σοβαρά. «Εμμ… Ελένη» είπε. «Μάλιστα» είπε ο Νίκος. «Και πως βρέθηκες εδώ, μες’ την ερημιά;».  «Τυχαία» βιάστηκε να απαντήσει η Ελένη. «Δηλαδή;» την πίεσε η Ανθή. Η κοπέλα τους κοίταξε τόσο έντονα, που η Ανθή τρόμαξε. Για λίγο πίστεψε πως θα τους ζητούσε να σταματήσουν για να κατέβει. «Σας είπα ήδη ότι είμαι τουρίστρια. Ανέβηκα για πεζοπορία. Χάθηκα. Δεν είχα με τι να γυρίσω οπότε βγήκα στον κεντρικό. Με βρήκατε. Τέλος.» απάντησε εκείνη ψαχουλεύοντας την τσάντα της. Η Ανθή κοίταξε τον Νίκο. Η κοπέλα την είχε τρομάξει λίγο. «Τι ψάχνεις εκεί;» την ρώτησε ο Νίκος που είδε ότι η γυναίκα του είχε αγχωθεί. Η Ελένη δεν απάντησε, απλά συνέχισε να ψάχνει. «Που είναι το… A! Επιτέλους», είπε και έβγαλε από την τσάντα της ένα πακέτο τσιγάρα. «A όχι, όχι» είπε ο Νίκος. «Δεν καπνίζουμε μέσα στο αυτοκίνητο. Πειράζει την Νταίζυ».  Η Ελένη τον αγνόησε και με το τσιγάρο στο χέρι συνέχισε να ψαχουλεύει την τσάντα της. Ο Νίκος σκέφτηκε να αλλάξει θέμα. «Πάντως εγώ δεν θα μπορούσα να έρθω εδώ πάνω για πεζοπορία. Φοβάμαι τα ύψη. Αντ’ αυτού προτιμώ τα σπορ. Κυρίως το βόλεϊ. Απλά μου αρέσει πολύ και… », «Ξέρεις Ελένη…» πήγε να πει η Ανθή, που είδε ότι η κοπέλα είχε βρει έναν αναπτήρα, αλλά ο άντρας της την έκοψε. «Μην με διακόπτεις!» της φώναξε. «Το ξέρεις ότι με νευριάζει». «Με συγχωρείς», απάντησε εκείνη. «Όπως έλεγα, μου αρέσει πολύ η σκοποβολή», είπε ο Νίκος, και της πήρε το τσιγάρο που μόλις είχε ανάψει από το στόμα. Το πέταξε έχω από το παράθυρο ατάραχος. «Εσύ κάνεις κάποιο σπορ;» την ρώτησε ευγενικά. «Πολύ μεγάλος δεν είσαι για να κάνεις και σπορ;» τον ρώτησε εκείνη, σπρώχνοντας την Νταίζυ που είχε έρθει κοντά της. «Ο Νίκος είναι 26», είπε η Ανθή ρίχνοντας της μια αυστηρή ματιά, «και είναι και αρκετά ψηλός και γυμνασμένος για να κάνει οποιοδήποτε άθλημα. Άλλωστε του πάνε πολύ τα αθλητικά ρούχα.», ολοκλήρωσε και του χαμογέλασε. «Ευχαριστώ αγάπη μου» είπε εκείνος, και της έσφιξε το χέρι. «Μου έκανες για πιο γέρος» είπε η Ελένη ανασηκώνοντας τους ώμους της με αδιαφορία. Προμηνυόταν δύσκολη βραδιά, σκέφτηκε η Ανθή.

Διαβάστε επίσης  "Ακραία λίθος" της mariposa

Αρκετές ώρες ταξιδιού μετά, και αφού είχε ήδη σκοτεινιάσει και η Ελένη είχε αποκοιμηθεί στο πίσω κάθισμα, η Ανθή γύρισε στον Νίκο «Μου φαίνεται παράξενη» του είπε ψιθυριστά. «Και εμένα, της απάντησε εκείνος, αλλά μην ανησυχείς. Δεν μπορεί να μας κάνει κάτι, κοριτσάκι είναι».  Η Ανθή ξεφύσησε. «Και αν είναι καμιά τρελή; Καμιά κλέφτρα;». «Τι μπορεί να μας κάνει βρε αγάπη μου, 1,60 είναι και καμιά πενηνταριά κιλά. Εγώ είμαι 1,83 και ογδόντα. Τι μου λες τώρα» της αντιγύρισε εκείνος, σηκώνοντας λίγο τον τόνο της φωνής του.

«Πρέπει να σταματήσουμε», τους διέκοψε μιλώντας απότομα η Ελένη. “Ωx, μας άκουσε” σκέφτηκε η Ανθή. «Γιατί;» την ρώτησε ο Νίκος. «Είναι ανάγκη», είπε εκείνη. «Εκτός αν θέλετε να σας λερώσω εδώ μέσα». «Δεν μπορείς να κάνεις λίγο υπομονή; Εδώ είναι ερημιά. Σε ούτε μισή ώρα θα φτάσουμε σε ένα βενζινάδικο. Έχει τουαλέτα» της αντιγύρισε η Ανθή. «Εκτός αν θέλετε να σας λερώσω εδώ μέσα», επανέλαβε η Ελένη. «Εντάξει, όπως θες» είπε ο Νίκος και μπήκε μέσα σε έναν χωματόδρομο. Προχώρησε περίπου εκατό μέτρα με το αμάξι για να μην είναι ορατοί από τον κεντρικό. «Νομίζω ότι εδώ είμαστε καλά» της είπε. Εκείνη βγήκε βιαστικά από το αυτοκίνητο. Το ζευγάρι βγήκε επίσης. Είχε βραδιάσει για τα καλά.

Η Ελένη γύρισε με ένα τσιγάρο στο στόμα. «Που στο καλό πήγε πάλι ο αναπτήρας μού;», ρώτησε αγανακτισμένη, ψάχνοντας τις τσέπες της. «Έχω εγώ», της είπε η Ανθή. Η Ελένη την πλησίασε και την άφησε να της ανάψει το τσιγάρο. Πήρε μια βαθιά τζούρα, και φύσηξε τον καπνό στον κατάμαυρο ουρανό. «Επιτ…», πήγε να πει, αλλά μια τρύπα στο κεφάλι της έκοψε την φράση. Έπεσε στο χώμα και το τσιγάρο που της έφυγε από το στόμα άρχισε να καίει τα ξερά χόρτα. «…τέλους», συμπλήρωσε την λέξη η Ανθή και χαμογέλασε στον άντρα της. Εκείνος έκανε μερικά βήματα προς το μέρος της, έσβησε το τσιγάρο που έκαιγε στο χώμα και έβαλε το όπλο με τον σιγαστήρα στην πίσω τσέπη του παντελονιού του. «Καιρός ήταν», είπε και εκείνος. «Νομίζω ότι το χάρηκα περισσότερο από κάθε άλλη φορά», είπε η Ανθή αγκαλιάζοντας τον. «Δεν την χώνεψα καθόλου αυτή την κοπέλα. Άσε που μου φάνηκε και παράξενη»,  συμπλήρωσε. «Εγώ στο είπα, δεν μπορούσε να μας κάνει τίποτα. Τζάμπα ανησυχούσες.».  «Πάντα ανησυχώ μήπως στραβώσει κάπως. Μήπως μας πιάσουν.»,  είπε εκείνη κοιτάζοντας τον. «Δεν χρειάζεται», είπε ο Νίκος, και έσυρε την κοπέλα μακριά από την λίμνη αίματος που είχε σχηματιστεί. «Τα όργανα της πάντως θα πουληθούν πολύ ακριβά» είπε η Άνθη χαμογελώντας και πήγε να τον βοηθήσει. «Όχι σαν την προηγούμενη». «Έλα τώρα, συγκεντρώσου, να κάνουμε γρήγορα. Πάω να σβήσω τα φώτα από το αμάξι. Δεν θέλουμε να μας πιάσουν τώρα, πάνω στο καλό» της είπε, και έκλεισε τα φανάρια.

Διαβάστε επίσης  "Άνθη φιλίας στα βράχια του θανάτου" του Νικολάου Κατέχη
Advertising

Το επόμενο πρωινό κύλησε ήσυχα. Ο Νίκος με την Ανθή σταμάτησαν σε ένα βενζινάδικο, έφαγαν το πρωινό τους, γέμισαν το αυτοκίνητο με βενζίνη και ξαναξεκίνησαν. Λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω, η Ανθή εντόπισε έναν νεαρό. «Νίκο, κοίτα εκεί», του είπε με ένα μειδίαμα στα χείλη. «Ναι, τον είδα και εγώ», της είπε εκείνος και έκοψε ταχύτητα. Η Ανθή άνοιξε το καθρεφτάκι του αυτοκινήτου. Ταίριαξε τα μαλλιά της, τσέκαρε το μακιγιάζ της. Έβγαλε ένα μαντιλάκι και καθάρισε μια σταγόνα αίμα που είχε στο πλάι του λαιμού της. Έπειτα το έκλεισε και κοίταξε εξεταστικά τον Νίκο. Ταίριαξε λίγο την μπλούζα του. «Να’ σαι ευγενικός», του θύμισε, και καθώς το αυτοκίνητο σταματούσε δίπλα στο νεαρό αγόρι, άνοιξε το παράθυρο του συνοδηγού.

«Γεια σου!», του είπε χαμογελώντας. «Είμαι η Ανθή και από εδώ ο άντρας μου ο Νίκος. Πάμε προς την πρωτεύουσα και σκεφτήκαμε μήπως χρειάζεσαι μεταφορικό μέσο…». «Αχ με σώζετε!», φώναξε ενθουσιασμένος ο νεαρός,  και μπήκε στο αυτοκίνητο χωρίς να μπορεί να καταλάβει γιατί το ζευγάρι άρχισε να γελά τόσο ξαφνικά…

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Να αγαπάς τον εαυτό σου λίγο πιο πολύ μέρα με τη μέρα...

Να αγαπάς τον εαυτό σου λίγο πιο πολύ μέρα με τη μέρα…

Να αγαπάς τον εαυτό σου λίγο πιο πολύ μέρα με

Έρημη Χώρα: Ένα δραματικό διαμάντι της ελληνικής τηλεόρασης

Εισαγωγή Η σειρά Έρημη Χώρα αποτελεί μια από τις πιο