“Θνητή Αφροδίτη” της Στέλλας Τυπάδη

Έκλεισε την πόρτα πίσω του αθόρυβα και κατευθύνθηκε ακροπατώντας προς την πόρτα της κάμαρας που υπήρχε ακριβώς απέναντι από την δική του. Σήμερα δεν ήταν η πρώτη φορά που θα έκανε κάτι τέτοιο. Κι όμως η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά που έπρεπε να κρατήσει την ανάσα του για να μην ακουστεί η αγωνία του. Ο πρωινός ήλιος φώτιζε με τις ακτίνες του όλο το διάδρομο του ορόφου κι έτσι έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός ώστε να μην τον προδώσει η σκιά του από την χαραμάδα της πόρτας. Αφού κράτησε το σώμα του σε μια καλή απόσταση από την χαραμάδα, έσκυψε και κόλλησε ανυπόμονα το μάτι του στην κλειδαρότρυπα. Το δωμάτιο ήταν λουσμένο στο φως. Τα ορθάνοιχτα παράθυρα με τις κίτρινες κουρτίνες ανέμιζαν αδιάκοπα, σκορπώντας στο χώρο ένα γλυκό, λουλουδένιο άρωμα. Ήταν ένας συνδυασμός γιασεμιού και μέντας. Μπορούσε να το μυρίσει λες και βρισκόταν εκείνη τη στιγμή μέσα στο δωμάτιο. Αυτό το άρωμα το φύλαγε στη μνήμη του από την πρώτη κιόλας στιγμή που το είχε μυρίσει στο κτίριο. Στη συνέχεια έστρεψε το βλέμμα του προς ένα σημείο δίπλα από το παράθυρο όπου υπήρχε ένα έπιπλο. Έφτασε μέχρι την γωνία του και σταμάτησε εκεί για λίγο την περιπλάνησή του. Ήθελε πάντα να κινείται τμηματικά χωρίς καμία απολύτως βιασύνη. Είχε εξασκήσει το μάτι του να σταματάει σε κάθε γωνιά του δωματίου έτσι ώστε να μην χάνει από τα μάτια του καμία λεπτομέρεια του χώρου. Η γωνία του επίπλου ήταν λευκή και το σκάλισμά της αγκάλιαζε το σημείο σαν αναρριχώμενο φυτό. Η χάραξη θύμιζε αρχιτεκτονικό ρυθμό άλλου αιώνα. Θα μπορούσε κάλλιστα να άνηκε σε μια αριστοκράτισσα του παλιού καιρού. Πόσα σπάνια αρώματα και κοσμήματα θα δέσποζαν επάνω του! Το βλέμμα του σιγά σιγά κατευθύνθηκε προς το στρογγυλό πόδι του επίπλου μέχρι που έφτασε στο πάτωμα του δωματίου. Ένα λευκό δαντελωτό ρούχο που έμοιαζε με νυχτικό ήταν πεταμένο δίπλα από τα πόδια μιας καρέκλας. Έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να φανταστεί το σώμα που είχε τυλιχθεί μέσα σε αυτό το ρούχο. Άνοιξε τα ρουθούνια του προσπαθώντας να συλλάβει την ζεστή μυρωδιά του σώματος. Σκέφτηκε πως η ευωδία του αέρα θα είχε μυρώσει σίγουρα το ρούχο και το σώμα. Προχώρησε προς τα πόδια της καρέκλας και σκαρφάλωσε ως την ράχη της. Ήταν ξύλινη και σκαλισμένη όπως και η γωνία του λευκού επίπλου. Μόνο που αυτό το σημείο δεν διακοσμούνταν εξ ολοκλήρου με μπαρόκ σχέδια. Ένας χείμαρρος από καστανές μπουκλίτσες είχε ξεχυθεί και κυλούσε ορμητικά σκεπάζοντας την πλάτη της καρέκλας. Τα μάτια του σπινθήρισαν από ενθουσιασμό. Καθώς προσήλωνε το βλέμμα του στο στολισμένο κεφάλι, εμφανίστηκε στο οπτικό πεδίο και το μεγαλύτερο μέρος του λευκού επίπλου. Ήταν ένα μικρό μπουντουάρ. Όπως κάθε φορά έτσι και τώρα έκανε μια προσπάθεια να διακρίνει την αντανάκλαση του προσώπου της μέσα από τον καθρέφτη. Το μόνο πράγμα που μπόρεσε να δει στο γυαλί ήταν ένα κάδρο που βρισκόταν στον απέναντι τοίχο. Ήταν μια προσωπογραφία με κάρβουνο που απεικόνιζε μια νεαρή γυναίκα. Δεν μπορούσε να διακρίνει πολύ καλά τα χαρακτηριστικά του προσώπου της αλλά, αν ήταν πράγματι η δική της προσωπογραφία, ο ζωγράφος σίγουρα την είχε αδικήσει. Επέστρεψε στο σγουρό κεφάλι. Χάιδεψε με το βλέμμα του απαλά τις άκρες των μαλλιών της και τις φαντάστηκε να αναδίδουν μέντα και γιασεμί. Ίσως και να τα έλουζε με αυτό το άρωμα. Του άρεσε αυτή η ιδέα και την κράτησε. Το κεφάλι της έγερνε νωχελικά στο πλάι με αποτέλεσμα να αποκαλύπτεται ο ένας ώμος. Του κόπηκε η αναπνοή. Ήταν αλαβάστρινος και γυμνός δίχως ίχνος ψεγαδιού και υφάσματος πάνω του. Βούρκωσε από ευτυχία που την ξανάβρισκε εκεi την ίδια ώρα και στην ίδια θέση. Την φαντάστηκε να βγαίνει από το λουτρό, σαν αναδυόμενη Αφροδίτη και να κάθεται μπροστά στον καθρέφτη με το στήθος γυμνό, χωρίς όμως να το κρύβει από ντροπή με τις άκρες των μαλλιών της. Ονειρεύτηκε ένα λεπτό χέρι να της χτενίζει τα μαλλιά αργά, μέχρι να πάρουν την υφή του μεταξιού, λέγοντάς της συγχρόνως παλιές ερωτικές ιστορίες. Το γέλιο της θνητής Αφροδίτης θα γέμιζε το δωμάτιο όπως το άρωμα των λουλουδιών. Θα μπορούσε να είναι και εντελώς μόνη. Μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα. Καθισμένη πάντα στο μπουντουάρ της με το κεφάλι να γέρνει ελαφρώς προς τα πίσω και τα αιθέρια μαλλιά της να ανεμίζουν. Κατάφερε σχεδόν να ακούσει το πνιχτό βογκητό που έβγαινε από το λαιμό της καθώς πίεζε ρυθμικά τα δάχτυλά της πάνω στην κλειτορίδα της. Τα μάγουλα της έκαιγαν από τον πόθο και οι στητές ρώγες της γίνονταν όλο και πιο σκληρές από τον δροσερό αέρα που έμπαινε στο δωμάτιο. Αναρωτιόταν πώς να ήταν άραγε ο νεαρός που επιθυμούσε τόσο έντονα. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά; Άραγε εκείνος που επιθυμούσε διακαώς λάτρεψε ποτέ το άρωμα του κορμιού της με τον ίδιο τρόπο; Ξαφνικά ένιωσε πως ξύπνησε από ένα όνειρο. Αν και παραζαλισμένος ακόμη από την έκσταση του οράματος, επέστρεψε στην παρακολούθησή του. Συνειδητοποίησε όμως ότι δεν ακουγόταν τίποτα στο δωμάτιο. Η σιγή του χώρου τον ταρακούνησε λίγο. Ήταν μια απόκοσμη ησυχία που τον έκανε να ανατριχιάζει. Ανήσυχος, έριξε μια ματιά μέσα στο δωμάτιο και έκπληκτος διαπίστωσε ότι μέχρι και ο αέρας είχε κοπάσει. Μήπως είχε κλείσει το παράθυρο; Φαινόταν ανοιχτό όπως πάντα. Έκανε μια προσπάθεια να μυρίσει το αγαπημένο του άρωμα. Η μυρωδιά τον λουλουδιών είχε αντικατασταθεί με αυτή της σκόνης και της μούχλας. Έσφιξε τα δόντια και σήκωσε αργά το βλέμμα του προς την καρέκλα. Η κοπέλα δεν είχε σαλέψει καθόλου. Προσπάθησε να καθησυχάσει τον εαυτό του επαναλαμβάνοντας νευρικά ότι η κοπέλα είχε αποκοιμηθεί στην καρέκλα λόγω αφόρητης ζέστης ή ότι έγραφε σε φύλλα ημερολογίου, ξαπλωμένη στην καρέκλα της και τελείως απορροφημένη στις σκέψεις της για να αλλάξει στάση σώματος. Τον έπιασε σκοτοδίνη. Στάθηκε για μια στιγμή στον τοίχο δίπλα από την πόρτα της και έχωσε το κεφάλι του στις παλάμες του. Κοίταξε τριγύρω του τρομοκρατημένος και λουσμένος στον ιδρώτα ψάχνοντας κάτι. Οι ακτίνες του ηλίου που ερχόταν από το ψηλό παράθυρο του διαδρόμου φώτιζαν σε ένα σημείο όπου υπήρχε μια μικρή πέτρα. Αμέσως έτρεξε προς το μέρος της και την άρπαξε στα χέρια του. Μετά από μια τελευταία ματιά στο διαμέρισμα της κοπέλας, απομακρύνθηκε λίγα μέτρα και πέταξε το πετραδάκι στην πόρτα της. Χτύπησε πάνω στην ξύλινη πόρτα κάνοντας κρότο. Περίμενε για μερικά δευτερόλεπτα κρατώντας την ανάσα του. Όταν της πετούσε πετραδάκια ακουγόταν πάντοτε το τρίξιμο της ξύλινης καρέκλας μόλις εκείνη τιναζόταν αλαφιασμένη από το χτύπημα. Τώρα δεν ακούστηκε κανένας θόρυβος. Ούτε βήματα προς την πόρτα, ούτε έκφραση έκπληξης ή φόβου. Πλησίασε ταραγμένος και κοίταξε ξανά από την κλειδαρότρυπα. Όλα είχαν μείνει ακριβώς στην ίδια θέση. Η καρέκλα, το ρούχο, το σώμα της. Για μια στιγμή η υπερβολική τάξη των αντικειμένων που τόσο λάτρευε του ανακάτεψε το στομάχι. Ξάφνου ένιωσε το κεφάλι του να βουίζει από έναν δυνατό θόρυβο που ολοένα και πλησίαζε. Το κτίριο είχε κατακλυστεί από φωνές και σειρήνες που ούρλιαζαν. Κάποιος είχε καλέσει την αστυνομία. Οι ένοικοι της πολυκατοικίας είχαν μαζευτεί και στέκονταν κοκαλωμένοι γύρω του καλύπτοντας τις μύτες τους. Εκείνος, ανενόχλητος ,έριξε μια εξεταστική ματιά στο πάτωμα και μετά από λίγο έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Δεν υπήρχαν πουθενά κηλίδες αίματος. Ήταν πλέον σίγουρος ότι η πεταμένη κορδέλα με τον κόμπο στη μέση είχε γλιστρήσει από τα μαλλιά της όταν αποκοιμήθηκε. «Μόλις ξυπνήσει θα την ξαναφορέσει…», είπε τρυφερά γεμίζοντας την καρδιά του ελπίδα. Δυο άτομα τον απομάκρυναν από την πόρτα της και προσπάθησαν να ανοίξουν το διαμέρισμα. Εκείνος είχε απομακρυνθεί από αυτή την φασαρία πριν τον σύρουν μακριά. Είχε διώξει όλες τις σκοτεινές σκέψεις από το μυαλό του και είχε γυρίσει πίσω στα όνειρά του. Σε όνειρα όπου η Αφροδίτη του χαμογελάει μπροστά από τον καθρέφτη και χτενίζει τα μαλλιά της. Σε όνειρα όπου αντί για σκόνη από κόκαλα, το δωμάτιο μοσχοβολά γιασεμί και μέντα. Όπως μοσχομύριζε κάθε φορά όταν εκείνη διέσχιζε το διάδρομο και τον χαιρετούσε χαμογελαστή. Όπως μύριζε κάθε πρωί όταν έκανε το μπάνιο της. Όπως μυρίζει και τώρα.

Διαβάστε επίσης  "Η ιστορία που ΔΕΝ πρέπει να διαβαστεί" του Ξενοφώντα Φύτρου

 

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Να αγαπάς τον εαυτό σου λίγο πιο πολύ μέρα με τη μέρα...

Να αγαπάς τον εαυτό σου λίγο πιο πολύ μέρα με τη μέρα…

Να αγαπάς τον εαυτό σου λίγο πιο πολύ μέρα με

5 διάσημα βιβλία που έχουν λογοκριθεί

Η λογοτεχνία είχε πάντα τη δύναμη να αμφισβητεί, να εμπνέει